Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 4 Ὀκτωβρίου 2020

Β΄Λουκᾶ

Οι υιοί του Υψίστου

 

Την περασμένη Κυριακή, αγαπητοί χριστιανοί, είδαμε πώς οι ψαράδες της Γαλιλαίας παράτησαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Χριστό, και ότι εάν θέλουμε κι εμείς να τον ακολουθήσουμε, είναι ανάγκη να θέσουμε προτεραιότητα την αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον, ώστε και τα βιοτικά πράγματα να συνεργούν στο αγαθό. Βέβαια, ίσως κανείς διστάζει ή ο λογισμός τού λέει ότι σήμερα τα πράγματα είναι δυσκολότερα γιατί οι συνθήκες της εποχής μας είναι διαφορετικές κι επειδή εμείς δεν έχουμε την δυνατότητα να συναναστραφούμε πρόσωπο προς πρόσωπο με τον θεάνθρωπο Ιησού. Για τον λόγο αυτό σήμερα, στην περικοπή του Ευαγγελίου που ακούσαμε νωρίτερα, ο Κύριος Ιησούς Χριστός μάς διδάσκει με ποιόν τρόπο μπορούμε να τον μιμηθούμε και να γίνουμε υιοί του Υψίστου, δηλαδή παιδιά του Θεού.

«Καθώς θέλετε να κάνουν οι άνθρωποι σ` εσάς, μάς λέει[1], κι εσείς να πράττετε σε εκείνους τα όμοια. Κι αν αγαπάτε αυτούς που σάς αγαπούν, ποια χάρη υπάρχει σ` εσάς; αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τούς αγαπούν. Και εάν κάνετε καλές πράξεις προς εκείνους που προς εσάς κάνουν καλές πράξεις, ποια χάρη υπάρχει σ` εσάς; αφού και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Κι αν δανείζετε σ’ εκείνους από τους οποίους ελπίζετε να τα πάρετε πίσω, ποια χάρη υπάρχει σ` εσάς; γιατί και οι αμαρτωλοί δανείζουν σε εκείνους από τους οποίους ελπίζουν να εισπράξουν πίσω τα ίσα. Αλλά να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε το καλό και να δανείζετε δίχως να περιμένετε τίποτα, και ο μισθός σας θα είναι πολύς και θα είστε παιδιά του Υψίστου, γιατί ο Θεός είναι αγαθός στους αχάριστους και πονηρούς. Να γίνεστε επομένως φιλεύσπλαχνοι, όπως κι ο πατέρας σας είναι φιλεύσπλαχνος».

Πολλοί χριστιανοί παραφράζουν την πρώτη από τις φράσεις που λέει ο Χριστός και λένε «να μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις να κάνουν σε σένα». Η φράση αυτή, όμως, είναι η μισή αλήθεια, για να μην πούμε ότι είναι το ανάποδο από αυτό που είπε ο Χριστός. Γιατί, αδελφοί χριστιανοί, άλλο πράγμα είναι για παράδειγμα να μην σκοτώσει κανείς και άλλο να δώσει την ζωή του για τον άλλο, και μάλιστα για τον εχθρό του, χωρίς καν να περιμένει να τού πούνε «ευχαριστώ». Ακόμα και οι εγκληματίες έχουν έναν κώδικα ηθικής μεταξύ τους, μπορεί να κλέβουν τον κόσμο αλλά μεταξύ τους είναι κύριοι.

Αντίθετα λοιπόν με τούτη την παράφραση, ο λαός μας λέει: «κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό». Και για να επανέλθουμε στους λόγους του Χριστού, δεν μάς αποτρέπει απλά από την κακία, γιατί η απουσία της κακίας δεν συνεπάγεται την παρουσία της αρετής. Αλλά μάς προτρέπει με θετικό τρόπο να πράττουμε το αγαθό, και μάλιστα πρώτοι. Κι ακόμη περισσότερο, να αγαπάμε τους εχθρούς μας, αυτούς δηλαδή που μάς εχθρεύονται, αφού ο άνθρωπος της αγάπης δεν δύναται να δει κανέναν ως εχθρό του.

Είδαμε ότι ο Θεός από αγάπη προς τον κόσμο έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε, προσέφερε τον εαυτό του θυσία και λύτρο για τις δικές μας αμαρτίες και μάς ανύψωσε, διά του σταυρού και της Αναστάσεώς του, στον ουρανό. Επειδή όμως δεν παραβιάζει το μέγιστο δώρο που μάς έχει κάνει, δηλαδή την ελευθερία της βούλησής μας, γι αυτό και μάς καλεί, εάν βέβαια θέλουμε, να τόν ακολουθήσουμε και να γίνουμε όχι απλά καλοί άνθρωποι, αλλά παιδιά του Θεού. Κι αν ο Θεός είναι αγάπη, φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος και ελεήμων, αυτό που ζητά από εμάς είναι να γινόμαστε κι εμείς σαν τον πατέρα μας τον ουράνιο, δηλαδή  φιλεύσπλαχνοι και με αγάπη προς τον πλησίον. Και πλησίον είναι ακόμα και ο εχθρός μας, όπως χαρακτηριστικά μάς δίδαξε ο Χριστός με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη.

Η εποχή μας είναι πράγματι δύσκολη, αφού κυριαρχεί ο εγωκεντρισμός, το αθέμιτο συμφέρον, η αδιαφορία, ο ανταγωνισμός και όλα τα συνεπακόλουθά τους. Κι όμως, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην επιθυμεί να τον αγαπούν, να τον σέβονται, να τον βοηθούν στις διάφορες ανάγκες ή στις συμφορές της ζωής. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, γιατί ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να ζει μόνος, δεν είναι αρπακτικό ζώο αλλά κοινωνικό, δεν είναι λύκος‧ αλλά ακόμα και οι λύκοι συνασπίζονται συχνά σε αγέλες. Υπάρχει μια ρήση κάποιου λατίνου συγγραφέα, ότι ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος. Ίσως η φράση αυτή να αντικατοπτρίζει κάποιες φορές τις σχέσεις των ανθρώπων, πράγμα που μάς γεμίζει όλους με θλίψη μάλλον ή με πικρία.

Στον αντίποδα αυτής της φράσης, ο άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας λέει: «είδες τον αδελφό σου, είδες τον θεό σου»[2]. Γι αυτό και ο Χριστός λέει ότι στις δυο εντολές του Θεού, δηλαδή να αγαπήσεις κύριο τον Θεό σου με όλη την ψυχή και την διάνοιά σου και να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, κρέμονται όλος ο νόμος και οι προφήτες. Ως παιδιά, επομένως του Θεού κι όχι της λύκαινας, ας αγαπήσουμε, αδελφοί χριστιανοί τον πλησίον μας με τον τρόπο που μάς δίδαξε ο θεάνθρωπος Χριστός, ώστε η ζωή μας να γεμίζει με την ευωδία των αρετών και να καταστούμε γνήσια παιδιά του Υψίστου. Αμήν.



«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 11 Ὀκτωβρίου 2020

Δ΄ Λουκᾶ 

Ο λόγος του Θεού και η αγαθή γη 

 

Κατά την σημερινή Θεία Λειτουργία, αδελφοί χριστιανοί, ακούσαμε τον Κύριό μας να μάς διηγείται την παραβολή του σπορέως[3], ο οποίος βγήκε να σπείρει τον σπόρο του. Καθώς έσπερνε, κάποιος από τον σπόρο έπεσε στον δρόμο, καταπατήθηκε και φαγώθηκε από τα πουλιά. Άλλος έπεσε στην πέτρα και αφού φύτρωσε ξεράθηκε, επειδή δεν είχε δύναμη. Άλλος πάλι έπεσε μέσα στα αγκάθια, τα οποία φύτρωσαν μαζί του και τον έπνιξαν. Κι άλλος έπεσε στην αγαθή γη, φύτρωσε και έφερε εκατονταπλάσιο καρπό. Σαν τέλειωσε την παραβολή είπε ο Χριστός: «Όποιος έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούσει». Απόρησαν οι μαθητές και τον ρώτησαν τί σημαίνει τούτη η παρομοίωση. «Σε σάς δόθηκε να γνωρίζετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού» αποκρίθηκε, «ενώ στους υπόλοιπους φανερώνονται με παραβολές, ώστε ενώ βλέπουν να μην βλέπουν και ενώ ακούν να μην καταλαβαίνουν. Η δε παραβολή τούτο σημαίνει: ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού κι εκείνοι στον δρόμο είναι όσοι ακούν τον λόγο του Θεού και ύστερα έρχεται ο διάβολος και παίρνει τον λόγο αυτό, ώστε να μην πιστέψουν και να μην σωθούν. Οι δε στην πέτρα, είναι εκείνοι που ακούν με χαρά τον λόγο αλλά δεν έχουν ρίζα κι έτσι πρόσκαιρα πιστεύουν και σε καιρό πειρασμού τα παρατάνε. Κι αυτος που έπεσε στα αγκάθια είναι όσοι ακούν αλλά καθώς πορεύονται συμπνίγονται από τις μέριμνες και από τον πλούτο και από τις ηδονές του βίου και δεν καρποφορούν. Τέλος, η καλή γη είναι όσοι έχουν καλή και αγαθή καρδιά και αφού ακούσουν τον λόγο του Θεού τον τηρούν και καρποφορούν με υπομονή. Όποιος έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούσει».

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο σπορέας είναι ο Χριστός, το κήρυγμα του οποίου διασώζει στους αιώνες η αγία μας Εκκλησία. Αφού μάς προετοίμασε κατάλληλα τις προηγούμενες εβδομάδες, φανερώνοντας ότι ο Χριστός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος και υψώθηκε στον Σταυρό για την δική μας σωτηρία και είναι η πηγή της ζωής και της αναστάσεως, σήμερα μάς θυμίζει,πρώτα απ`όλα, ότι το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν είναι άλλο από τον λόγο του Θεού, από το κήρυγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στη συνέχεια, με τις εικόνες της διαφορετικής κάθε φορά γης, μάς εφιστά ο Χριστός την προσοχή, γιατί για να φυτρώσει ο λόγος του στις καρδιές μας χρειάζεται πίστη. Αλλά δεν αρκεί μόνο η πίστη‧ για να καρποφορήσει είναι ανάγκη να αφήσουμε κατά μέρος τα βιοτικά αγαθά και να οπλιστούμε με υπομονή για να μην καμφθούμε από τους πειρασμούς.

Γη αγαθή μάς θέλει ο Κύριος, αγαπητοί χριστιανοί, και καρποφόρο. Η καλλιέργεια της ψυχής μας γίνεται εντός της Εκκλησίας, γιατί όποιος εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του στο τέλος καταλήγει να αρνείται τον ίδιο τον Θεό. Αλλά στην Εκκλησία γίνεται πράξη αυτό που λέει στις Παροιμίες, ότι «ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ»[4], γιατί όπως είπε ο Χριστός, «όπου είναι συναγμένοι δύο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί είμαι ανάμεσά τους»[5]. Η Εκκλησία άλλωστε είναι σώμα Χριστού, δηλαδή ο Χριστός ο ίδιος, μέλη του οποίου καλούμαστε να γίνουμε όλοι. Η μεγαλύτερη δε ευεργεσία που μάς προσφέρει ο Χριστός διά της Εκκλησίας του, είναι η ιερουργία των Αχράντων Μυστηρίων, το μεγαλύτερο θαύμα που δεν μπορεί να χωρέσει ανθρώπου νους. Γι αυτό και λέγεται Μυστήριο, αφού δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πώς γίνεται ο Χριστός να είναι ανάμεσά μας και ταυτόχρονα να είναι θύτης και θύμα, προσφέρων και προσφερόμενος, «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Η Εκκλησία λοιπόν είναι, πρώτο, σύναξη πιστών στο όνομα του Χριστού‧ δεύτερο, είναι σώμα Χριστού‧ τρίτο, ιερουργεί την Θεία Ευχαριστία και μεταδίδει στους πιστούς το σώμα και το αίμα του Χριστού‧ και τέταρτο, διασώζει την αυθεντική διδασκαλία του Χριστού και μάς την προσφέρει όπως την κατέγραψαν οι άγιοι Απόστολοι και Ευαγγελιστές, όπως την ερμήνευσαν οι μεγάλοι διδάσκαλοι και πατέρες της Εκκλησίας και όπως την όρισαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.

Δεν είναι, επομένως, τυχαίο που σήμερα τιμούμε την μνήμη των αγίων Πατέρων που συγκρότησαν την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Γιατί η σύνοδος αυτή συγκεφαλαιώνει την διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλαδή την ιερά Παράδοση, αφού η διαμάχη για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων είχε ως επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού. Επιπλέον, τιμώντας τους αγίους Πατέρες, φέρνουμε μπροστά μας ζωντανά παραδείγματα γης αγαθής και μεστής από καρπούς, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου. Με τον τρόπο αυτό παρακινούμαστε όλοι, αγαπητοί χριστιανοί, να μην διστάσουμε, να πιστέψουμε με όλη μας τη δύναμη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος και ο Θεός μας, να ακούσουμε τον λόγο του, να καλλιεργήσουμε την καρδιά και την συνείδησή μας, να μην παρασυρθούμε από τις βιοτικές μέριμνες, να μην πτοηθούμε από τους πειρασμούς και να εργαστούμε με υπομονή, για να γίνουμε στάχυα μεστά στα χέρια του Θεού. Αμήν.

 

 

 «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 18 Ὀκτωβρίου 2020

 Ευαγγελιστού Λουκά

(Λουκ. 10, 16-21)

 

Ένα στιγμιότυπο από τη ζωή του Κυρίου μας και την αποστολή των μαθητών Του να διδάξουν στον κόσμο, μάς περιγράφει η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, μιας και εορτάζουμε τη μνήμη του αγίου εαγγελιστού Λουκά. Και από τη διήγηση αυτή τρία είναι τα κυριότερα σημεία, που αντανακλούν άμεσα και στη δική μας κλίση και ιδιότητα ως μαθητών του Χριστού.

Το πρώτο είναι, ότι ο Χριστός αποστέλλει τους μαθητές Του να διδάξουν, με τη σαφή διευκρίνιση ότι «εκείνος που σας ακούει, ακούει εμένα, και εκείνος που σας αθετεί, αθετεί εμένα και τον Πατέρα, που με απέστειλε»[1]. Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όσο ακόμα ήταν στη γη αλλά κυρίως μετά την Πεντηκοστή και την δωρεά του Αγίου Πνεύματος στους αγίους Αποστόλους, δίνει στους μαθητές Του την εντολή και τη διακονία να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της αληθείας και της σωτηρίας στον κόσμο. Και είναι τόσο σπουδαία και σημαντική η μαρτυρία των αγίων Αποστόλων στον κόσμο, εφόσον απορρέει από τη διδασκαλία του Χριστού, ώστε να ταυτίζεται η ευπείθεια και η υπακοή προς αυτούς με την υπακοή στον ίδιο το Θεό. Τη διακονία αυτή και την υποχρέωση οι Απόστολοι την μεταβίβασαν στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους, μέσω της επιθέσεως των χειρών και της μεταδόσεως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Και για τον λόγο αυτό, το κύριο έργο των ιερέων και των επισκόπων δεν είναι άλλο, παρά να «ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας», δηλαδή να τηρούν το Ευαγγέλιο και να διδάσκουν τον κόσμο πώς πρέπει να πιστεύει και πώς πρέπει να προσεύχεται. Και αν όλοι οι κληρικοί οφείλουν να είναι υποδείγματα μαθητού του Χριστού και κήρυκα της Αληθείας, το χρέος όλων μας, κληρικών και λαϊκών, είναι να ακούμε τα λόγια των αφοσιωμένων στο αποστολικό τους έργο διδασκάλων σαν να ακούγαμε τον ίδιο το Χριστό.

Το δεύτερο σημείο που αξίζει προσοχής, είναι η απάντηση που έδωσε ο Κύριος στους μαθητές Του, όταν αυτοί επέστρεψαν και με χαρά τού ανακοίνωσαν ότι ακόμα και τα δαιμόνια έφευγαν στο όνομα του Χριστού. Τους παροτρύνει να μη χαίρονται όταν με τη χάρη του Θεού κάνουν ακόμη και θαύματα, αλλά να χαίρονται περισσότερο διότι τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο της ζωής[2]. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η χάρη της θαυματουργίας και η «ἐξουσία τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων και σκορπίων και ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» δεν αποτελεί προσωπικό επίτευγμα κανενός, αλλά δωρεά του ίδιου του Θεού. Και δεύτερον, γιατί είναι το αποτέλεσμα της πίστεως στο Χριστό, πίστεως στο ότι είναι ο Υιός του Θεού, που σαρκώθηκε και σταυρώθηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή η πίστη είναι που σώζει τον άνθρωπο, που τον εγγράφει στο βιβλίο της ζωής και που του δίνει δύναμη να ανορθώνεται από τις πτώσεις του και να προχωρά με δύναμη, την οποία αντλεί από τον ίδιο το Θεό. Αυτή η πίστη είναι που τελικά πραγματώνει κάθε θαύμα, μικρό ή μεγαλύτερο στη ζωή μας, και μάς φέρνει καθημερινά κοντά στη σωτηρία και την Ανάσταση.

Το τρίτο σημείο, βρίσκεται στην ευχαριστία που αναπέμπει στη συνέχεια ο Χριστός προς τον Θεό Πατέρα, διότι αποκάλυψε την Αλήθεια όχι στους σοφούς, αλλά σε «νηπίους»[3], δηλαδή σε απλούς ανθρώπους. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη σοφία των ανθρώπων και τη σοφία του Θεού δεν πρέπει να μάς ξενίζει. Γιατί ο Θεός δεν προσεγγίζεται με διανοητικές διεργασίες, αλλά με την καρδιά, φεύγει και κρύβεται από τους υπερήφανους και αποκαλύπτεται στους ταπεινούς. Γιατί η γνώση του Θεού δεν είναι επίτευγμα του ανθρώπου, αλλά δωρεά και ευεργεσία και φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο που διψά, σαν τη Σαμαρείτιδα, για το ύδωρ της Ζωής. Γιατί τελικά ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά ο ίδιος αποκαλύπτεται στον άνθρωπο που με ταπείνωση αναγνωρίζει την προσωπική του αδυναμία.

Αυτά τα τρία στοιχεία έχουμε ανάγκη όλοι μας προκειμένου να ζήσουμε την αλήθεια του Χριστού και του Ευαγγελίου. Την απλότητα και τη ζέση της καρδιάς, μακριά από ατέρμονες αναζητήσεις ξένες προς τον Χριστό, με ταπείνωση και με ειλικρίνεια στη διάθεσή μας να Τον γνωρίσουμε, να αποκαλυφθεί στη ζωή μας και να μάς οδηγήσει στη σωτηρία. Την πίστη ότι αυτός είναι ο μόνος Σωτήρας και Λυτρωτής μας, και ότι κάθε ευεργεσία πηγάζει από τη δική Του χάρη και ευλογία και όχι από τις δικές μας ικανότητες. Και τέλος, την ευπείθεια και υπακοή προς τους καλούς ποιμένες και διδασκάλους, στους οποίους ο ίδιος ο Κύριος, μέσω της αποστολικής διαδοχής, έχει αναθέσει να μάς διδάσκουν την αλήθεια, να μάς οδηγούν κοντά στο Χριστό και να μάς κατευθύνουν «εις νομάς σωτηρίους». Αμήν.

 

--------------------------

 

[1] Λουκ. 10, 16.

 

[2] Λουκ. 10, 17-20.

 

[3] Λουκ. 10, 21.

 

 

 «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 25 Ὀκτωβρίου 2020

ΣΤ΄Λουκά 

Το καλό και το κακό 

 

Το θαύμα που μάς διηγείται η σημερινή περικοπή του Ευαγγελίου μάς αποδεικνύει, αδελφοί χριστιανοί, ότι δεν υπάρχει τιποτα που να μπορεί να αντισταθεί στο θέλημα του Θεού, ούτε αυτές οι δυνάμεις του κακού. Καθώς πλησίαζε ο Χριστός με τους μαθητές του στην χώρα των Γεργεσηνών, συνάντησαν έναν δαιμονισμένο που περιφέρονταν γυμνός έξω από την πόλη και για κατοικία του είχε τα μνήματα. Πολλά χρόνια ταλαιπωρούνταν και συχνά τον έδεναν ακόμα και με αλυσίδες για να μην κάνει κακό στον εαυτό του και στους άλλους, τις οποίες έσπαζε και έτρεχε στις ερημιές.  Μόλις είδε τον Χριστό άρχισε να φωνάζει: -Τί υπάρχει ανάμεσά μας, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις. Αυτό το τελευταίο το είπε γιατί ήδη ο Κύριος είχε διατάξει το δαιμόνιο να εξέλθει. -Πώς σε λένε; ρώτησε ο Χριστός. -Λεγεώνα, αποκρίθηκε, γιατί πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει σε αυτόν, και παρακαλούσε τον Κύριο να μην τα στείλει στην άβυσσο αλλά να επιτρέψει να εισέλθουν σε ένα κοπάδι χοίρων που έβοσκε εκεί κοντά. Έτσι κι έγινε, και τα δαιμόνια κατέλαβαν τα άτυχα ζωντανά, τα οποία αφηνιασμένα κατακρημνίστηκαν στην λίμνη και πνίγηκαν, ενώ οι βοσκοί έτρεξαν στην πόλη και στους αγρούς να διαδώσουν το γεγονός. Βγήκε ο κόσμος και βλέπει τον πρώην δαιμονισμένο, σωφρονούντα και ιματισμένο, να κάθεται κοντά στα πόδια του Ιησού, και φοβήθηκαν τόσο πολύ, που ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει. Μπήκε, λοιπόν ο Ιησούς στο πλοίο για να αναχωρήσει και ο πρώην δαιμονισμένος παρακαλούσε να πάει μαζί του. Ο Κύριος όμως τον προέτρεψε να επιστρέψει στο σπίτι του και να διηγείται το θαύμα που έκανε ο Θεός σε αυτόν, όπως και έκανε.

Πώς είναι δυνατόν τα πνεύματα της πονηρίας να ζητούν την άδεια του Θεού; και πώς γίνεται να υπάρχει το κακό, αφού ο Θεός δημιούργησε τα πάντα καλά λίαν; Την απάντηση μάς την δίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές, μία αγαθή και μία πονηρή, από αυτό θα το καταλάβουμε: το αγαθό και το πονηρό είναι αντίθετα το ένα με το άλλο και δεν μπορούν να υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο ή και τα δύο μαζί. [...] Έπειτα, ποιός είναι αυτός που καθορίζει το χώρο του καθενός; γιατί δεν μπορούν να συνυπάρξουν και να συμβιβαστούν από μόνα τους [...] Αν λοιπόν κάποιος άλλος όρισε το χώρο του καθενός, τότε εκείνος είναι ο Θεός. [...] Και τότε δεν θα υπάρχουν δύο, αλλά τρεις αρχές. Είναι επίσης ανάγκη είτε να έχουν ειρήνη αναμεταξύ τους, πράγμα αδύνατο για το κακό (γιατί η ειρήνη δεν είναι κακό), ή να μάχονται, πράγμα αδύνατο για το καλό (γιατί αυτό που μάχεται δεν μπορεί να είναι εντελώς αγαθό) [...] Επομένως υπάρχει μία μόνο αρχή αγαθή, και απαλλαγμένη από κάθε κακία.

»Αλλά εάν είναι έτσι, από πού προέρχεται το κακό; διότι είναι αδύνατο το κακό να γεννάται από το αγαθό. Λέμε λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η στέρηση του αγαθού και η εκτροπή από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν, γιατί κανένα κακό δεν είναι φυσιολογικό. Και τούτο, επειδή όσα δημιούργησε ο Θεός, τα έκανε καλά λίαν. [...] Διότι κατά φύση σημαίνει ότι όλα δουλεύουν και υπακούουν στον Δημιουργό. Όταν όμως εκουσίως κάποιο από τα κτίσματα αυθαδιάσει και παρακούσει τον δημιουργό του, συνιστά μέσα του την κακία. Γιατί η κακία δεν είναι κάποια ουσία, ούτε ιδίωμα κάποιας ουσίας, αλλά κάποιο γεγονός (συμβεβηκός), δηλαδή η εκούσια εκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση, το οποίο είναι η αμαρτία. Κι από πού λοιπόν προέρχεται η αμαρτία; Είναι εύρημα της αυτεξούσιας βούλησης του διαβόλου. Δηλαδή ο διάβολος είναι κακός; Όπως δημιουργήθηκε, δεν ήταν κακός αλλά αγαθός, διότι κτίσθηκε από τον Θεό ως άγγελος λαμπρός και φωτεινός, αυτεξούσιος ως λογικό ον, και εκουσίως αποσκίρτησε από την κατά φύσιν αρετή και βρέθηκε στο σκοτάδι της κακίας, εφόσον απομακρύνθηκε από τον Θεό, που είναι ο μόνος αγαθός και φωτοποιός. Διότι από τον Θεό κάθε αγαθό αγαθύνεται και όσο απομακρύνεται από τον Θεό κατά την προαίρεσή του, τόσο βρίσκεται στο κακό»[6].

Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους, αδελφοί χριστιανοί. Ανάλογα, δηλαδή, με την προαίρεσή μας είναι και τα έργα μας, πραγματώνοντας την αρετή ή την κακία. Το παράδειγμα του δαιμονισμένου και η κατάληξη των χοίρων μάς δείχνουν ότι η κακία είναι ροπή αυτοκαταστροφική, που οδηγεί στην απώλεια. Κι αν ο Θεός δεν επεμβαίνει αποτρεπτικά ή τιμωρητικά, αυτό συμβαίνει επειδή είναι μακρόθυμος και περιμένει την επιστροφή μας στο θέλημά του, δηλαδή την αληθινή μετάνοια. Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί, ώστε με την χάρη του Θεού να βαδίζουμε τον δρόμο των εντολών του σε κάθε βήμα της ζωής μας. Αμήν.

π. Χ.Β.

 

[1]    Λουκ. στ’ 31-36.

[2]     Στρωματεῖς.

[3]    Λουκ. η’ 5-15.

[4]     Παρ. 18.19

[5]     Ματθ. ιη’ 20.

[6]. Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έκφρασις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως.

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας Back To Top