ΜΗΝΥΜΑ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ

Επί τη Εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας 

        Αγαπητοί αδελφοί,

Οἱ ὕ­μνοι τῆς σημερινής μεγάλης ἡμέρας, οἱ πα­νη­γυ­ρι­κές λει­τουρ­γί­ες σέ ὅ­λους τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Να­ούς, ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ «Συ­νο­δι­κοῦ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας», κα­θώς καί οἱ θρι­αμ­βευ­τι­κές λι­τα­νεῖ­ες τῶν Ἱ­ε­ρῶν Εἰ­κό­νων, ἐ­ντός ἤ καί ἐ­κτός τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Να­οῦ, ἀ­νά­με­σα στίς ὁ­ποῖ­ες πρω­τεύ­ου­σα θέ­ση ἔ­χει ἡ «Ἄ­χρα­ντος» Εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ, τήν ὁ­ποί­α κα­λού­μα­στε νά προ­σκυ­νή­σου­με μέ πί­στη βα­θει­ά καί μέ δι­ά­θε­ση εἰ­λι­κρι­νοῦς με­τα­νοί­ας, προσ­δί­δουν στήν ἑ­ορ­τή αὐ­τή ἕ­να ξε­χω­ρι­στό τό­νο πνευ­μα­τι­κῆς χα­ρᾶς καί εὐ­φρο­σύ­νης πού ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔ­χει ζυ­μω­θεῖ μέ τήν ζω­ή καί τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ λα­οῦ μας.

            Μέ­σα ἀ­πό αὐ­τή τήν ἀ­πό­λυ­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἑ­ορ­τή κα­τα­δει­κνύ­ε­ται σα­φῶς ποι­ά εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α πού πα­νη­γυ­ρί­ζου­με. Δέν πρό­κει­ται γι­ά μι­ά ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἤ γι­ά κά­ποι­ο κοι­νω­νι­κό ἤ φι­λο­σο­φι­κό σύ­στη­μα ἤ γι­ά μι­ά ἐ­γκό­σμι­α πο­λι­τι­κή πού ἐ­πε­κρά­τη­σε καί θρι­αμ­βο­λο­γεῖ γι­ά τήν συ­ντρι­βή τῶν ἀ­ντι­πά­λων της - ἐν προ­κει­μέ­νῳ τῶν εἰ­κο­νο­μά­χων πού ἐ­πί ἕ­να καί πλέ­ον αἰ­ῶ­να τα­λαι­πώ­ρη­σαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὄ­χι! Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι ὁ νέ­ος τρό­πος ζω­ῆς καί ὑ­πάρ­ξε­ως πού εἰ­σή­χθη στήν ἱ­στο­ρί­α μέ τήν Σάρ­κω­ση, τήν Σταύ­ρω­ση καί τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Αἰ­ώ­νι­ου Λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό καί μα­κα­ρί­ζο­νται τήν μέ­ρα αὐ­τή οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Μάρ­τυ­ρες, οἱ Πα­τέ­ρες ἀλ­λά καί οἱ Πι­στοί ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς δι­έ­σω­σαν καί μᾶς πα­ρέ­δω­σαν ἀ­νό­θευ­τη τήν ἀ­λή­θει­α τῆς πί­στε­ως, τόν τρό­πο ζω­ῆς δη­λα­δή πού μό­νο αὐ­τός μᾶς ὁ­δη­γεῖ μέ ἀ­σφά­λει­α στήν σω­τη­ρί­α καί τήν θέ­ω­ση.

            Γι­ά τόν λό­γο αὐ­τό προσ­λαμ­βά­νει ἡ ἑ­ορ­τή αὐ­τή ἐ­κτός τοῦ πα­νη­γυ­ρι­κοῦ καί θρι­αμ­βευ­τι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα της καί μι­ά προ­σω­πι­κή ση­μα­σί­α καί ἀ­ξί­α γι­ά ὅ­λους πού εἴ­μα­στε μέ­λη τῆς Ἁ­γί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ὁ­ποί­α οὐ­σι­α­στι­κά ταὐ­τί­ζε­ται μέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας γι­α­τί κα­τά τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες μας, Ἐκ­κλη­σί­α, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ὀρ­γα­νι­κά ἑ­νω­μέ­να, ἀ­φοῦ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶναι ἡ ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἡ ὀρ­θή πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἡ προ­σω­πι­κή αὐ­τή ἀ­ξί­α καί ση­μα­σί­α, ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρα τι­μη­τι­κή γι­ά ὅ­λους ἐ­μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Χρι­στι­α­νούς, με­τα­φρά­ζε­ται σέ μι­ά βα­ρύ­τα­τη εὐ­θύ­νη καί ἕ­να χρέ­ος ἱ­ε­ρό γι­ά τήν ἀ­τα­λά­ντευ­τη προ­σή­λω­σή μας σ’ αὐ­τήν (τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α δη­λα­δή) καί ὡς δι­δα­σκα­λί­α καί ὡς ζω­ή.

            Καί ὡς πρός τό πρῶ­το σκέ­λος Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στι­α­νός ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­μαι ἐ­ντα­γμέ­νος ὀρ­γα­νι­κά στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πού κε­φα­λή ἔ­χει τόν Χρι­στό. Ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­μαι ὁ­πλί­της «πα­ρα­τά­ξε­ως Κυ­ρί­ου» καί ἄ­ρα μέ­λος τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας Του. Ση­μαί­νει ὅ­τι βι­ώ­νω τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὁ­ποί­α ὅ­πως δι­δά­σκει ὁ ἱ­ε­ρός Αὐ­γου­στῖ­νος εἶ­ναι «ὁ Χρι­στός ὁ με­θ’ ἠ­μῶν ὤν καί εἰς τούς αἰ­ῶ­νας πα­ρα­τει­νό­με­νος», ὡς κι­βω­τό τῆς σω­τη­ρί­ας, ὄ­χι γε­νι­κά καί ἀ­ό­ρι­στα, ἀλ­λά τῆς προ­σω­πι­κῆς μου σω­τη­ρί­ας, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται κα­τά τρό­πο αὐτονομημέ­νο καί ἀ­το­μι­στι­κό ἀλ­λά πά­ντο­τε, ὅ­πως σημειώνει ὁ μα­κα­ρι­στός π. Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς «σύν πᾶ­σι τοῖς Ἁ­γί­οις, μέ τήν βο­ή­θει­αν καί τήν κα­θο­δή­γη­σή τους, δι­ά μέ­σου τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων καί τῶν ἁ­γί­ων ἀ­ρε­τῶν ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Ση­μαί­νει ἐ­πί­σης ὅ­τι ἔ­χω τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πι­στεύ­ω δη­λα­δή ἁ­πλά καί τα­πει­νά ὅ­πως καί ὅ,τι πι­στεύ­ει καί δι­δά­σκει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὁ­ποί­α δι­ε­φύ­λα­ξε τήν πί­στη αὐ­τή κα­θα­ρή καί γνή­σι­α δι­ά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων καί γι­ά τήν ὁ­ποί­α θά δι­α­λα­λή­σου­με αὔ­ρι­ο: «Αὕτη ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὕ­τη ἡ πί­στις τῶν Πα­τέ­ρων, αὕ­τη ἡ πί­στις τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, αὕ­τη ἡ πί­στις τήν Οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξε». Ση­μαί­νει τέ­λος ὅ­τι ζῶ τήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­να­πνέ­ω μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Προ­σεύ­χο­μαι ὅ­πως προ­σεύ­χε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐκ­κλη­σι­ά­ζο­μαι καί λα­τρεύ­ω τόν Θε­ό μα­ζί μέ τούς ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς μου χρι­στι­α­νούς. Λαμ­βά­νω τήν χά­ρη καί τόν ἁ­γι­α­σμό πού με­τα­δί­δε­ται μέ τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὑ­πα­κού­ω στίς ἐ­ντο­λές τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη ἐ­μπι­στο­σύ­νη σ’ Αὐ­τήν, χω­ρίς νά πα­ρα­σύ­ρο­μαι ἀ­πό προ­σω­πι­κά ὀ­φέ­λη ἤ ἀ­δυ­να­μί­ες σέ σχί­σμα­τα, αἱ­ρέ­σεις καί ἑ­τε­ρο­δι­δα­σκα­λί­ες. Ἀ­γω­νί­ζο­μαι συ­νε­χῶς (καί τοῦ­το ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α γι­ά μᾶς τούς Κλη­ρι­κούς) νά τη­ρῶ «τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Πί­στε­ως ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης» καί νά πρε­σβεύ­ω ἀ­τα­λά­ντευ­τα ὅ­σα ἡ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων δο­γμα­τί­ζει «μη­δέν προ­στι­θείς, μη­δέν ἀ­φαι­ρῶν, μη­δέν με­τα­βάλ­λων, μή­τε τῶν δο­γμά­των, μή­τε τῶν Πα­ρα­δό­σε­ων».

            Προ­σή­λω­ση ὅ­μως στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί στήν δι­δα­σκα­λί­α της (καί προσεγγίζουμε τώρα τό δεύτερο σκέλος τῆς προσήλωσης) δέν ση­μαί­νει ἁ­πλά τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά πα­ρα­μέ­νου­με ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στα­θε­ρά καί ἀ­με­τα­κί­νη­τα στά δό­γμα­τα καί τούς θε­σμούς της, «τάς πα­ρα­δό­σεις ἀ­και­νο­το­μή­τους φυλ­λάτ­το­ντες» καί «τήν πί­στιν ἀ­σά­λευ­τον κρα­τύ­νο­ντες» (κα­τά τήν δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου). Ση­μαί­νει καί κά­τι βα­θύ­τε­ρο καί οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο: τήν βί­ω­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ὡς ὀρ­θο­πρα­ξί­ας καί τοῦ δό­γμα­τος ὡς τρό­που ζω­ῆς. Δέν ἀρ­κεῖ δη­λα­δή ἡ ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χει­α, ἀ­παι­τεῖ­ται καί ἡ προ­σω­πι­κή συ­νέ­πει­α, οὕ­τως ὥ­στε κα­τά τήν ὡ­ραι­ο­τά­τη λει­τουρ­γι­κή εὐ­χή: «πά­ντα πρός εὐ­α­ρέ­στη­σιν τήν Σήν καί φρο­νοῦ­ντες καί πράτ­το­ντες», νά εἴ­μα­στε καί ἐν τῇ πρά­ξει Ὀρ­θό­δο­ξοι.

            Ἡ ὀρ­θο­πρα­ξί­α λοι­πόν γι­ά τήν ὁ­ποί­α μι­λᾶ­με δέν ἔ­χει τήν ἔν­νοι­α μι­ᾶς χα­λα­ρῆς ἠ­θι­κι­στι­κῆς τα­κτο­ποί­η­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ἤ μι­ᾶς ἀ­ξι­ό­λο­γης κοι­νω­νι­κῆς δρά­σης χω­ρίς πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λά προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν εἰ­δο­ποι­ό δι­α­φο­ρά πού εἶ­ναι ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα, χω­ρίς τήν ὁ­ποί­α κα­τα­ντᾶ μι­ά ἀ­νού­σι­α πο­λυ­πρα­γμο­σύ­νη. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α προ­σφέ­ρει τίς εὐ­λο­γη­μέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ δι­ό­τι στήν μυ­στα­γω­γι­κή της ἀ­τμό­σφαι­ρα καλ­λι­ερ­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α καί ἐ­λεύ­θε­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, δι­α­μορ­φώ­νει τό πλαί­σι­ο γι­ά τόν ἰ­δα­νι­κό καί ὑ­γι­ῆ συν­δυ­α­σμό ἀπό αὐτόν τῆς μυ­στι­κῆς καί γό­νι­μης ἐ­νό­ρα­σης μέ τήν εἰ­λι­κρι­νῆ καί ἄ­δο­λη ἔκ­φρα­ση τῆς ἀ­γά­πης καί κα­λο­σύ­νης, πά­ντο­τε ἐν πνεύ­μα­τι τα­πει­νώ­σε­ως. Ἔ­τσι προ­σφέ­ρο­ντας ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α τήν δι­ά­στα­ση τοῦ βά­θους (μέ τήν πα­τε­ρι­κή ἔν­νοια τοῦ ὅ­ρου) ὑ­ψώ­νει τόν ἄν­θρω­πο δι­ά τῆς κα­θάρ­σε­ως καί τοῦ φω­τι­σμοῦ στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος «τῷ φωτί τῆς γνώσεως ἐλ­λαμ­πό­με­νος», ὅπως ἀναφέραμε στήν ἀρχή τῆς ὁ­μι­λί­ας, φθάνει μέ­χρι τήν θέ­ω­ση. Καί αὐ­τή ἡ δι­α­δι­κα­σί­α πού ἐπιτελεῖται, μέ­σῳ μι­ᾶς στε­νῆς προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης πρός τόν Χρι­στό, ὡς Σω­τῆ­ρα καί Λυ­τρω­τή του καί ἄ­ρα ἀ­πο­κλει­στι­κό ρυθμιστή τῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν τῆς ζω­ῆς του και ἔχει τελικό σκο­πό τήν ἁ­γι­ό­τη­τα ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κοι­νή ἀ­νη­φο­ρι­κή καί δύ­σβα­τη πο­ρεί­α ὅ­λων μας καί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­ξαι­ρε­θεῖ ἀ­πό αὐ­τή, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­μεῖς οἱ Κλη­ρι­κοί καί οἱ Μο­να­χοί πού κα­λού­μα­στε νά συν­θέ­του­με τό φω­τει­νό πρό­τυ­πο γι­ά τούς λα­ϊ­κούς ἀ­δελ­φούς μας, πα­ρά τίς ὅ­ποι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες καί τά ἐνδεχόμενα ἐ­λατ­τώ­μα­τά μας, δι­ό­τι θά εἶ­ναι τραγικό νά συμ­βαί­νει αὐ­τό γιά τό ὁποῖο αὐστηρά μᾶς ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ Ἱδρυτής καί Προ­στά­της τῆς Ἀγίας μας Ἐκ­κλη­σί­ας, Πρω­το­κο­ρυ­φαῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, νά φθά­νου­με δη­λα­δή στό θλι­βε­ρό κα­τά­ντη­μα νά εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι «ἔ­χο­ντες μόρ­φω­σιν εὐ­σε­βεί­ας, τήν δέ δύ­να­μιν αὐ­τῆς ἠρ­νη­μέ­νοι» (Β΄ Τιμ. 3,5).

            Ὁ πα­νη­γυ­ρι­κός ἑ­ορ­τα­σμός τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, μά­λι­στα ὅ­πως πο­λύ σο­φά ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ ἐ­δῶ καί πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες μέ τήν ἀ­πό κοι­νοῦ συμ­με­το­χή καί τῆς Πο­λι­τεί­ας, ἐ­πι­ση­μαί­νει με­τα­ξύ ἄλ­λων καί αὐ­τή τή δι­α­χρο­νι­κή προ­σφο­ρά τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στό Ἔ­θνος μας πού μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἀ­να­γνω­ρί­ζει αὐ­τή τήν θυ­σι­α­στι­κή προ­σφο­ρά. Συγ­χρό­νως ὅ­μως ἀ­πο­τε­λεῖ ἤ τοὐ­λά­χι­στον πρέ­πει νά ἀ­πο­τε­λεῖ γι­ά ὅ­λους μας μι­ά ἐ­ξαι­ρε­τι­κή εὐ­και­ρί­α αὐ­το­κρι­τι­κῆς καί συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­ως τῆς εὐ­θύ­νης καί τοῦ χρέ­ους μας τό­σο σέ προ­σω­πι­κό ὅ­σο καί σέ ἐ­θνι­κό ἐ­πί­πε­δο, ἀ­φοῦ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν εἶ­ναι μι­ά ἀ­νά­μνη­ση, λα­μπρή ἔ­στω, τοῦ πα­ρελ­θό­ντος, ἀλ­λά ἡ ζω­ή μας σή­με­ρα καί ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ μέλ­λο­ντος. Τί­πο­τε ἄλ­λω­στε στήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν εἶ­ναι ἁ­πλῆ ἀ­νά­μνη­ση, ἀλ­λά ὅ,τι μι­ά φο­ρά ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε δι­αι­ω­νί­ζει «ἕ­ως τῆς συ­ντε­λεί­ας τοῦ αἰ­ῶ­νος» (Ματθ. Κη΄, 20).

            Καί στό ση­μεῖ­ο τοῦ­το θά ἔ­πρε­πε νά το­νί­σου­με ὅ­τι ὅ­λον αὐ­τό τόν πνευματικό της πλοῦ­το καί τό οὐράνιο με­γα­λεῖ­ο της ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α τά ζῇ στήν πρά­ξη καί ὄ­χι μέ θε­ω­ρί­ες μέ­σα στήν Εὐ­χα­ρι­στι­α­κή Σύ­να­ξη. Μό­νο ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἔ­χει δι­α­τη­ρή­σει στό κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς της τήν Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καί τῆς ἔ­χει δώ­σει ρό­λο κα­θο­ρι­στι­κό. Σ’ αὐ­τή τήν μο­να­δι­κή σύ­να­ξη πού πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται στό ὄ­νο­μα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ εἴ­μα­στε ὅ­λοι πα­ρό­ντες, ὁ Θε­ός, οἱ Ἄγ­γε­λοι, οἱ Ἅ­γι­οι, οἱ ἄν­θρω­ποι, οἱ ζῶ­ντες καί οἱ κε­κοι­μη­μέ­νοι. Ὅ­λοι ὅ­σοι συ­ναι­σθα­νό­μα­στε τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας καί ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε μέ τα­πεί­νω­ση νά με­τα­νο­οῦ­με ἔ­μπρα­κτα καί εἰ­λι­κρι­νά. Ἔ­ξω ἀ­πό τή σύ­να­ξη αὐ­τή τῆς Ἐ­κκλη­σί­ας κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά λέ­γει ὅ­τι εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στι­α­νός, ὅ­τι πι­στεύ­ει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­γα­πᾶ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.

            Τελειώνοντας θά ἤ­θε­λα νά κλεί­σω μέ τόν ἐπίλογο μι­ᾶς ὁ­μι­λί­ας ἑ­νός σπου­δαί­ου Ἱ­ε­ράρ­χου πού γι­ά 40 χρό­νι­α ἐ­κόσμη­σε τό σε­πτό σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, τοῦ Μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Σερ­βί­ων καί Κο­ζά­νης κυ­ροῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, γι­ά νά μᾶς μεί­νει αὐ­τή ἡ παραμυθιτική καί γλυ­κει­ά γεύ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας στούς δυ­σκό­λους και­ρούς πού περ­νᾶ­με:

            «Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α! Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α! Μι­ά πο­λι­τεί­α Ἀγ­γέ­λων καί ἀν­θρώ­πων. Τό κή­ρυ­γμα τῶν Προ­φη­τῶν, ἡ πα­ρά­δο­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ἡ θεί­α λα­τρεί­α μας, ἡ ἄ­χρα­ντη εἰ­κο­νο­γρα­φί­α μας, ἡ κα­τα­νυ­κτι­κή ψαλ­μω­δί­α μας, τό κε­ρί καί τό λι­βά­νι μας, ἡ νη­στεί­α μας, ἡ με­τά­νοι­α καί ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή μας, ἡ θεί­α με­τά­λη­ψη, ἡ φτω­χή ἁ­γι­ω­σύ­νη μας κι οἱ πολ­λές μας ἁ­μαρ­τί­ες, γι­ά τίς ὁ­ποῖ­ες ζη­τᾶ­με τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α! Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α! Οἱ Ἅ­γι­οί μας, Ἀ­πό­στο­λοι, Μάρ­τυ­ρες καί Προ­φῆ­τες, Ἱ­ε­ράρ­χες, Ὅ­σι­οι καί Δί­και­οι, αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­στη­καν καί φύ­λα­ξαν τήν πί­στη· αὐ­τοί πού, πη­γαί­νο­ντας ἀ­πό τή γῆ στόν οὐ­ρα­νό, πρε­σβεύ­ουν στό Θε­ό γι­ά μᾶς, ἔ­χο­ντας ξα­πά­νω τους τήν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. Μι­ά πο­λι­τεί­α Ἀγ­γέ­λων καί ἀν­θρώ­πων, πού εἰς τό πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων ψάλ­λου­με τό ἆ­σμα, πού εἶ­ναι μα­ζί ὕ­μνος καί ὅρ­κος· «Οὐκ ἀρ­νη­σό­με­θά σε, φί­λη Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Οὐ ψευ­σό­με­θά σε, πατροπαράδοτον σέβας». Ἀμήν.

Μέ πολλή ἀγάπη ἐν Χριστῷ 

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΣ

Ο ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ


Εκτύπωση   Email