Γράψτε τη λέξη/φράση αναζήτησης

Popular Tags

logo n

Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ντυνόταν μὲ πορφύρα —τὸ χρῶμα τῆς βασιλείας καὶ τῆς νίκης— καὶ λινό, ἁπαλὸ σὰν μετάξι. Κάθε μέρα ἀπολάμβανε πλούσια τραπέζια, μὲ κάθε λογῆς ἀγαθά, κάθε μέρα ἀπολάμβανε τὸν θρόνο του καὶ τὸν πλοῦτο του, καὶ αὐτὸ ἦταν ὅλη ἡ ζωή του. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς παραβολῆς αὐτῆς.

Τὸ ἄλλο πρόσωπο εἶναι κάποιος τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα μαθαίνουμε: Λάζαρος. Ἕνα ὄνομα ποὺ σημαίνει: «Ὁ Θεὸς βοήθησον». Κι ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν φαίνεται νὰ τὸν βοηθᾶ, διότι ὁ Λάζαρος δὲν ἀπολάμβανε κανένα τραπέζι, οὔτε κἂν τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον, ἀλλὰ ἦταν ξαπλωμένος καὶ ἐξαθλιωμένος ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τοῦ πλουσίου. Ὁλόκληρος ἦταν μιὰ σιωπηλὴ κραυγὴ πόνου, ἐνῶ τὶς πληγές του τὶς ἔγλειφαν τὰ σκυλιά, γιὰ νὰ τοῦ δώσουν ἐκεῖνα βάλσαμο καὶ παρηγοριά. Δὲν ζητοῦσε νὰ ἀπολαύσει ἀγαθά, ἀλλὰ ψίχουλα ἀπὸ τὸ πλούσιο τραπέζι τοῦ ἄλλου.

Ὁ ἕνας ντυμένος μὲ πορφύρα, ὁ ἄλλος μὲ πληγές. Ὁ ἕνας βουτηγμένος στὴ χλιδή, ὁ ἄλλος στὸν πόνο καὶ τὴ σιωπή. Ὁ ἕνας ὅμως δὲν ἔχει ὄνομα. Ὁ ἄλλος ἔχει ὄνομα γνωστὸ στὸν οὐρανό. Ἤδη ἀπὸ τὸ ὄνομα εἰκάζουμε ὅτι ὁ Λάζαρος εἶναι ὁ κερδισμένος, ἀλλὰ μέχρι τὸ τέλος τῆς διήγησης φαίνεται ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.

Αὕτη ἡ παραβολὴ ποὺ διηγεῖται ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι παραμύθι, οὔτε κάτι ποὺ ἔγινε κάποτε στὸ παρελθόν. Δὲν εἶναι αἴνιγμα γιὰ νὰ τὸ λύσει κάποιος ἔξυπνος. Εἶναι ἕνας καθρέφτης γιὰ κάθε ἐποχή, καὶ μιὰ προειδοποίηση ποὺ ἀντηχεῖ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ.

Διότι στὸ τέλος καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι πληρώνουν τὸ κοινὸν χρέος, πεθαίνουν. Ὁ πλούσιος ἐτάφη. Ὁ Λάζαρος ὅμως μεταφέρεται. Ὁ πρῶτος κατεβαίνει σὲ βάσανα, ὁ δεύτερος ἀνεβαίνει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ πατέρα τῶν πιστῶν. Στὸν θάνατο οἱ ρόλοι τους ἀντιστρέφονται καί, μάλιστα, ἀποκαλύπτεται ποιά εἶναι ἡ πραγματικότητα, διότι ὁ ἀληθινὸς πλοῦτος ἔρχεται στὸ φῶς. Οἱ ἀόρατες γραμμὲς τῆς κρίσεως γίνονται εὐδιάκριτες στὴν αἰωνιότητα.

Καὶ ἐκεῖ, στὸν ἄλλον κόσμο, ἀκοῦμε γιὰ πρώτη φορά τὴ φωνὴ τοῦ πλουσίου. Ὅταν ἄρχισε νὰ ὑποφέρει, ἀπέκτησε φωνή. Ὄχι ὅσο ζοῦσε, ὄχι ὅταν μποροῦσε νὰ δείξει ἔλεος, ἀλλὰ στὸν θάνατο, καὶ πάλι ὄχι μὲ μετάνοια, ἀλλὰ μὲ ἀπόγνωση καὶ ἀπαίτηση: «Στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα μου». Ἀκόμα καὶ στὸν πόνο ὑποτιμᾶ τὸν Λάζαρο, τὸν βλέπει ὡς ὑπηρέτη.

Μὰ ὁ οὐρανὸς δὲν στέλνει παρηγοριὰ στὴν ἀμετανόητη ὑπερηφάνεια καὶ στὴ θεληματικὴ τύφλωση. Ἀντίθετα, ὁ Ἀβραάμ ἀπαντᾶ μὲ σοβαρότητα: «Ἕνα μεγάλο χάσμα ἔχει τεθεῖ». Ἡ φράση αὐτὴ προκαλεῖ δέος. Ἕνα μεγάλο χάσμα ἔχει ὁριστεῖ ἀνάμεσα στὸ ἔλεος καὶ τὴν κρίση. Ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ ἀκοῦν τὶς κραυγὲς τῶν πονεμένων καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ τὶς προσπερνοῦν. Ἀνάμεσα στὴν τύφλωση τῆς ἀνέσεως καὶ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας. Τὸ χάσμα αὐτὸ εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ ἄσπλαγχνου καὶ ἀμετανόητου νὰ δεχθεῖ ὁποιαδήποτε δροσιὰ καὶ εὐλογία.

Αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο μιὰ ἱστορία γιὰ πλοῦτο καὶ φτώχεια. Εἶναι μιὰ ἱστορία γιὰ τὴν ὅραση —γιὰ τὸ τί ἐπιτρέπουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας νὰ δοῦν, καὶ ποιούς ἔχουμε μάθει νὰ ἀγνοοῦμε.

Ὁ πλούσιος δὲν καταδικάστηκε ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ δεῖ τί συμβαίνει γύρω του. Ὁ Λάζαρος ἦταν στὴν πύλη του. Ὄχι στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλεως, ὄχι σὲ ξένη χώρα, στὴν πόρτα του. Μὰ ἀντὶ νὰ τοῦ προκαλέσει συμπόνοια, ἔκανε μεγαλύτερη τὴν ἡδονή τοῦ πλουσίου, ἀφοῦ αὐτός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς φτωχοὺς ποὺ σέρνονται στὴν πόρτα του, μποροῦσε νὰ ζεῖ μὲ εὐμάρεια.

Πόσες φορὲς περνᾶμε κι ἐμεῖς δίπλα ἀπὸ τὸν Λάζαρο; Ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο γεμάτο πληγές ἢ ἀπὸ μιὰ μοναχικὴ ψυχή. Ἀπὸ ἕνα παραμελημένο παιδὶ ἢ ἕνα ἡλικιωμένο ξεχασμένο. Ἕνα φτωχὸ ἀγνοημένο ἢ ἕνα πρόσφυγα ποὺ δὲν τὸν βλέπει κανείς. Πόσες φορὲς ἀφήσαμε τὸ χάσμα νὰ μεγαλώνει, τὴν ὥρα ποὺ δικαιώνουμε καὶ θαυμάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴ σωστὴ καὶ ἠθικὴ ζωή μας;

Ὁ Χριστὸς τελειώνει τὴν παραβολὴ μὲ ἕνα τρόπο ποὺ ἐπίσης προκαλεῖ δέος καὶ τρόμο —δέος καὶ τρόμο ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὸ πόσο τυφλὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἑκουσίως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ πλούσιος ἱκετεύει τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο νὰ προειδοποιήσει τὰ ἀδέλφια του.

Ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση ἔρχεται: Ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἂν δὲν τοὺς ἀκοῦν, οὔτε κι ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστεύσουν. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν δὲν θέλει ἡ καρδιὰ νὰ πιστέψει στὸν Θεό, στὸ ἀγαθό, στὴν ἀγάπη, οὔτε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα δὲν θὰ τὸ πετύχει.

Ἡ παραβολή, ὅπως λέχθηκε, διαπερνᾶ τὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο. Δὲν δείχνει μόνον τοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀλλὰ κι ἐμᾶς. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι τώρα κάποιος ὄντως ἔχει ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κι ὅμως, ἐμεῖς ἀκόμα στρέφουμε τὸ βλέμμα ἀλλοῦ. Ἀκόμα περνᾶμε δίπλα ἀπὸ τοὺς πληγωμένους, ἀκόμη ἀποφεύγουμε τὸν Λάζαρο ποὺ δὲν θέλουμε νὰ γνωρίσουμε.

Τί λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε;

Νὰ δοῦμε, νὰ ἀκούσουμε, νὰ μελετήσουμε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ γεφυρώσουμε τὰ χάσματα τώρα, ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη ἔλεος, ὅσο ἡ πόρτα εἶναι ἀκόμη ἀνοιχτή, ὅσο ἡ καρδιὰ τῆς συμπόνιας δὲν ἔχει ἀκόμα κλείσει.

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Z΄ ΛΟΥΚΑ

Ἡ περικοπὴ αὐτὴ περιλαμβάνει δύο ἱστορίες, τὴ μία μέσα σὲ ἄλλη, δύο νήματα δεμένα στὴν παλάμη τοῦ Κυρίου. Ἀρχίζει μὲ ἕνα ἄνδρα ἐξουσίας, καὶ σὲ κάποια στιγμὴ διακόπτεται ἀπὸ μιὰ γυναίκα ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ ἐξουσία. Ὅμως, σὲ κάθε στρῶμα ἀνασαίνει ἕνας καὶ μόνος παλμός: ἡ δύναμις τοῦ Ἰησοῦ ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὶς πιθανότητες τοῦ κόσμου.

Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίζεται ἕνας πατέρας ἀπελπισμένος. Ὁ Ἰάειρος, ἄρχων τῆς συναγωγῆς, ἔρχεται καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν βαδίζει, δὲν προσκαλεῖ. Πέφτει —ὅπως πέφτει κάποιος ὅταν ἡ ἀξιοπρέπεια καταρρέει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀπόγνωσης. Ἡ θυγατέρα του, δωδεκαετής, ἀγωνίζεται μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ σῶμα της ἤδη ψυχορραγεῖ.

Ὁ Ἰάειρος εἶναι ἄνθρωπος ἐξουσίας, οἱ ἐντολές του ὑπακούονται. Ἀλλὰ μπροστὰ στὸν θάνατο, τίποτε δὲν ἔχει νὰ πεῖ, παρὰ μόνον: «Ἔλα». Καὶ ὁ Ἰησοῦς πορεύεται.

Ὅμως σταματᾶ, διότι δέχεται ἕνα κρυφὸ ἄγγιγμα. Μέσα στὸ πλῆθος, ἄλλη μία ψυχὴ πονεμένη. Ἀνώνυμη στὸ κείμενο, ὅμως γνωστὴ γιὰ τὴν ταλαιπωρία της. Δώδεκα ἔτη —ὅσα ζεῖ ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἰαείρου— αἱμορροοῦσα. Δὲν εἶναι μόνο τὸ σωματικὸ πρόβλημα, εἶναι καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀπομόνωση, διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θεωρεῖται ἀκάθαρτη καί, συνεπῶς, ἀνεπιθύμητη.

Καὶ ὅμως, μὲ κρυφὸ θάρρος διασχίζει τὸ πλῆθος καὶ ἀγγίζει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ κράσπεδο. Οὔτε τὸ χέρι οὔτε τὸ πρόσωπο οὔτε κἂν τὴν προσοχή Του. Δὲν θέλει κἂν νὰ γίνει ἀντιληπτή. Μόνον τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου.

Καὶ εὐθὺς ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ, πράττει ἀπρόβλεπτα. Σταματᾶ, στρέφεται καὶ ὁμιλεῖ. «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Οἱ μαθηταί, συνθλιβόμενοι, ἀποροῦν εὔλογα. Ὅλοι τὸν ἀγγίζουν. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν μιλᾶ γιὰ αὐτὴ τὴν ἐπαφή, αἰσθάνθηκε τὴν ἐνέργεια τῆς πίστεως, κατάλαβε ὅτι ἡ γυναίκα ἔλαβε ἀπὸ τὴ δική Του ἄκτιστη ἐνέργεια. Καὶ ἡ γυναίκα, τρόμῳ καταληφθεῖσα, ἐμφανίζεται καὶ διηγεῖται ἐνώπιον πάντων πὼς ἤλπιζε νὰ μείνει κρυπτό. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, πλήρης χάριτος, δὲν τὴν προσφωνεῖ «γύναι», ἀλλὰ «θύγατερ». Ἔχει δεχθεῖ ἤδη τὸ δῶρο τῆς υἱοθεσίας.

Ὅμως, ὁ χρόνος δὲν ἔπαυσε γιὰ τὸν Ἰάειρο. Στὴ χαρὰ τῆς αἱμορρούσης πικρὸ μήνυμα θανάτου καταφθάνει: «Ἀπέθανε ἡ θυγάτηρ σου· μὴν ἐνοχλεῖς τὸν Διδάσκαλο». Βαρειὰ σιωπή, καὶ ἡ ἐλπίδα χαμένη. Ἴσως μάλιστα ἡ καθυστέρηση τοῦ Ἰησοῦ ἐπέτρεψε τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς στραφείς, λέγει πρὸς τὸν Ἰάειρο λόγον ὡς φῶς μέσα στὸ σκοτάδι: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.»

Μὴ φοβοῦ. Μόνον πίστευε. Ὑπάρχει ζωὴ πέρα ἀπὸ τὸν θρῆνο. Στὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου, καὶ ἐνῶ ὅλοι θρηνοῦν τὴν κατάληξη, ὁ Ἰησοῦς βεβαιώνει: «Οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.» Ἀλλὰ ὁ κόσμος πάντοτε γελᾶ μὲ τὴν ἀνάσταση. Μέχρις ὅτου τὴ δεῖ. Μέχρις ὅτου ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γίνει ἔργο: «Κόρη, ἐγέρθητι.»

Στὶς δύο αὐτὲς ἱστορίες σὰν νὰ φαίνεται ὅτι ἡ μία διακόπτει τὴν ἄλλη, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἡ μία παρεμβάλλεται στὴν ἄλλη, γιατὶ τὸ νῆμα ποὺ τὶς συνδέει εἶναι ἡ παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θεραπεύει τὸ ἀθεράπευτο καὶ θανατώνει τὸν θάνατο. Ὁ Χριστὸς δὲν δένεται ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο, δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ τὴ λογική του. Εἶναι πάντοτε παρὼν καὶ ἐνεργῶν, καὶ ζητᾶ τὴν πίστη μας καὶ ἀνταποκρίνεται στὴν πίστη αὐτή, ὅταν ὅλα φαίνεται νὰ ἔχουν τελειώσει, ἀκόμη κι ἂν σὲ μᾶς φαίνεται ὅτι ἀργοπορεῖ.

Κι ἐμεῖς, εἴτε σὰν τὸν Ἰάειρο προσευχόμενοι γιὰ κάτι ποὺ μοιάζει νὰ πεθαίνει, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς καθυστερεῖ, εἴτε σὰν τὴ γυναίκα —ντροπιασμένοι, πληγωμένοι, φοβισμένοι νὰ φανερωθοῦμε, ἀλλὰ ἀπελπισμένα ποθώντας νὰ ἀγγίξουμε τὸ κράσπεδο τῆς ἐλπίδος, ἂς θυμόμαστε ὅτι Ἐκεῖνος μᾶς βλέπει, μᾶς ἀκούει, δὲν ἔρχεται ποτὲ ἀργά. Κι ἂν ἀκόμη ὅλη ἡ ἐλπίδα μοιάζει θαμμένη, τότε Ἐκεῖνος λέγει: «Παιδίον, ἐγέρθητι. 

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ H΄ ΛΟΥΚΑ

Ὁ νομικὸς στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ θέτει ἕνα τέτοιο ἐρώτημα ὅχι γιὰ νὰ λάβει ἀπάντηση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ αὐτὸ ποὺ ἤδη πιστεύει, ὅπως κάνουμε πολλὲς φορὲς στὴ ζωή μας: «Τί ἔδει ποιῆσαι γιὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;»

Πρόκειται γιὰ μιὰ εὐγενὴ ἐρώτηση, ποὺ προκαλεῖ συμπάθεια καὶ θαυμασμό, ἀλλὰ ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς λέει καθαρά: τὴν ἔθεσε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, πάντοτε πρᾶος διδάσκαλος, δὲν ἀπαντᾶ μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἱστορία. Μιὰ ἱστορία ποὺ ταράσσει, ἐνοχλεῖ, γίνεται καθρέφτης γιὰ μᾶς.

«Ἦν ἄνθρωπος», λέγει ὁ Κύριος στὴν παραβολή. Σὰν νὰ λέει ὅτι δὲν ἔχει σημασία τὸ ὄνομά του, ἡ τέχνη του, ἡ φυλή του ἢ ἡ θέση του. Εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ἀνώνυμος, ἀφανής, στὸν δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴν Ἱεριχὼ. Ὁ δρόμος αὐτὸς ἦταν ἐπικίνδυνος, στριφογυριστὸς καὶ κατηφορικός, σκοτεινὸς καὶ γεμάτος ληστές. Καθὼς ἐκεῖ κατεβαίνει, ὁ ἄνθρωπος πέφτει στὰ χέρια τῆς βίας. Ξυλοκοπᾶται, τὸν ληστεύουν καὶ τὸν ἀφήνουν μισοπεθαμένο.

Δύο ἄνθρωποι περνοῦν. Εἶναι δίκαιοι καὶ εὐυπόληπτοι, εὐσεβεῖς καὶ σεβαστικοί. Ἕνας ἱερέας καὶ ἕνας Λευίτης. Και οἱ δύο γνῶστες τοῦ νόμου. Βλέπουν τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, καὶ τὸν προσπερνοῦν. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς λέει γιατὶ προσπερνοῦν, καὶ πάλι δὲν ἔχει σημασία. Ἴσως εἶναι φόβος, ἴσως κούραση, ἴσως λόγοι καθαρμοῦ, ἐπείγουσας ὑπηρεσίας, ἢ ἡ ἀνησχία μήπως ἡ βοήθεια θὰ τοὺς ἔμπλεκε. Ὅποιος καὶ νὰ εἶναι ὁ λόγος, προσπερνοῦν.

Καὶ τότε ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης. Και ἐδῶ ἡ ἱστορία ἀνατρέπεται. Ὁ Σαμαρείτης δὲν εἶναι ἁπλῶς περαστικός. Εἶναι, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, σύμβολο ἀποστασίας καὶ ἀκαθαρσίας, ἀποκλεισμένος ἀπὸ παντὸς κοινωνικοῦ δεσμοῦ. Αὐτὸς ὁ ἀφορισμένος δὲν περνᾶ δίπλα. Πλησιάζει, βλέπει τὸν ἄνθρωπο, συγκινεῖται, συμπαθεῖ ἀλλὰ καὶ ἐνεργεῖ. Δένει τὰ τραύματα, ρίχνει λάδι καὶ κρασί, ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ δικό του ζῶο, τὸν πηγαίνει σὲ πανδοχεῖο, μένει ἐκεῖ καὶ πληρώνει παραπάνω. Γιὰ νὰ τὰ κάνει αὐτὰ ὑπερέβη τὰ ὅρια φυλῆς, θρησκείας, χρόνου, ἀσφάλειας —καὶ ἔτσι, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς προηγούμενους, ἔγινε ὁ πλησίον.

Ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία. Τὸν ξέρουμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ κάθε λογῆς κακοποιημένος, ὁ ἄστεγος, ὁ πρόσφυγας, ὁ πεινασμένος, ὁ ξένος, ὁ οἰκογενειάρχης ποὺ πετιέται στὸν δρόμο, ὁ περιφρονημένος, ὁ ἀόρατος, μπορεῖ κάποτε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ξέρουμε ὅμως καὶ ἐκείνους ποὺ προσπερνοῦν, διότι κι ἐμεῖς ἔχουμε προσπεράσει, ἔχουμε στρέψει τὸ βλέμμα, ἔχουμε σιωπήσει, γιατὶ ἤμασταν ἀπασχολημένοι ἢ φοβισμένοι. Ἔτσι, ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν γίναμε ὁ πλησίον.

Ὁ Κύριος διηγήθηκε τὴν παραβολὴ αὐτή, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὸ εἰδικότερο ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ: «Τίς ἐστὶν ὁ πλησίον μου;» Δὲν ἀπαντᾶ ὅμως ἀκριβῶς ὅπως τίθεται τὸ ἐρώτημα, διαφορετικὰ θὰ ἔλεγε ὅτι ὁ πλησίον σου εἶναι ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος. Ὅμως, ὁ Χριστὸς δίνει ἕνα καινούργιο νόημα. Δὲν ἀπαντᾶ στὸ «ποιός εἶναι ἄξιος τῆς ἀγάπης μου;» ἀλλὰ στὸ «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ καλοῦμαι νὰ γίνω»;

Καλοῦμαι λοιπὸν νὰ γίνω ὁ πλησίον τῶν ἄλλων. Τὸ «πορεύου καὶ ποίει ὁμοίως» εἶναι ὁ μοναδικὸς δρόμος πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ δικαιοσύνη χωρὶς ἔλεος εἶναι μόνο θόρυβος. Ὁ Κύριος δὲν καλεῖ γιὰ θαυμασμό, ἀλλὰ γιὰ μίμηση. Δὲν προσφέρει ἁπλῶς τροφὴ γιὰ σκέψη, ἀλλὰ καλεῖ σὲ πράξη. Δὲν δίνει θεωρητικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ «πλησίον», καλεῖ νὰ γίνουμε πλησίον. Νὰ βλέπουμε τοὺς ἀνθρώπους ὄχι ὡς πρόβλημα, ἀλλὰ ὡς ψυχὲς νὰ ἀγκαλιάσουμε. Καὶ ἡ ἐντολὴ βέβαια ἔχει κόστος. Ἀπαιτεῖ νὰ σταματήσουμε ὅταν ὁ κόσμος συνεχίζει, νὰ θυσιάσουμε τὴ βολή μας, τὴν ἄνεση καὶ τὸ πρόγραμμά μας, νὰ θυσιάσουμε τὶς συνήθειες καὶ τὴ ρουτίνα μας.

Βέβαια, ἡ παραβολὴ κινεῖται σὲ δύο ἐπίπεδα. Ἡ Ἐκκλησία εἶδε ἀπὸ παλαιά τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο ὡς σύμβολο τῆς πεσμένης ἀνθρωπότητας καὶ τὸν Καλὸ Σαμαρείτη ὡς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν ἐπουράνια δόξα Του σὲ τόπο ταπεινὸ γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ στὴν τραγωδία μας. Αὐτὸς πλησίασε ὅταν οἱ ἄλλοι προσπέρασαν. Αὐτὸς ἔδωσε τὸ αἷμα καὶ τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ ἐπούλωσει τὰ τραύματά μας. Αὐτὸς μᾶς σήκωσε στοὺς ὤμους Του καὶ μᾶς ἔφερε σὲ καταφύγιο, ἔλυσε τὰ χρέη μας καὶ ὑπόσχεται νὰ ἐπιστρέψει.

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Καὶ μᾶς καλεῖ, ὄχι μόνο νὰ λάβουμε χάρι καὶ ἔλεος, ἀλλὰ καὶ νὰ προσφέρουμε χάρι καὶ ἔλεος ἀνοιχτόχερα, «πορευόμενοι καὶ ποιοῦντες ὁμοίως».

                                                                                                                                    

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ U΄ ΛΟΥΚΑ

Ἡ παραβολὴ ποὺ ἔχουμε μπροστά μας εἶναι πολὺ σύντομη ἀλλὰ ἠχηρὴ σὰν ἀστραπή, καὶ κοντινὴ στὴν καθημερινότητά μας. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ κάποια συγκεκριμένη ἱστορία μὲ πλοκή, δὲν ὑπάρχει κάποια ἐξώφθαλμη ἁμαρτία, φόνος, προδοσία ἢ δολοπλοκία.

Ὁ Κύριος μιλᾶ γιὰ ἕνα καθημερινὸ ἄνθρωπο ποὺ ἡ γῆ καὶ οἱ εὔκρατοι καιροὶ τοῦ φέρνουν μεγάλη σοδειά. Ὁ ἀποθηκευτικός του χῶρος γεμίζει μὲ σιτάρι καὶ ὁ ἰδιοκτήτης καλεῖται νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀνάγκη τῆς ἀποθήκευσης. Θὰ λέγαμε μάλιστα ὅτι ἦταν καὶ καθῆκον του. Ὑπάρχει λοιπὸν ἕνας ἄνθρωπος πετυχημένος καὶ ὅλες οἱ κινήσεις καὶ ἀποφάσεις του φαίνονται φυσιολογικὲς καὶ λογικές.

Δὲν εἶναι ἀσεβής. Εἶναι σοφὸς κατὰ τὸν κόσμο, καὶ προκομένος, διότι οἰκονομεῖ καὶ διαχειρίζεται σωστὰ τὴν περιουσία του. Μάλιστα γνωρίζει ὅτι εἶναι ἐπιτυχημένος, μπορεῖ νὰ λέει καὶ δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ἔγινε πλούσιος. Αὐτόν, ὅμως, ὁ Οὐρανὸς τὸν ἀποκαλεῖ ἄφρονα. Τὸ μεγάλο πρόβλημά του εἶναι ὅτι πιστεύει πὼς ὅλα αὐτὰ τοῦ ἀνήκουν, θὰ τοῦ ἀνήκουν γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ θὰ τοῦ ἐξασφαλίζουν τὴν εὐτυχία. Γι’ αὐτὸ καὶ λέει στὸν ἑαυτό του μὲ ἱκανοποίηση: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀποθέματα γιὰ πολλά χρόνια· ἀναπαύσου, φάε, πιές, ἀπόλαυσε».

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπῆρξε σὲ κάθε ἐποχή, ἀλλὰ ἂν τὸ καλοσκεφθοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι τὸ πρότυπο τῆς μεταμοντέρνας ἐποχῆς μας. Ξέρει μόνο νὰ στοχεύει στὸν πλοῦτο, διαχειρίζεται κεφάλαια, συσσωρεύει καὶ ἐπενδύει, ἡ σκέψη του εἶναι καρφωμένη στὴν οἰκονομία καὶ στὰ προγράμματα. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Θεό, ἀλλὰ στὴν ἀφθονία του ὑπάρχει ἡ ἀπουσία. Καμιὰ οὐσιαστικὴ καὶ εἰλικρινὴς ἀναφορὰ στὸν Θεό, καμιὰ ματιὰ στὸν πλησίον, κανένας ψίθυρος εὐγνωμοσύνης. Μόνο «ἡ σοδειά μου, οἱ ἀποθῆκες μου, τὸ σιτάρι μου, τὰ ἀγαθά μου, ἡ ψυχή μου.» Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά του εἶναι στοὺς τραπεζικοὺς λογαριασμούς.

Αἰσθάνεται καὶ μιλᾶ σὰν νὰ εἶναι ὁ κύριος τοῦ χρόνου καὶ τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ τὴ φωνή του καὶ τὴ σκέψη του κάποια στιγμὴ τὴ διακόπτει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι εἶναι ἡ μόνη παραβολὴ ὅπου ὁ Θεὸς μιλᾶ ἀπευθείας. Καὶ ἐδῶ μιλᾶ ὡς βροντή: «Ἄφρον! ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ».

Οὔτε αὔριο, οὔτε σε χρόνια. Αὐτὴ τὴ νύχτα. Καὶ ὁ προκομένος ἄνθρωπος ποὺ φρόντισε γιὰ τὰ πάντα ἐκτός ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ἀνακαλύπτει ἐμπειρικὰ καὶ ὀδυνηρὰ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διαχειρισθεῖ —τὸν θάνατο.

Καὶ ἡ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ συνεχίζει: «ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται»; «Ποῦ θὰ πάει τώρα ἡ περιουσία ποὺ ἔκανες»; Τὴν ἐρώτηση αὐτὴ τὴν κάνουμε κι ἐμεῖς στοὺς γονεῖς, συγγενεῖς καὶ κηδεμόνες μας, ὅταν πλησιάζει ἡ στιγμὴ νὰ κληρονομήσουμε τὴν περιουσία τους, καὶ μαλώνουμε ποιός θὰ πάρει τὰ περισσότερα. Ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἴδια ἐρώτηση ἔγινε στὸν ἄφρονα πλούσιο γιὰ νὰ τοῦ δείξει ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι μάταια. Καὶ ἔτσι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι χτισμένη σὲ σαθρὰ θεμέλια.

Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πλοῦτος τὰ σαθρὰ θεμέλια, οὔτε ἡ ἐπιτυχία. Τὸ μεγάλο λάθος καὶ δράμα εἶναι ἡ φτώχεια τῆς καρδιᾶς. Οἱ ἀποθῆκες μὲ πληρότητα ἀλλὰ ἡ καρδιὰ κενή. Οἱ λογαριασμοὶ γεμάτοι, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἄδεια. Ζεῖ μόνο γιὰ νὰ μαζεύει καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἀλλὰ δὲν ἔχει μάτια νὰ δεῖ τὴν αἰωνιότητα, ὅπως δὲν ἔχει μάτια νὰ δεῖ γύρω της τὸν κόσμο ποὺ ὑποφέρει.

Ὁ Κύριος κλείνει τὴν παραβολὴ μὲ αὐτά τὰ λόγια: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Τί σημαίνει «εἰς Θεὸν πλουτῶν»; Σημαίνει νὰ πλουτίζεις μὲ αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ Θεός. Σημαίνει γενναιοδωρία ἀντὶ φιλαργυρίας. Σημαίνει εὐγνωμοσύνη καὶ καρδιὰ ἀνοιχτὴ στὸν Οὐρανὸ καὶ στὸν πλησίον, νὰ μετρᾶς τὴ ζωή ὄχι μὲ τὰ ἀγαθά ποὺ ἔχεις, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ ποὺ δίνεις.

Μιὰ μέρα, ἡ ψυχή μας —τὸ πιὸ ἀληθινὸ ποὺ ἔχουμε — θὰ ζητηθεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν πλουτίσαμε μὲ τὸν τρόπον ποὺ θέλει ὁ Θεός, ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι ἁλυσσοδεμένη στὰ κτήματά της, τότε ἀνυποψίαστοι θὰ ἀκούσουμε τὴν ἴδια φωνή: «Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Δὲν θὰ τὴν ἀπαιτήσει πιὰ ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἄγγελοι θὰ τὴν παραλάβουν, ἀλλὰ θὰ τὴ διεκδικήσουν αὐτοὶ ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ ψέμα καὶ τὴν κακία. Αὐτὸς εἶναι ὁ καρπὸς τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς πλεονεξίας, ποὺ ἀποκλειστικὸ κίνητρό της ἔχει τὴ φιλαυτία.

Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὴ ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ δοθεῖ αὐτὴ ἡ παραβολὴ-προειδοποίηση. Ὁ Κύριος τὴ διηγήθηκε γιατὶ κάποιος τοῦ ζήτησε νὰ λύσει μία διαφορὰ γιὰ κληρονομικά. Δύο ἀδελφοὶ καβγαδίζουν γιὰ περιουσίες, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνεῖται νὰ γίνει διαιτητής τους. Θὰ μποροῦσε νὰ δώσει μιὰ δίκαια λύση, ἀλλὰ ἀντὶ αὐτοῦ, προσφέρει καὶ σὲ ἐκείνους καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς μία προειδοποίηση: «Νὰ προσέχετε καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἴδους πλεονεξία, γιατὶ τὰ πλούτη, ὅσο περίσσια κι ἂν εἶναι, δὲ δίνουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή».

Τὸ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα λοιπὸν δὲν εἶναι «τί θὰ ἀφήσω πίσω μου» ἀλλὰ «ποιός εἶμαι, τί γίνομαι τώρα, σὲ τί ἐπενδύω». Ἂς γίνω σοφός, λοιπόν, ἂς γίνω πραγματικὰ πλούσιος, πλουτίζοντας καὶ τὴν ψυχή μου καὶ τὸν κόσμο μὲ αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ Θεός καὶ ποὺ μένουν στὴν αἰωνιότητα.

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ IG΄ ΛΟΥΚΑ

Στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννη, παρακολουθοῦμε μιὰ συγκινητικὴ καὶ καθοριστικὴ στιγμή: τὴν πρώτη συνάντηση τῶν πρώτων μαθητῶν μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ἕνα βλέμμα, ἕνα ἐρώτημα, καὶ μιὰ σαφὴς πρόσκληση. Οἱ φράσεις ποὺ ξεχωρίζουν καὶ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου εἶναι δύο: «Τί ζητεῖτε»; «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε».

Σ’ αὐτὲς τὶς φράσεις ἀποκαλύπτεται ὁλόκληρη ἡ δυναμικὴ τῆς μαθητείας, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὴν ἐσωτερικὴ ἀναζήτηση καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ μετοχὴ στὴ ζωή Του.

Ἡ ἱστορία ἀρχίζει μὲ τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ περνᾶ, καὶ λέει: «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ.» Παρατηροῦμε πὼς δὲν λέει οὔτε «ὁ διδάσκαλος», οὔτε «ὁ θαυματουργός», ἀλλὰ ὁ Ἀμνός. Δὲν τὸν ἀποκαλεῖ, δηλαδὴ μὲ ὄνομα δυνάμεως ἀλλὰ θυσίας. Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη τούτη στιγμὴ γίνεται ξεκάθαρο ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν νικᾶ μὲ βία ἀλλὰ μὲ τὴ θυσία Του.

Καὶ οἱ δύο μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη τὸν ἀκοῦν καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ. Μὰ ὁ Ἰησοῦς στρέφει καὶ τοὺς ρωτᾶ: «Τί ζητᾶτε;» Αὐτὰ εἶναι τὰ πρῶτα καταγεγραμμένα λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη. Δὲν εἶναι δήλωση ἢ ἐντολὴ ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη διδασκαλία, εἶναι ἕνα ἐρώτημα ἁπλὸ καὶ καταλυτικό. Καὶ δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς δύο ἐκείνους μαθητὲς ἀλλὰ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ τρέξουν πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ.

«Τί ζητᾶς»; ρωτᾶ καὶ ἐκείνους καὶ ὅλους μας. Δὲν ρωτᾶ «τί ξέρεις;» ἢ «τί πιστεύεις;» ἀλλὰ «ποιά ἐπιθυμία σὲ φέρνει κοντά μου;» Εἶναι καταρχὴν μιὰ πρόσκληση γιὰ ἐνδοσκόπηση. Ὁ Κύριος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἂν τὸν ἀκολουθοῦμε τυπικὰ καὶ ἐξωτερικά, ὅσο κι ἂν εἴμαστε συνεπεῖς, ἀλλά θέλει ἐμεῖς πρῶτα νὰ γνωρίζουμε τὶ ἀκριβῶς ψάχνουμε ὅταν τὸν πλησιάζουμε καὶ τὸν ὁμολογοῦμε.

Γιατὶ θέλουμε νὰ ἔχουμε σχέση μαζί Του; Ἐπειδὴ κάνει θαύματα; Ἐπειδὴ μᾶς δίνει ἀσφάλεια; Ἐπειδὴ ἀναζητᾶμε τὴν ἀλήθεια; Ποιό εἶναι τὸ κίνητρό μας; Ἡ ἐρώτηση "Τί ζητεῖτε;" ἔρχεται νὰ φωτίσει αὐτό τὸ κίνητρο, νὰ μᾶς βάλει σὲ πορεία αὐτογνωσίας. Ἀργότερα ὁ Κύριος θὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ προτεραιότητά μας: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6:33).

Εἶναι, ἑπομένως, ἕνα ἐρώτημα ποὺ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὸ ψέμα καὶ τὴν ὑποκρισία. Τί ζητᾶμε στ᾿ ἀλήθεια ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία ἢ ὅταν προσευχόμαστε; Τί ζητᾶμε ὅταν ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε πιστοὶ χριστιανοί; Ζητᾶμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ μήπως ἀσφάλεια, θαύματα, ἐπιτυχία καὶ τὴ λύση τῶν προβλημάτων μας;

Οἱ μαθητὲς δὲν ἀπαντοῦν εὐθέως, ἴσως γιατὶ δὲν ξέρουν πῶς νὰ ἀπαντήσουν, ἴσως γιατὶ δὲν ἔχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους κάποια πράγματα, λέγουν ὅμως κάτι πολὺ χαρακτηριστικό, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ ἁπλὴ καρδιά τους διψᾶ γιὰ ἀληθινὴ σχέση καὶ κοινωνία: «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις»; Δὲν ζητοῦν κάποιο θαῦμα ἢ μιὰ ὑπέροχη διδασκαλία, ἀλλὰ ζητοῦν τὴν ἐγγύτητα καὶ τὴν παρουσία Του. Θέλουν ὄχι ἁπλῶς νὰ μάθουν, ἀλλὰ νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ βρεθοῦν στὸν χῶρο του, νὰ ζήσουν μαζί Του.

Τοῦτο εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ σὲ ὅλους μας: «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε». Ἐλᾶτε, καὶ ἀφοῦ ἔλθετε, θὰ δεῖτε. Μποροῦμε νὰ διαβάζουμε, νὰ συζητᾶμε διανοητικά, ἡ οὐσιαστικὴ ὅμως σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι προσωπικὴ ἐμπειρία, καὶ ὁ λόγος Του εἶναι κάλεσμα γιὰ συμμετοχὴ στὴ ζωή Του. Σοῦ λέει "ἔλα κοντά μου, καὶ θὰ δεῖς". Πρέπει νὰ πᾶμε στὸν τόπο ποὺ μένει. Μαζὶ μὲ τὴν ἄγνοιά μας, τὰ ἐρωτήματά μας, τὴν κόπωσή μας, τὴν ἀγωνία μας, ἀλλὰ πρὸ πάντων μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίζουμε πραγματικά.

«Ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην». Πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ δοῦμε ποῦ μένει, ἀλλὰ καὶ νὰ μείνουμε κοντά Του, ὅπως ἔκαναν οἱ μαθητές ἐκεῖνοι. Κι ἀφοῦ τώρα δὲν ἔχει συγκεκριμένο σπίτι ἐπὶ γῆς, νὰ πᾶμε καὶ νὰ μείνουμε στὴν ἐκκλησία, στὸ μυστικὸ Σῶμα Του, στὰ μυστήριά Του, μέσα στὰ ὁποῖα μᾶς ἀποκαλύπτεται καὶ μᾶς κάνει μετόχους τῆς αἰώνιας ζωῆς Του.

π. Ε.Κ.

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.