Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

4 Νοεμβρίου 2018

 

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στον πλούσιο και στον φτωχό Λάζαρο. Ο Χριστός διδάσκει με παραβολές, με παραδειγματικές ιστορίες για να ερμηνεύσει στους ανθρώπους τα δύσκολα και δυσερμήνευτα μεγαλεία της Βασιλείας του Θεού. Στην παραβολή, αρχικά περιγράφει τις ανέσεις ενός πλουσίου και τις αντιξοότητες του φτωχού Λαζάρου. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι εκπροσωπούν έκαστος την τάξη στην οποία ανήκει, δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους, δεν συμβαίνει κάτι στον κάθε ένα σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, αλλά σχετίζονται και γνωρίζονται. Στη συνέχεια η παραβολή μας μεταφέρει την εικόνα της συναντήσεώς τους μετά θάνατον.

Στην επίγεια ζωή, ο πλούσιος ντυνόταν με ακριβά ενδύματα και ζούσε με μεγάλη πολυτέλεια. Ο φτωχός Λάζαρος βρισκόταν δίπλα στην θύρα του πλουσίου, γεμάτος πληγές, προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Ήταν τόση η κατάντια του φτωχού Λαζάρου ώστε, ακόμη και τα σκυλιά ερχόταν και έγλυφαν τις πληγές του. Αυτή ήταν η πραγματικότητα της επίγειας ζωή των δύο αυτών ανθρώπων.

Για την περιγραφή της επίγειας ζωής έχουμε να παρατηρήσουμε μερικά σημεία. Το Ευαγγέλιο μας λέει ότι ο πλούσιος ντυνόταν με πορφύρα και βύσσο. Ήταν τα ακριβότερα ενδύματα της εποχής. Η πορφύρα ήταν το ακριβό χρώμα, το οποίο κατασκευαζόταν από κογχύλια και με το οποίο έβαφαν τα ακριβά υφάσματα. Βύσσος ονομαζόταν τα πολύτιμα λινά υφάσματα τα οποία είχαν προέλευση τις Ινδίες. Η πολυτέλεια στην οποία ζούσε ο πλούσιος, δεν ήταν πρόσκαιρη, αλλά καθημερινή και δηλώνει την ασπλαχνία του και την αδιαφορία του προς τον συνάνθρωπο.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, ενώ αναφέρεται το όνομα του φτωχού, ήταν ο Λάζαρος, το όνομα του πλουσίου παραμένει άγνωστο, δεν αναφέρεται από τον Χριστό. Για ποιά αιτία ο Χριστός αποσιωπά το όνομα του πλούσιου και φανερώνει το όνομα του φτωχού; Διότι θέλει να δείξει ότι είναι ανάξια, για την Μνήμη του Θεού, τα ονόματα των πονηρών ανθρώπων και άξια των δικαίων.

Η λιτή περιγραφή της ζωής του φτωχού Λαζάρου μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ήταν άστεγος, πεινασμένος και ασθενής. Άστεγος αφού δεν βρισκόταν σπίτι του, αλλά περίμενε δίπλα στην πύλη του πλούσιου, πεινασμένος αφού περίμενε να χορτάσει από τα ψίχουλα και ασθενής αφού είχε πληγές τις οποίες έγλυφαν οι σκύλοι. Το θαυμαστό γεγονός είναι ότι παρόλη τη δυστυχία του, δεν καταφέρθηκε εναντίον του Θεού, ούτε κατηγόρησε την ασπλαχνία του πλούσιου, αλλά παρέμεινε υπομονετικός όπως ο Ιώβ. Αυτή είναι η περιγραφή της επίγειας κατάστασης των δύο αυτών ανθρώπων.

Η μεταφορά από την επίγεια φάση στην μεταθανάτια κατάσταση περιγράφεται με λιτό, αλλά διδακτικό τρόπο. Και οι δύο πέθαναν σχεδόν μαζί. Ο θάνατος δεν διαχωρίζει πλούσιους και φτωχούς. Αυτό θέλει να διδάξει το Ευαγγέλιο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος θανάτου για τους πλουσίους και άλλος για τους φτωχούς. Ο φτωχός πέθανε και μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ. Ο πέθανε και αυτός και ετάφη. Η κατάσταση της μεταθανάτιας ζωής διακρίνεται ήδη από την πρώτη περιγραφή. Ο φτωχός μεταφέρεται με Αγγέλους, ενώ ο πλούσιος απλώς ετάφη, για να δηλώσει ότι ο πλούσιος δεν θα απολύσει την μακαριότητα. Ο φτωχός βρίσκεται στην αγκαλιά του Αβραάμ και λέει το Ευαγγέλιο για αγκαλιά, όπως το πλοίο μετά από θαλασσοταραχή, ησυχάζει στο λιμάνι.

Τότε τί συμβαίνει; Ποιά έκπληξη περιμένει τον πλούσιο; Στον άδη όπου βασανιζόταν ο πλούσιος, σηκώνει τα μάτια του και βλέπει από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του. Τότε ζήτησε ο πλούσιος από τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο να βουτήξει το δάκτυλό του στο νερό και να δροσίσει λίγο την γλώσσα του διότι υπέφερε στην φλόγα του άδη. Δεν ζητάει ποσότητα ύδατος, παρά μόνο μια σταγόνα που θα μπορούσε να κρατήσει το δάκτυλο. Όπως ο Λάζαρος έτρωγε μόνο ψίχουλα, έτσι τώρα ο πλούσιος θέλει να δροσιστεί μόνο με σταγόνα. Και αυτό διότι όταν πάσχουμε υπερβολικά και η μικρότερη παρηγοριά λογίζεται μεγάλη. Ο Αβραάμ όμως αφού τον αποκάλεσε «παιδί μου» του εξήγησε ότι απόλαυσε τα αγαθά του στην ζωή του και ο Λάζαρος τα κακά. Τώρα υποφέρει ο πλούσιος ενώ παρηγορείται ο Λάζαρος. Παρόλο που ο πλούσιος δεν ήταν άξιος να ονομάζεται παιδί του Αβραάμ, εν τούτοις τον ονομάζει ο Αβραάμ παιδί του για να δείξει την ευσπλαχνία του Θεού, ακόμη και τότε στην κατάσταση της κολάσεως. Επιπλέον, μεταξύ τους υπάρχει μεγάλο χάσμα ώστε να μην μπορούν να περάσουν από την μία πλευρά στην άλλη. Για να μη νομίσει όμως κάποιος ότι το Ευαγγέλιο καταφέρεται σε κείνους που έχουν αγαθά, λέει ότι ο πλούσιος απόλαυσε, όχι τα αγαθά γενικώς, «απέλαβες τα αγαθά», διότι αυτά θα μπορούσαν να τον δικαιώσουν εάν τα διαχειριζόταν σωστά και με ευσπλαχνία, αλλά λέει «απέλαβες τα αγαθά σου», δηλαδή εκείνα που θα μπορούσες να δώσεις στους φτωχούς, όμως τα κατανάλωσες μόνος σου.

Τότε για πρώτη φορά φαίνεται ο πλούσιος σπλαχνικός στους συγγενείς του και παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να τους πει να μετανοήσουν. Ο Αβραάμ όμως εξηγεί ότι αφού δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους Προφήτες, ούτε τον Λάζαρο θα ακούσουν. Και πράγματι αυτό συνέβη, διότι όταν ο συνονόματος με τον φτωχό της παραβολής, Λάζαρος και φίλος του Χριστού, όταν αναστήθηκε, δεν μετανόησαν οι διώκτες του Χριστού και ήθελαν πάλι να τον θανατώσουν. Αλλά και κατά την Σταύρωση του Χριστού σηκώθηκαν πολλοί κεκοιμημένοι άγιοι και μετά την ανάσταση εμφανίσθηκαν στους δικούς τους, κι όμως και πάλι ο ιουδαίοι δεν πίστευσαν και καταδίωκαν τους Αποστόλους. Και ο Ίδιος ο Χριστός όταν αναστήθηκε, άλλοι απίστησαν, άλλοι δίστασαν, άλλοι νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα.

Συνεπώς, αυτό που μας διδάσκει η παραβολή είναι η πίστη στον Αναστάντα Χριστό και όχι η προσκόλληση στην υλοκρατία και στην αθεΐα. Αυτό που μαστίζει σήμερα την κοινωνία μας είναι η ανθρωπιά εξ αιτίας της αθεΐας και της υλολατρίας. Ο άνθρωπος για να καταστεί ελεύθερος οφείλει να αποτινάξει από πάνω του τα δεσμά και την εξάρτηση από τη ύλη και να μάθει να ζει ανθρώπινα και αγαπητικά. Μόνο τότε θα μπορέσει να βιώσει την πληρότητα της ζωής, την παρουσία του Θεού και την στοργή του συνανθρώπου αδελφού. Μόνο με τον Θεό κατανοείται ο σωστός και γνήσιος ανθρωπισμός.

 

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

11 Νοεμβρίου 2018

 

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή του Καλού Σαμαρείτη θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες για την κατήχηση των πιστών. Η Εκκλησία μας, όπως και σε άλλες παραβολές, δίνει ιδιαίτερη προσοχή, αφού τα νοήματα τα οποία λαμβάνουμε είναι σπουδαία για την πνευματική μας ανάταση. Αφορμή για να ειπωθεί αυτή η παραβολή από τον Χριστό στάθηκε η σχολαστική απορία ενός νομικού, ενός ανθρώπου ο ποίος ήταν σχολιαστής του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άνθρωπος του νόμου συναντά τον Θεό της Χάριτος. Συζητούν για το πώς κληρονομεί κάποιος την αιώνια ζωή, η οποία κληρονομείται με την αγάπη στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Αφού, όπως φαίνεται από την ευαγγελική διήγηση, συμφώνησε ο νομικός με τον Χριστό, κάτι δεν μπόρεσε να καταλάβει και να αποσαφηνίσει. Αυτό που δεν μπόρεσε να καταλάβει, είναι η φράση του Χριστού, να αγαπήσει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Και ο νομικός καταθέτει την σχολαστική του ερώτηση, ποιός είναι ο πλησίον.

Ο Χριστός βρίσκει ευκαιρία να απαντήσει με παραβολή, με την γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Ένα άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές οι οποίοι αφού τον έγδυσαν και τον τραυμάτισαν τον άφησαν μισοπεθαμένο. Με αυτή την περιγραφή ο Χριστός θέλει να δηλώσει το πλήγμα που δέχθηκε η ανθρωπότητα από τον δαίμονα και από τους ανθρώπους που υπηρετούν τις αμαρτωλές καταστάσεις και καταφέρονται εναντίον της ανθρωπότητας. Αδικίες, κλεψιές, πόλεμοι, φτώχεια, ανέχεια, άνθρωποι οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους συνανθρώπους και μεθοδεύουν με πονηριά την ατίμωση της ανθρωπότητας. Όλοι αυτοί είναι οι ληστές, οι οποίοι άφησαν την ανθρωπότητα μισοπεθαμένη, να φυτοζωεί και να περιμένει το τέλος της.

Πεσμένος ο άνθρωπος της παραβολής σε τέτοια κατάσταση, συμβαίνει να διέλθουν από εκείνο το μέρος κάποιοι περαστικοί. Ο πρώτος ήταν ένας ιερέας ο οποίος μόλις είδε τον μισοπεθαμένο από τα χτυπήματα των ληστών, προσπέρασε και δεν έδωσε σημασία. Το ίδιο ακριβώς ακολούθησε και ο επόμενος διερχόμενος ο οποίος ήταν ένας λευίτης. Και οι δύο ήταν άνθρωποι επιφανείς. Και οι δύο δεν έδωσαν σημασία στον άνθρωπο που είχε ανάγκη. Με τον ιερέα, ο Χριστός θέλει να δείξει ότι όσες θρησκείες πέρασαν από τη ανθρωπότητα, μάταια προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να σώσουν την ανθρωπότητα. Το ίδιο και οι πολιτικές καταστάσεις και τα πολιτεύματα, τα οποία εκπροσωπούνται από τον λευίτη. Κανείς δεν μπόρεσε να σώσει την ανθρωπότητα.

Ο επόμενος που ήρθε ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή άνθρωπος με διαφορετική εθνότητα, ξένος και άσχετος. Ο Σαμαρείτης τον σπλαχνίστηκε, τον πλησίασε, του έδεσε τα τραύματα και τα άλειψε με λάδι και κρασί, τον μετέφερε με το δικό του ζωντανό και τον περιποιήθηκε πηγαίνοντάς τον σε ένα πανδοχείο. Την επόμενη ημέρα πλήρωσε τον ξενοδόχο και του είπε να περιποιηθεί τον άνθρωπο και ότι χρειαστεί παραπάνω, όταν επιστρέψει θα τον πληρώσει.

Ποιός είναι ο Σαμαρείτης; Είναι ο Χριστός ο Ίδιος. Ήταν ξένος ο Χριστός προς την ανθρωπότητα. Ο Χριστός ως Θεός, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να την σώσει και να την αναστήσει. Τα τραύματα τα περιποιήθηκε με λάδι και κρασί. Το λάδι και το κρασί είναι τα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας, το έλαιον του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, του Ευχελαίου και ο οίνος της Θείας Λειτουργίας, της Θείας Ευχαριστίας. Το ότι ανέβασε επάνω σε δικό του ζώο και μετέφερε τον άνθρωπο, είναι η πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως, που ο Χριστός ανέλαβε, «φορτώθηκε» την ανθρωπότητα για να την σώσει. Πανδοχείο είναι η Εκκλησία η οποία δέχεται τον άνθρωπο και τον περιθάλπει.

Ο Χριστός θα ξανάρθει, θα επιστρέψει. Αυτό λέει στον ξενοδόχο, «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με», θα ξανάρθω. Είναι η προσδοκία της Εκκλησίας για την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Αυτή την πίστη και προσδοκία την οποία διετύπωνε η πρωτοχριστιανική Εκκλησία. Την ίδια Πίστη και προσδοκία ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης».

Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη είναι κατεξοχήν μια λειτουργική διδασκαλία, η οποία ερμηνεύει στους πιστούς την διδασκαλία της Εκκλησίας περί του Χριστού, της Εκκλησίας Του και των Μυστήριων. Για την αιώνιο ζωή και την σωτηρία δεν αρκεί κάποιος να συμφωνεί με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά και να συμμετέχει ως μέλος στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι που δεν λειτουργούνται, που μένουν αλειτούργητοι, μπορεί να θεωρούνται χριστιανοί, αλλά δεν είναι μέλη της Εκκλησίας. Άλλο πράγμα να είσαι χριστιανός και να συμφωνείς, και άλλο να είσαι μέλος του σώματος του Χριστού, μέλος της Εκκλησίας και για να είσαι μέλος, κληρονόμος της αιωνίου ζωής, αυτό κατορθώνεται με τη συμμέτοχη στη λειτουργική και προσευχητική ζωή της Εκκλησίας. Έτσι καθίσταται ο άνθρωπος μέλος του Σώματος του Χριστού.

 

 

 

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

18 Νοεμβρίου 2018

 

Η παραβολή του άφρονος πλουσίου ολοκληρώνεται με την φράση του Χριστού, «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω», δηλαδή εκείνος που έχει αυτά για να ακούει, ας ακούει. Η Εκκλησία δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις αισθήσεις του ανθρώπου. Λένε οι πατέρες της Εκκλησίας ότι οι αισθήσεις είναι οι πύλες της ψυχής και μέσα από τις αισθήσεις, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα μεγαλεία του Θεού. Μέσα στον Ιερό Ναό αξιοποιούνται όλες οι αισθήσεις. Η όραση με την εικονογραφία, η γεύση με την Θεία Κοινωνία, η όσφρηση με το θυμίαμα, η αφή με το σημείο του Σταυρού. Έτσι και η ακοή με τους ύμνους και τη διδασκαλία. Όλοι οι άνθρωποι έχουν αυτιά για να ακούνε, όμως δεν ωφελούνται όλοι από όσα ακούνε. Μπορεί να ακούνε δίχως να δίνουν σημασία στα λεγόμενα. Γι’ αυτό ο Χριστός επισημαίνει ότι δεν αρκεί κάποιος να έχει αυτιά να ακούει, αλλά να προσέχει και να δίνει σημασία στα νοήματα και στο περιεχόμενο εκείνων τα οποία ακούει.

Ο Χριστός με την παραβολή, μας μεταφέρει στην χώρα ενός πλουσίου όπου είχε καρποφορία και τότε ο πλούσιος σκέφθηκε να μαζέψει τους καρπούς και αφού γκρεμίσει τις παλιές αποθήκες να χτίσει καινούριες για να χωρέσουν την πλούσια συγκομιδή και είπε στην ψυχή του να απολαμβάνει όλα αυτά τα αγαθά για πολλά χρόνια. Τότε ο Θεός είπε στον πλούσιο ότι την ίδια νύχτα να περιμένει τον θάνατό του. Και αφού ο πλούσιος πρόκειται να πεθάνει, όλα αυτά που ετοίμασε για ποιόν προορίζονται; Αυτή είναι η απλή σε διήγηση, αλλά πλούσια σε νοήματα και περιεχόμενο παραβολή του άφρονος πλουσίου.

Το γεγονός ότι, δεν καρποφόρησαν μόνο τα χωράφια του πλούσιου, αλλά όλη η χώρα, δηλώνει ότι πολλοί στη χώρα αυτοί ωφελήθηκαν, αλλά μόνο αυτός αποφάσισε να αποθηκεύσει μόνο για τον εαυτό του. Η παραβολή επισημαίνει ότι ο Θεός προσφέρει τα αγαθά Του για όλους τους ανθρώπους. Ότι ανατέλλει τον ήλιο για πονηρούς και αγαθούς και βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους. Ο πλούσιος σκέφθηκε τον εαυτό του και όχι τον συνάνθρωπο.

Αφού λοιπόν πλούτισε ακόμη περισσότερο, γεννιέται η απορία, τι να κάνει το παραπάνω που απέκτησε, «τί ποιήσω;». Αντί για ευτυχία, έρχεται η απορία και πολλές φορές η αγωνία για το τι θα κάνει τα πλούτη του. Για να επέλθει δικαιοσύνη στον κόσμο, θα μπορούσε να τα «αποθηκεύσει» στα πεινασμένα στόματα και στα σπίτια των φτωχών. Όμως σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και αποφασίζει κάτι διαφορετικό από το να τα μοιραστεί με τον συνάνθρωπο που βρίσκεται σε ανέχεια. Θα γκρεμίσει τις παλιές αποθήκες του, που δεν χωράνε τη νέα εσοδεία και θα ανοικοδομήσει καινούριες, μεγαλύτερες κι εκεί θα αποθηκεύσει τους καρπούς του. Ο πλούσιος έτσι καταδεικνύει το πρώτο του πάθος το οποίο είναι η πλεονεξία. Είχε ήδη πολλά και τώρα ακόμη περισσότερα και τα οποία τα κρατάει μόνο για τον εαυτό του.

Αφού ανεγείρει τις νέες αποθήκες και θα συνάξει εκεί όλο τον πλούτο, τότε θα μιλήσει με τον εαυτό του και θα πει στην ψυχή του ότι έχει πολλά αγαθά για πολλά χρόνια, οπότε μπορεί να ξεκουράζεται, να τρώει να πίνει και να διασκεδάζει. Ο πλούσιος δεν μιλάει με άλλον άνθρωπο. Θα μπορούσε να πει τα ίδια σε κάποιον φίλο του, να περιγράψει το πόσο θα καλοπεράσει, αλλά ούτε κι αυτό κάνει, μιλάει μόνος του, παραμιλάει. Τόσο πολύ αποξενώνεται και απομονώνεται ο υλιστής άνθρωπος, όπου ξεχνάει τον υπόλοιπο κόσμο και κλείνεται στον εαυτό του, δεν μιλάει με κανέναν άλλο παρά μόνο με την ψυχή του, με τον εαυτό του. Το τραγικό είναι ότι υπόσχεται στον εαυτό του, όχι μόνο ύλη, την οποία έχει μπροστά του και είναι κάτι υπαρκτό για εκείνη τη στιγμή, αλλά υπόσχεται και κάτι πολύ αβέβαιο και άπιαστο. Υπόσχεται χρονική διάρκεια, δεσμεύεται για το μέλλον, είναι σίγουρος ότι όλα αυτά θα τα απολαμβάνει στο μέλλον, για χρόνια πολλά!

Και τότε αρχίζει ο διάλογος για πρώτη φορά μέσα στην παραβολή. Του μιλάει ο Θεός. Δεν τον καλεί με το όνομά του, δεν γνωρίζουμε το όνομα του πλούσιου. Τον χαρακτηρίζει άφρονα, άμυαλο και του εξηγεί ότι το ίδιο βράδυ ζητάνε την ψυχή του, ότι θα πεθάνει. Ποιοί είναι αυτοί που ζητάνε την ψυχή του; Είναι οι δαίμονες που υποδουλώνουν την ψυχή του ανθρώπου στην ύλη και στην αμαρτία. Και αφού ζητάνε την ψυχή του, έρχεται και το ερώτημα, όλα αυτά που ετοίμασε για ποιόν προορίζονται; Εδώ παρουσιάζεται το οντολογικό ζήτημα της ζωής του ανθρώπου. Η αξιοποίηση της βιοτής του ανθρώπου. Εάν έζησε με σκοπό την πορεία προς τον Θεό ή εάν προσκολλήθηκε στην υλη του κόσμου τούτου και έγινε δούλος του υλισμού και του εγωισμού.

Το Ευαγγέλιο δεν καταδικάζει την ύλη και την χρηστικότητά της, αλλά την κατάχρηση εις βάρος του ίδιου του ανθρώπου ο οποίος υποδουλώνεται σε αυτήν και την αδικία που προξενεί με το να στερήσει τα αγαθά από τους ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη.

 

 

 

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

25 Νοεμβρίου 2018

 

Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή διαβάζουμε ότι πλησίασε κάποιος τον Χριστό και Του είπε· διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται ευσεβής και ήθελε να μάθει από τον Χριστό για την αιώνια ζωή. Ο Χριστός του απαντά ότι κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός. Γιατί ο Χριστός του έδωσε αυτή την απάντηση, λέγοντάς του ότι κανείς δεν είναι αγαθός; Διότι ο άνθρωπος Τον πλησίασε σαν να τον θεώρησε απλό άνθρωπο έναν από τους πολλούς και δάσκαλο των Ιουδαίων και όχι ο Θεό. Όταν ο Χριστός του επισημαίνει ότι κανείς δεν είναι αγαθός, δεν το λέει με σκοπό να αποκλείσει τον Εαυτό του από το να είναι αγαθός, ούτε το λέει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά για να δείξει το μεγαλείο της αγαθότητας του Θεού. Για τον λόγο αυτό πρόσθεσε ότι  μόνο ένας είναι αγαθός, ο Θεός. Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» διότι δεν ήθελε να φανερώσει τον Εαυτό του στον άρχοντα που τον ρωτά.

Ποια ανάγκη υπήρχε και ποια ωφέλεια θα αποκόμιζε ο άρχοντας, ώστε να απαντήσει ο Χριστός κατ’ αυτόν τον τρόπο; Ο Χριστός πριν του απαντήσει, τον ανεβάζει πνευματικά και τον διδάσκει να απαλλαγεί πρώτον από την κολακεία και αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα, τον προτρέπει να ζητεί τα ουράνια αγαθά ώστε να γνωρίσει Εκείνον που πράγματι είναι αγαθός. Ο άρχοντας ήταν προετοιμασμένος να ακούσει τις συμβουλές του Χριστού. Γι’ αυτό ρωτάει τι να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Δεν είχε σκοπό να πειράξει τον Χριστό, αλλά να τον ακούσει, γι’ αυτό και φεύγει καταλυπημένος από την απάντηση, πράγμα που αποτελεί απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με ευσέβεια, όμως κυριευμένος από το φοβερό πάθος του υλισμού.

Όταν ο Χριστός του είπε εάν θέλει να εισέλθει στην αιώνια ζωή, να τηρήσει τις εντολές, ο άνθρωπος απαντά ότι τις τηρεί από την νεανική του ηλικία. Ο Χριστός όμως, επειδή επρόκειτο να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα. Του λέγει να πάει να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα μοιράσει στους φτωχούς και θα έχει θησαυρό στους ουρανούς και να Τον ακολουθήσει. Αυτά είναι τα βραβεία για τον αγώνα. Επειδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα, τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσον είναι ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. Θησαυρό ονόμασε τη μεγαλοδωρία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει την μονιμότητα και την ασφάλειά της, όπως δηλαδή ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα. Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά του και να είναι έτοιμος ακόμη και για το μαρτύριο.

Ο άνθρωπος όμως όταν άκουσε αυτά, έφυγε λυπημένος διότι ήταν πολύ πλούσιος. Και όσο γίνεται περισσότερη η περιουσία τόσο γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος για τα χρήματα. Τότε βλέποντας ο Χριστός την λύπη αυτού του ανθρώπου εξηγεί το πόσο δύσκολα θα εισέλθουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών, κατηγορώντας όχι τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης. Διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς, πόσο άδικο είναι το να παίρνει κανείς και τα πράγματα των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε; Με σκοπό να τους διδάξει να μην ντρέπονται την φτώχια τους.

Αφού τους είπε για την δυσκολία, στη συνέχεια τονίζει ότι είναι και αδύνατο, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλου και της βελόνης. Ευκολότερο είναι να περάσει μία κάμηλος από την τρύπα της βελόνας, παρά να εισέλθει ο πλούσιος στην Βασιλεία των Ουρανών. Αποδεικνύεται με αυτό ότι δε θα είναι τυχαία η αμοιβή εκείνων που ενώ είναι πλούσιοι, έχουν τη δυνατότητα να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δείξει δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή χάρη από μέρους του Θεού εκείνος που πρόκειται να το κατορθώσει αυτό. Επειδή λοιπόν ρώτησαν οι μαθητές του για το ποιός θα σωθεί, είπε ότι για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, για τον Θεό όμως τα πάντα είναι δυνατά.

Αναλογιζόμενοι όλα αυτά, ας βγάλουμε από μέσα μας την πονηρή επιθυμία της διαρκούς απόκτησης πλούτου και ύλης, αφού μας στερεί την αιώνια ζωή και στην τωρινή ζωή μας γεμίζει με άγχος, μέριμνες, στενοχώρια, προβλήματα και ελεύθεροι από κάθε περιττή βιοτική μέριμνα, να απολαύσουμε τα αιώνια αγαθά.

π. N.Μ.

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας Back To Top