Δίκλιτο παρεκκλήσιο στόν κεντρικό ἐμπορικό δρόμο τῆς Παροικίας, τήν Ἀγορά. Τό ἕνα ἀπό τά δύο κλίτη, τό νότιο, πού τιμᾶται στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι μονόκλιτη τρουλλαία βασιλική, μέ ὀκτάπλευρο τροῦλλο. Ἡ σφενδόνη (1) τοῦ τρούλλου, παρουσιάζει, ἐσωτερικά, συνεχεῖς μικρές διακοσμητικές κόγχες. Τό βόρειο κλῖτος, πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν Ἁγ. Παρασκευή, στεγάζεται μέ ψευδόθολο. Καί τά δύο κλίτη ἔχουν κοινό ἐπιπεδόστεγο νάρθηκα. Στήν καμάρα πού συνδέει τό νάρθηκα μέ τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὑψώνεται τό μονότοξο κτιστό καμπαναριό. Ὑπάρχουν δύο εἴσοδοι. Ἡ μία βρίσκεται στή δυτική ὄψη, στόν κοινό νάρθηκα. Στό μαρμάρινο ὑπέρθυρό της (1,22Χ0,18) εἶναι χαραγμένη ἡ χρονολογία: 16 22 Ἡ δεύτερη εἴσοδος βρίσκεται στή νότια ὄψη, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πάνω ἀπό τήν ἀψίδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθοῦμε πρῶτα, ὑπάρχει μαρμάρινος φεγγίτης σέ σχῆμα ἰσοσκελοῦς διάτρητου σταυροῦ. Τέτοιους φεγγίτες συναντοῦμε καί σέ ἄλλα μεταβυζαντινά παρεκκλήσια τῆς Πάρου. Στό νεώτερο ξύλινο τέμπλο, διατηροῦνται ἀπό τό παλαιό, ὁ ἐπιχρυσωμένος σταυρός καί τά δύο λυπηρά πού στηρίζονται πάνω σέ δράκοντες, δεξιά καί ἀριστερά τοῦ σταυροῦ. Ἀπό τό παλαιό τέμπλο προέρχονται, ἐπίσης, οἱ τρεῖς εἰκόνες πού κοσμοῦν τό σύγχρονο, καθώς καί τό ξύλινο συρτό πέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης. Οἱ εἰκόνες αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Ἁγία Τριάς (0,73Χ0,86). Ἔνθρονοι ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν δεξιά καί ὁ Υἱός ἀριστερά. Στό μέσον τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς περιστερά. β) Θεοτόκος ἔνθρονη (0,49Χ0,67). καί γ) Δίζωνη εἰκόνα (0,34Χ0,84). Στήν ἐπάνω ζώνη εἰκονίζονται, ὁλόσωμοι, οἱ ἅγιοι Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων καί ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος. Στήν κάτω ζώνη, ἐπίσης ὁλόσωμοι, οἱ ἅγιοι Σπυρίδων καί Ἀθανάσιος. Καί οἱ τρεῖς αὐτές εἰκόνες εἶναι καλῆς τέχνης καί φιλοτεχνήθηκαν, πιθανῶς, στά τέλη τοῦ 17ου ἤ στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. Στό παλαιό πέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης εἰκονίζεται ὁ Μυστικός Δεῖπνος. Εἶναι εἰκόνα μέτριας τέχνης καί πολύ μεταγενέστερη τῶν ἄλλων. Ἀνήκει, πιθανῶς, στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. Μπροστά στό τέμπλο βρίσκονται δύο παλαιά μαρμάρινα κηροπήγια (μανουάλια) μέ τετραγωνικές βάσεις. Στό μέσον τοῦ μαρμάρινου δαπέδου τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Στυλιανοῦ Νικολάου Βάλληνδα (1845 - 1903), γόνου παλαιᾶς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῆς Πάρου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐπιγραφή πού εἶναι χαραγμένη στήν μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα. Στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, τό Ἱερό Βῆμα βρίσκεται δύο βαθμῖδες ψηλότερα ἀπό τό δάπεδο. Στό ἁπλό, ξύλινο, νεώτερο τέμπλο του, βρίσκονται οἱ εἰκόνες: α) Ὁ Παντοκράτωρ (0,46Χ0,59). Εἰκόνα μέτριας τέχνης. β) Ἡ Ὑψηλοτέρα τῶν Χερουβείμ (0,52Χ0,65). Εἰκονίζεται ἡ Θεοτόκος ἔνθρονη. Καί οἱ δύο αὐτές εἰκόνες χρονολογοῦνται, πιθανῶς, στόν 18ο αἰ. γ) Ἡ Ἁγ. Παρασκευή (0,68Χ0,80), μέ δύο σκηνές ἀπό τό μαρτύριό της. Εἰκόνα σύγχρονη, μέτριας τέχνης. Σέ ἰδιαίτερο ξυλόγλυπτο εἰκονοστάσιο, στόν βόρειο τοῖχο τοῦ παρεκκλησίου, βρίσκεται ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς (0,54Χ0,71), ἀρκετά φθαρμένη, πιθανώτατα τοῦ 17ου αἰ. Ἀριστερά καί δεξιά τῆς κύριας μορφῆς, εἰκονίζονται ὀκτώ σκηνές ἀπό τόν βίο καί τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας. Στόν ἀνατολικό τοῖχο τοῦ διακονικοῦ τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί σέ ἐπαφή μέ αὐτό, βρίσκεται ἡ μία ἀπό τίς τρεῖς μαρμάρινες κρῆνες, πού προσέφερε στήν πόλη ὁ παριανῆς καταγωγής ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Νικόλαος Μαυρογένης (3), τό ἔτος 1777, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφή πού εἶναι χαραγμένη σ' αὐτή: Νικόλαος Μαυρογένης 17 77 Τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ἔχει ἀνακηρύξει τό δίκλιτο αὐτό παρεκκλήσιο σέ ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο. Σύμφωνα μέ τό σχετικό διάταγμα, "ὁ ἀνωτέρω ναός βρίσκεται σέ καίριο σημεῖο τοῦ προστατευόμενου οἰκισμοῦ τῆς Παροικίας καί μάλιστα σέ κεντρικότατο σημεῖο τῆς ἀγορᾶς, ἐνῶ συνάμα ξεχωρίζει ἡ γραφικότητά του, μέσα στό πλῆθος τῶν μεταβυζαντινῶν ναῶν τῆς Παροικίας" (4). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Σφενδόνη ὀνομάζεται ἡ ὀκτάπλευρη ἤ κυλινδρική κατασκευή, πάνω στήν ὁποία στηρίζεται τό ἡμισφαιρικό κάλυμμα τοῦ τρούλλου. 2. Τό ἐπώνυμο Γρυπάρης εἶναι συνηθισμένο ἀκόμα καί σήμερα στή Σύρο, τή Μύκονο κάι τή Σίφνο. Στήν Πάρο δέν ὑπάρχει πιά. 3. Ὁ Νικόλαος Πέτρου Μαυρογένης ἦταν Φαναριώτης, παριανῆς καταγωγῆς, θεῖος τῆς μεγάλης ἡρωΐδας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως Μαντῶς Μαυρογένους. Γεννήθηκε τό 1735 στά Μάρμαρα τῆς Πάρου καί ὄχι στή Μύκονο , ὅπως λανθασμένα ἀναφέρουν ὁρισμένοι ἱστορικοί. Μετά τίς σπουδές του, προσελήφθη ἀπό τόν Καπουδάν Πασᾶ Τζεζαερλῆ Χασάν καί διορίσθηκε ἀρχικά γραμματέας του καί ἀργότερα διερμηνέας τοῦ στόλου. Ἀφοῦ συνήργησε στήν εἰρήνευση τῆς Πελοποννήσου καί τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Τουρκαλβανῶν, διορίσθηκε τό 1786 ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας καί τό 1788 καί τῆς Μολδαβίας. Συγχρόνως, ἀνέλαβε τήν ἀρχιστρατηγία τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων κατά τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ. Ἡ ἦττα τῶν Τούρκων στή μάχη τοῦ Φοξανίου τό 1788 καί ἡ σφαγή πολλῶν μουσουλμάνων, προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τοῦ σουλτάνου Σελήμ. Θεώρησε ὑπεύθυνο τόν Νικόλαο Μαυρογένη καί διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό του τό ἔτος 1790. Ὁ Νικόλαος Μαυρογένης, παρά τίς μεγάλες θέσεις τίς ὁποῖες κατέκτησε, δέν ξέχασε ποτέ τήν μικρή του πατρίδα. Ὑπῆρξε μεγάλος εὐεργέτης τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς, ἀφοῦ μέ τή δική του οἰκονομική συνδρομή ἀποκαταστάθηκαν οἱ καταστροφές, πού εἶχαν προξενήσει στό ναό οἱ σεισμοί τοῦ 1773. Ἔκανε, ἐπίσης, σ' αὐτόν, μεγάλα ἀφιερώματα, ὅπως οἱ ἀργυρές ἐπενδύσεις τῆς εικόνας τῆς Παναγίας τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς καί τῶν ἄλλων μεγάλων εἰκόνων τοῦ τέμπλου, πολύτιμα ἱερά σκεύη, χρυσοΰφαντες ἀρχιερατικές στολές κ.ἄ. Μεταξύ τῶν προσφορῶν του στό νησί τῆς καταγωγῆς του, ἦταν καί οἱ τρεῖς μαρμάρινες κρῆνες, πού κοσμοῦν τήν Παροικία. 4. ΦΕΚ 209/Β/17-3-1989 καί 426/Β/3-7-1992.