«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 8, 41-56)
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011
«Μη φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται»
Με μια πανέμορφη ευαγγελική διήγηση, αγαπητοί μου αδελφοί, θέλει σήμερα η Εκκλησία μας να μας φανερώσει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε και ‘μεις να μπούμε στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού και να γνωρίσουμε τον Κύριό μας Χριστό που είναι η αληθινή ζωή. Το σημερινό Ευαγγέλιο μας υπενθυμίζει με άψογο τρόπο την άπειρη θεϊκή δύναμη του Χριστού, την απεριόριστη αγάπη του για τους ανθρώπους, καθώς και την βοήθεια που μας προσφέρει, όταν ιδιαίτερα βρισκόμαστε σε δοκιμασίες και θλίψεις.
Δύο θαύματα περιλαμβάνει το σημερινό Ευαγγέλιο. Τη θεραπεία μιας άρρωστης γυναίκας και την ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου. Δύο θαύματα που αν τα δει κανείς με γυμνό μάτι, φαίνονται τόσο ξεχωριστά και διαφορετικά μεταξύ τους, εσωτερικά όμως συνδέονται τόσο πολύ, που γι’ αυτό άλλωστε εκτίθεται από το ιερό κείμενο σε μια ενιαία ενότητα.
Ας πάρουμε όμως την ευαγγελική περικοπή από την αρχή, για να δούμε αδελφοί μου, ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να μας στείλει σήμερα η Εκκλησία μας.
Ο Κύριος μας παρουσιάζεται στο σημερινό Ευαγγέλιο να βρίσκεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Εκεί έρχεται να τον συναντήσει ένας άρχοντας της συναγωγής που λεγόταν Ιάειρος. Ο άνθρωπος αυτός με αγωνία γονατίζει μπροστά στο Χριστό και του ζητά μια χάρη. Να πάει στο σπίτι του για να θεραπεύσει το άρρωστο και ετοιμοθάνατο παιδί του. Ο Χριστός μας αμέσως δέχεται την πρόσκλησή του Ιαείρου, αλλά πριν ακόμα ξεκινήσει για την οικία του πονεμένου αυτού ανθρώπου, ένα άλλο γεγονός εξελίσσεται ενώπιον του. Μια γυναίκα που για δώδεκα ολόκληρα χρόνια ήταν άρρωστη από αιμορραγίες, πλησιάζει κρυφά και μυστικά τον Ιησού, απλώνει το χέρι της και αγγίζει την άκρη του εξωτερικού ενδύματος Του και αμέσως γίνεται καλά. Με το άγγιγμα αυτό συμπεραίνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «ιάθη παραχρήμα». Ο Χριστός όμως την καταλαβαίνει, και λέει αμέσως ότι ένιωσε κάποιος να τον έχει αγγίξει, γιατί αισθάνθηκε να βγαίνει δύναμη από πάνω του. Τότε η θεραπευμένη γυναίκα φανερώνεται ενώπιον του Κυρίου και Εκείνος βλέπει ποια είναι και την παρουσιάζει στον κόσμο για να φανερωθεί η μεγάλη της πίστη και κυρίως η μεγάλη της ευλάβεια.
Στο μεταξύ έρχονται άνθρωποι στον Ιάειρο και του λένε ότι το παιδί του έχει πια πεθάνει και δεν πρέπει πλέον να ενοχλεί το Χριστό. Ο Κύριος του ζητά να πιστεύει και να μη φοβάται. Φτάνουν στο σπίτι, μπαίνουν μέσα κι ο Χριστός παίρνοντας στο δωμάτιο του πεθαμένου παιδιού τρεις μόνο από τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ανασταίνει το παιδί του αρχισυναγώγου. Και λέει στους παρισταμένους, να μη γνωστοποιήσουν σε κανένα αυτό το γεγονός.
Αγαπητοί μου αδελφοί, σήμερα ο Χριστός μας, επιτελεί ενώπιον του Ιουδαϊκού λαού και διαχρονικά μπροστά στα δικά μας μάτια, δύο σημαντικά θαύματα. Όμως η παρουσία του Χριστού, δεν είναι απλώς θεραπευτική και παρηγορητική, αλλά παρουσία λυτρωτική και σωτηριολογική. Ο Χριστός με αυτά τα θαύματα, φανερώνει πρωτίστως στους θεραπευμένους και έπειτα σε όλους εμάς, την αληθινή ζωή. Μας δίνει σημάδια φανερά και ατράνταχτα ότι η μέλλουσα ζωή, αυτός ο κόσμος που περιμένουμε και που πιστεύουμε ότι θα έρθει, είναι μια πραγματικότητα που τη ζούμε από τώρα. Όλα αυτά που έκανε και που γίνονται ακόμα μέσα στην Εκκλησία, είναι σημάδια του ερχομού αυτού του άλλου κόσμου, του κόσμου της Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό, ο Κύριος σήμερα, θεραπεύει την αιμορροούσα γυναίκα και από μολυσμένη και αμαρτωλή, την επαναφέρει και την ανακαινίζει, για να μας δείξει ότι στη Βασιλεία του Θεού δεν υπάρχει αρρώστια και πόνος. Γι’ αυτό ανασταίνει το παιδί του Ιαείρου, για να μας δείξει ότι στη Βασιλεία του Θεού δεν υπάρχει φθορά και θάνατος.
Το σημερινό όμως Ευαγγέλιο, δεν θέλει απλά και μόνο να μας φανερώσει ότι η Βασιλεία του Θεού υπάρχει, αλλά να μας υποδείξει κιόλας τον τρόπο για να μπούμε στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Και ο τρόπος αυτός είναι η πίστη. Ο άνθρωπος που ήρθε για να του ζητήσει να κάνει το παιδί του καλά, είναι άνθρωπος που πιστεύει αληθινά στο Χριστό. Ό Κύριος αυτό το γνωρίζει, γιατί τη στιγμή που ο Ιάειρος πληροφορείται το θάνατο του παιδιού του, στρέφεται προς αυτόν και του λέει: «μη φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Το ίδιο συμβαίνει και με την άρρωστη γυναίκα. Η θεραπεία της, ήταν αποτέλεσμα της πίστεως της στο Χριστό. Γι’ αυτό ο Κύριος της επισημαίνει: «θάρσει θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε». Και από κάπου αλλού φαίνεται ότι η πίστη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κανείς μέτοχος του θαύματος και άρα της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός όταν μπήκε στο δωμάτιο της νεκρής κόρης του Ιαείρου, κράτησε μαζί του ως μάρτυρες του θαύματος, μόνο τους τρεις μαθητές. Τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Η κίνηση αυτή δεν ήταν βέβαια τυχαία. Αυτοί οι τρεις μαθητές είχαν τις προϋποθέσεις της πίστεως και γι’ αυτό έγιναν μέτοχοι του θαύματος.
Η βάση λοιπόν και των δύο θαυμάτων, είναι η πίστη. Η αιτία της θαυματουργικής παρέμβασης του Χριστού, είναι η πίστη. Ο λόγος της αποκατάστασης της άρρωστης γυναίκας και του νεκρού παιδιού, είναι η πίστη. Αυτό λοιπόν είναι και το μήνυμα του σημερινού Ευαγγελίου, αδελφοί μου. Μια πρόσκληση στη πίστη, πρόσκληση στην κατ’ ουσίαν ζωή, πρόσκληση προς την αναστημένη ζωή.
Ο άνθρωπος σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχει ανάγκη ν’ ακουμπήσει κάπου. Να εμπιστευθεί κάποιον με όλες του τις δυνάμεις και να τον πιστέψει αληθινά. Σε μια εποχή που σχεδόν όλοι μας διαψεύδουν, ο Χριστός μας μπορεί να γίνει το αποκούμπι μας, η παρηγοριά μας. Όπως έγινε για τους δύο ανθρώπους του σημερινού Ευαγγελίου. Ας εμπιστευθούμε λοιπόν και ας πιστέψουμε αληθινά το Χριστό. Όπως έκανε ο Ιάειρος και η άρρωστη εκείνη γυναίκα. Και να είμαστε σίγουροι ότι η πίστη μας αυτή, θα είναι και το εισιτήριό μας για την Βασιλεία του Θεού. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 10, 25-37)
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
Με μια συνάντηση που είχε ο Κύριος με κάποιον νομικό της εποχής εκείνης, αγαπητοί μου αδελφοί, ξεκινάει η διήγηση του σημερινού Ευαγγελίου. Μια συνάντηση που στάθηκε αφορμή για να διηγηθεί ο Χριστός μας μια πανέμορφη παραβολή. Την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που στην ουσία ήταν μια απάντηση στην ερώτηση του νομικού εκείνου, για το ποιος είναι αληθινά ο πλησίον μας, που πρέπει να αγαπήσουμε σαν τον εαυτό μας.
Ο Χριστός κατορθώνει μέσα από αυτή την παραβολή, που αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα αυτής της διδακτικής μορφής, να πει αυτά που δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν με σειρά ολόκληρη ομιλιών και κηρυγμάτων και έτσι να μας γνωστοποιήσει διαχρονικά, ότι για να κληρονομήσουμε την αιώνιο ζωή πρέπει να αποδεχθούμε την αγάπη του Θεού και έπειτα να την προσφέρουμε αδιάκοπα στους άλλους ανθρώπους.
Ας δούμε όμως από κοντά, αδελφοί μου, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, κάποιος άγνωστος άνθρωπος κατερχόμενος από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ έπεσε σε χέρια ληστών και αφού τον λήστεψαν τον τραυμάτισαν συγχρόνως θανάσιμα. Ο τραυματισμένος ταξιδιώτης έχει ανάγκη άμεσης βοήθειας και περίθαλψης. Παρά την ατυχία του, όμως, και κατά συγκυρία παρουσιάζονται στον δρόμο εκείνο ένας Ιερέας και ένας Λευίτης. Ως εδώ η διήγηση κινείται ομαλά και εκεί που θα περιμέναμε μια φυσιολογική εξέλιξη των γεγονότων, προστασία δηλαδή και περίθαλψη του άτυχου ταξιδιώτη, η παραβολή μας αποκαλύπτει την τραγική αλήθεια ότι και οι δύο άντρες «αντιπαρήλθαν», αδιάφοροι για την τύχη και τη ζωή αυτού του ανθρώπου. Μπορούμε να φανταστούμε τις κραυγές πόνου και τις παρακλήσεις του δύστυχου αυτού ανθρώπου για βοήθεια και από την άλλη την εγκληματική αδιαφορία του Ιερέα και του Λευίτη.
Στη συνέχεια η παραβολή μας παρουσιάζει να περνάει από την περιοχή εκείνη ένας Σαμαρείτης, ο οποίος μόλις αντιλήφθηκε το γεγονός προσέρχεται αμέσως, πλησιάζει τον τραυματισμένο, τον σπλαχνίζεται και του παρέχει τις πρώτες βοήθειες. Έπειτα τον επιβιβάζει στο ζώο του και τον μεταφέρει στο πιο κοντινό πανδοχείο καλύπτοντάς του μάλιστα και τα αναγκαία έξοδα.
Αδελφοί μου, με την παραβολή αυτή ο Κύριος θέλει να μας αποκαλύψει μια πολύ σημαντική αλήθεια. Και λέω σημαντική γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλη αυτή η διήγηση δεν είναι τίποτα άλλο από μια απάντηση στο ερώτημα πως θα κερδίσουμε και ‘μεις την αιώνια ζωή. Και η απάντηση του Κυρίου σήμερα είναι απλή. Για να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή πρέπει να γίνουμε και ‘μεις πλησίον.
– Και πως θα το καταφέρουμε αυτό; Όταν θα σταματήσουμε να προβάλουμε μόνο το εγώ μας, γιατί ο εγωισμός δεν μας αφήνει ποτέ να βλέπουμε τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων. Σήμερα βλέπουμε στο δρόμο ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια και «αντιπαρερχόμεθα». Ζούμε στην ίδια πολυκατοικία με συνανθρώπους μας και καλά - καλά δε τους γνωρίζουμε. Πολλές φορές πηγαίνουμε στην Εκκλησία, ακούμε το λόγο του Θεού τακτοποιώντας τις θρησκευτικές μας υποχρεώσεις, αλλά στη συνέχεια ξανά παίρνουμε το δρόμο του ατομισμού, χωρίς να δίνουμε στα έργα μας θέση στους αδελφούς μας.
Πλησίον θα γίνουμε αδελφοί μου όταν θα μοιάσουμε και ‘μεις με τον τρίτο οδοιπόρο της παραβολής. Με τον καλό Σαμαρείτη δηλαδή, ο οποίος φανέρωσε την αγάπη του Χριστού στον συνάνθρωπό του. Δεν σκέφτηκε ούτε λεπτό την έχθρα που υπήρχε ανάμεσα στους Σαμαρείτες και στους Ιουδαίους, δείχνοντας ότι η αγάπη του Θεού δεν έχει όρια. Φρόντισε τον τραυματία χωρίς να φοβηθεί καθόλου για την δική του ζωή, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να γίνει θύμα των ληστών, δείχνοντας έτσι ολοκληρωμένη και τέλεια αγάπη προς τον συνάνθρωπο.
Ακούστε λίγο μια πολύ σχετική με το θέμα μας ιστορία, που διηγήθηκε κάποτε ένας σύγχρονος γέροντας της εποχής μας, ο Γέροντας Πορφύριος: «Ήταν, λέει, ένας ασκητής και είχε δύο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και κι αν είναι έτοιμοι για τη Βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι γι’ αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Κάποια ημέρα θα γίνονταν αγρυπνία στην Εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από τη δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσ’ στην Έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς του απ’ το πρωί, ώστε να φθάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την Εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν άκουσαν ξαφνικά βογκητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαριά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλάω, τους έλεγε γιατί εδώ στην ερημιά κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δύο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! του είπαν. Βιαζόμαστε να πάμε για την αγρυπνία, έχομε πάρει εντολή να ετοιμάσομε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν μ’ αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! τι να κάνομε , πρέπει να πάμε στο καθήκον μας.
Κι έφυγαν. Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε απ’ τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει, τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες, άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; Από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δύο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόντουσαν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ. Μην ανησυχείς! του λέει.
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι, θα σε πάρω! Δεν μπορώ να σ’ αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και συ πιάσου από πάνω μου και λίγο – λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φθάσω.
Και τον πήρε με μεγάλη δυσκολία κι άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μες στην άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις ημέρες θα φθάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό, και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μη κρατάει τίποτα,. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν Άγγελο. Ο Άγγελος του είπε:
- Μ’ έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δύο υποτακτικοί σου
δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη».
Αδελφοί μου ο Χριστός σήμερα, μας καλεί να γίνουμε όλοι πλησίον για τους συνανθρώπους μας και να τους προσφέρουμε χωρίς διάκριση την αγάπη του Θεού. Αυτό έκανε και ο ίδιος. Φανέρωσε την αγάπη του Θεού – Πατέρα μέχρι σημείου που υπέμεινε Σταυρό και θάνατο για τη σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό μας διηγήθηκε και την σημερινή παραβολή. Για να μας πει τελικά, ότι ο πλησίον μας, θα μας βοηθήσει για να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 12, 16-21)
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Μια πολύ όμορφη και διδακτική παραβολή μας διηγήθηκε ο Κύριος, μέσα από την σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου χριστιανοί. Μια παραβολή επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, αφού κάνει λόγο για την πλεονεξία, η οποία θεωρείται σύμφωνα με του Πατέρες της Εκκλησίας μας, αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο. Ο Απόστολος Παύλος μάλιστα την ονομάζει ειδωλολατρία και τη θεωρεί ρίζα πάντων των κακών.
Αφορμή για να διηγηθεί ο Κύριος αυτή την παραβολή, στάθηκε μια διαμάχη μεταξύ δύο αδελφών, οι οποίοι διαφωνούσαν για τον τρόπο που θα έπρεπε να μοιράσουν την πατρική τους κληρονομιά. Μάλιστα ο ένας από τους δύο αδελφούς, απευθύνθηκε στο Χριστό και του ζήτησε να τους δώσει λύση στο πρόβλημα τους. Ο Κύριος βέβαια, όπως ήταν φυσικό αποστασιοποιήθηκε από αυτή την ιστορία, λέγοντας στα δύο αδέλφια: «προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας, διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περισσά πλούτη, ούτε τα υπάρχοντά του, του εξασφαλίζουν μακροζωία και ευχάριστη ζωή». Και θέλοντας να δείξει ακριβώς τις κακές συνέπειες της πλεονεξίας, διηγήθηκε στα δύο αδέλφια και δια μέσου αυτών σε όλους εμάς, την παραβολή του άφρονος πλουσίου.
Είναι η πολύ γνωστή παραβολή που μιλάει για τον άνθρωπο εκείνο που είχε πολλά χωράφια και τα είδε λίγο πριν το θερισμό να είναι γεμάτα καρπούς. Κι αφού έκανε αυτή την παρατήρηση, άρχισε να σκέφτεται τι θα κάνει μιας και καρποφόρησαν τόσο πλούσια τα χωράφια του. Σκεφτόταν να γκρεμίσει τις αποθήκες του, να φτιάξει καινούργιες και να μαζέψει εκεί τα γεννήματα της χρονιάς, για να είναι ήσυχος στο μέλλον, να έχει εξασφαλισμένα τα εισοδήματά του και να καλύπτει τις ανάγκες του χωρίς προβλήματα. Κι ενώ τα σκεφτόταν αυτά, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει: «Άφρον, αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;».
Αδελφοί μου, ο Κύριος ονομάζει τον πλούσιο της σημερινής παραβολής άφρονα, δηλαδή άμυαλο, ανόητο. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι βέβαια τυχαίος και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τον προσπεράσουμε απαρατήρητα. Σήμερα, αδελφοί μου, εάν θέλουμε να εντοπίσουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου, καλούμαστε να κάνουμε στον εαυτό μας μία καίρια ερώτηση. – Γιατί ο Χριστός αποκάλεσε τον πλούσιο της παραβολής άφρονα; Τον αποκάλεσε λοιπόν άφρονα για τρεις λόγους.
Ο πρώτος λόγος διότι ο πλούσιος ξέχασε τον Θεό. Πίστεψε μόνο στις δικές του δυνάμεις, στις ικανότητές του, στον εαυτό του. Αγνόησε τον Θεό και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Θεός του έγινε ο πλούτος του, τα χωράφια του. Αυτά εξουσίαζαν την καρδιά του. Όλα αυτά που του προσέφερε ο Θεός την ευλογημένη εκείνη χρονιά, αδυνάτισε να τα εκλάβει ως δώρα εκείνου, και γι’ αυτό δεν σκέφτηκε ποτέ να τον ευχαριστήσει.
Αλλά μήπως και με μας σήμερα, αδελφοί μου, δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή πόσοι ακόμα λόγω της δίψας μας για να αποκτήσουμε τον πλούτο, δεν ξεχνάμε το Θεό. Εμείς οι άνθρωποι σήμερα πιστεύουμε πλέον μόνο όσα βλέπουμε με τα μάτια μας. Πάψαμε να πιστεύουμε στο θαύμα. Αιχμαλωτίσαμε τις καρδιές μας στην ύλη και δυστυχώς δεν αφήσαμε στις ψυχές μας καθόλου χώρο για τον Χριστό.
Ο δεύτερος λόγος που αποκάλεσε ο Κύριος άφρονα τον πλούσιο του Ευαγγελίου είναι επειδή, εκτός από τον Θεό, λησμόνησε και τον συνάνθρωπό του. Ο άφρονας πλούσιος παρέλειψε να κοιτάξει τον διπλανό του. Δεν πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό του, να δώσει ένα μικρό μέρος από την μεγάλη σοδιά του, στους φτωχούς ανθρώπους που τον είχαν τόση ανάγκη. Ο Θεός όμως θέλει να σκεφτόμαστε τους άλλους ανθρώπους και να είμαστε δίπλα τους. Να καταλαβαίνουμε τα προβλήματά τους και να μοιραζόμαστε τον πόνο τους.
Μια διήγηση από το Λειμωνάριο αναφέρει ότι ο Άγιος Θεοδόσιος άφησε παραγγελία στους μοναχούς ενός μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο ίδιος, να δίνουν στους φτωχούς γείτονες τους συγκεκριμένο μερίδιο σιταριού κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Κι οι μοναχοί, πιστοί στην εντολή του πνευματικού τους πατέρα, τηρούσαν την παραγγελία του. Ήρθε όμως μια χρονιά που δεν καρποφόρησαν τα χωράφια και έπεσε πολύ μεγάλη φτώχια. Οι καλόγεροι άρχισαν να μετράνε το σιτάρι που είχαν στην αποθήκη και ο υπεύθυνος είπε στον ηγούμενο ότι εκείνη τη χρονιά δεν θα μπορούσαν να δώσουν σιτάρι στους φτωχούς, γιατί θα έμεναν οι ίδιοι χωρίς ψωμί. Ο ηγούμενος επέμενε να δώσουν ώστε να τηρήσουν έτσι την εντολή του Αγίου και κτήτορα του μοναστηριού τους. Η επιτροπή όμως που διοικούσε το μοναστήρι αρνήθηκε τελικά να δώσει τη δωρεά κι ο ηγούμενος υποχώρησε. Κι έτσι, όταν ήρθαν οι φτωχοί δεν πήραν τίποτα. Την επόμενη μέρα οι καλόγεροι άνοιξαν τις αποθήκες τους και αντίκρισαν το σιτάρι να ‘χει φυτρώσει. Αναγκάστηκαν να το πετάξουν όλο κι έτσι κατάλαβαν ότι μη τηρώντας την εντολή του Αγίου και μη σκεπτόμενοι τους άλλους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονταν σε ανάγκη, έχασαν και αυτό που είχαν.
Ο Κύριος αποκαλεί τον πλούσιο της παραβολής άφρονα για ακόμα έναν λόγο. Γιατί ο άνθρωπος αυτός λησμόνησε, εκτός από τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, και τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα στον παραλογισμό στον οποίο τον οδήγησε η πλεονεξία του, ξέχασε ότι ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό μόνο να τρώει και να πίνει. Ξέχασε πόσο σύντομη είναι η ζωή και δεν σκέφτηκε καθόλου την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου.
Άραγε πόσο κοντά βρίσκεται η εποχή μας με την νοοτροπία του άφρονα πλουσίου. Στις μέρες μας τα πάντα γυρνούν γύρω από την καλοπέραση. Είναι τόσος ο παραλογισμός, η αφροσύνη, που ξεχνούμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη είναι η επίγεια ζωή μας. Και ξεγελιόμαστε σε τέτοιο βαθμό που λησμονούμε κι αυτήν την πραγματικότητα του θανάτου.
Αγαπητοί μου αδελφοί, όσες φορές ο Κύριος δίδαξε τους μαθητές του και τα πλήθη, με τις μικρές αυτές διηγήσεις που στη γλώσσα της Εκκλησίας μας ονομάζονται παραβολές, προσπάθησε με τον πιο απλό τρόπο να τους συστήσει τον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Ο πλούσιος που πρωταγωνίστησε στην σημερινή παραβολή έχασε αυτήν την ευκαιρία και αναδείχτηκε ανάξιος στα μάτια του Χριστού μας. Μάλιστα χαρακτηρίστηκε από τον Κύριο άφρονας, γιατί έβγαλε από την ζωή του εντελώς τον Θεό, ξέχασε τον συνάνθρωπό του, αλλά ξέχασε ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε πολύ καλά γιατί ο Χριστός αποκάλεσε τον πλούσιο της σημερινής παραβολής άφρονα. Γιατί μόνο έτσι, αδελφοί μου, θα αποφύγουμε και ‘μεις την κατάληξη αυτού του δύστυχου ανθρώπου και θα προσπαθήσουμε να κάνουμε στη ζωή μας ότι ακριβώς δεν έκανε εκείνος. Τότε όχι μόνο δεν θα ονομαστούμε και ‘μεις άφρονες, αλλά θα έχουμε πετύχει και τον προορισμό μας, που δεν είναι άλλος από την Βασιλεία του Θεού. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 18, 18-27)
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
Αγαπητοί αδελφοί, ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο για τη συνάντηση που είχε ο Χριστός μας, με έναν άνθρωπο πλούσιο. Ο άνθρωπος αυτός, σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, ήταν τύπος θρησκευτικός και αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή που προσέγγισε το Χριστό. Πήγε κοντά του, γονάτισε, τον αποκάλεσε δάσκαλο αγαθό και άρχισε να τον ρωτάει για τα θέματα της πνευματικής ζωής:
– «Διδάσκαλε τι να πράξω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Και ο Κύριος του απάντησε: «Τις εντολές του Θεού τις γνωρίζεις: μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Εκείνος επέμεινε λέγοντας ότι όλα αυτά τα τηρεί από τα νιάτα του. Και αφού τον άκουσε ο Κύριος και γνωρίζοντας πολύ καλά τι κρατά συνήθως τον άνθρωπο δεμένο γερά στη γη, του απαντά: «Ένα μόνο σου λείπει, να πουλήσεις ότι έχεις, να τα δώσεις στους φτωχούς, οι θησαυροί σου να πάνε στον ουρανό και να μην είναι πια στη γη, κι έλα να με ακολουθήσεις». Εκείνος, ύστερα από αυτό έπεσε σε λύπη και έφυγε μη μπορώντας να ακολουθήσει την υπόδειξη του Κυρίου.
Σήμερα, αδελφοί μου ο Κύριος, μιλάει στον πλούσιο άνθρωπο του Ευαγγελίου, με τρόπο απόλυτο: «πούλησέ τα όλα, δώσ’ τα στους φτωχούς κι έλα μαζί μου». Δεν του αφήνει περιθώρια. Αν θες, του λέει, να κερδίσεις την αιώνια ζωή, θα τα δώσεις «όλα». Γιατί, όμως, ο Κύριος μίλησε σήμερα με τέτοιο τρόπο; Τελικά, απαιτεί τόσα πολλά από τους ανθρώπους; Είναι τόσο σκληρός μαζί τους που θέλει να τους φορτώνει με τόσο μεγάλα και δυσβάστακτα φορτία; Όχι, αδελφοί μου. Γνωρίζουμε πολύ καλά από τα Ευαγγέλια, πως όσοι άνθρωποι πλησίασαν το Χριστό τους ευσπλαχνίσθηκε και τους έφερε κοντά του. Ακόμα και εκείνους τους ανθρώπους που ήταν ψυχικά ταλαιπωρημένοι – οι τελώνες, οι πόρνες, οι ληστές – που είχαν μεγάλες πληγές μέσα στη καρδιά τους και πλησίασαν τον Χριστό για να θεραπευτούν, εκείνος τους δέχτηκε με αγάπη και καλοσύνη, χωρίς να βάλει μπροστά τους τις φοβερές απαιτήσεις που έβαλε μπροστά στο πλούσιο της σημερινής περικοπής.
Μα και με τον πλούσιο του σημερινού Ευαγγελίου δεν ήταν από την αρχή απόλυτος. Εκείνος, όμως, επέμενε και ήθελε να μάθει τι του έλειπε ακόμα. Κι ο Χριστός καταλαβαίνει πως αυτός ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται με τον σωστό τρόπο. Ήξερε πολύ καλά, ως παντογνώστης Θεός, ότι βρισκόταν μακριά από το Θεό και ότι στην ουσία δεν τις τηρούσε τις εντολές όπως θα έπρεπε. Και ο Χριστός για να δοκιμάσει την εσωτερική του κατάσταση, του μίλησε με τρόπο απόλυτο, μήπως και ξυπνήσει, μήπως και καταλάβει ότι έχει ανάγκη το Θεό, μήπως και αλλάξει και έτσι έλθει η χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά του.
Ο Χριστός μας σήμερα γίνεται απέναντι στον πλούσιο του Ευαγγελίου, απόλυτος. Όχι όμως για να τον προσβάλει ή να τον τιμωρήσει, αλλά για να τον βοηθήσει, δείχνοντας του την άσχημη πνευματική του κατάσταση. Όμως, η διήγηση του σημερινού Ευαγγελίου, φανερώνει και σε ‘μας, κάτι πολύ σπουδαίο. Τον σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να αγωνιζόμαστε πνευματικά. Πολλές φορές, και ‘μεις μένουμε μόνο στην επιφάνεια, τηρώντας επιλεκτικά μόνο κάποιες από τις εντολές του Θεού και λέμε: είμαστε τίμιοι, ερχόμαστε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και ανάβουμε κερί, δεν αδικούμε κανένα, δεν κλέβουμε, δεν έχουμε σκοτώσει, άρα είμαστε καλά. Σκεπτόμενοι όμως με αυτό τον τρόπο κατατάσσουμε τους εαυτούς μας στην περίπτωση του σημερινού πλούσιου ο οποίος νόμιζε ότι είχε κερδίσει την αιώνια ζωή, όμως δεν τόλμησε να κάνει την μεγάλη υπέρβαση στο χώρο της αγάπης και τελικά έμεινε σε όλα αυτά που μας δεσμεύουν εδώ στη γη.
Αδελφοί μου το μήνυμα του σημερινού Ευαγγελίου είναι ξεκάθαρο. Πνευματική ζωή σημαίνει πρώτα απ’ όλα ταπείνωση. Αν ταπεινωνόμαστε μπροστά στον Κύριο, ελκύουμε τη συμπάθειά του και γινόμαστε παιδιά του. Ακολουθώ το Χριστό σημάνει ότι συμπορεύομαι μαζί του και ότι προσπαθώ να τον μιμηθώ. Πνευματική ζωή σημαίνει πως πρέπει να υπερβούμε τον εαυτό μας, το εγώ μας και να δοθούμε ολοκληρωτικά στις προσκλήσεις του Κυρίου μας. Να είμαστε έτοιμοι να τα δώσουμε και να τα χάσουμε όλα. Αυτό ακριβώς έπραξαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας και γι’ αυτό χαριτώθηκαν τόσο πολύ από τον Χριστό μας. «Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε», λέει ο Απόστολος Πέτρος. Αυτό καλούμαστε να πράξουμε και ‘μεις αν πραγματικά επιθυμούμε την αιώνια ζωή. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ιωάν. δ΄ 5-42)
Κυριακή 2 Ιουνίου 2013
Αγαπητοί μου αδελφοί, πέμπτη Κυριακή σήμερα από το Πάσχα και ακούσαμε στο Ευαγγέλιο τη συζήτηση που είχε ο Χριστός, δίπλα στο πηγάδι του Ιακώβ με μια γυναίκα Σαμαρείτιδα, που τη γιορτάζουμε και την τιμάμε σήμερα ως Μεγαλομάρτυρα και Ισαπόστολο. Είναι φανερό πως και μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, η Εκκλησία μας, θέλει να μας φανερώσει για μια ακόμα φορά, εκείνο το θαυμαστό και ελπιδοφόρο για τους ταπεινούς και αμαρτωλούς, ότι ο Χριστός μας δηλαδή «ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους αλλά αμαρτωλούς».
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή παρουσιάζει τον Κύριο να βαδίζει με τους μαθητές του από τα Ιεροσόλυμα προς την Γαλιλαία και μάλιστα από έναν δρόμο που συνήθως δεν τον διάβαιναν οι Εβραίοι. Διάλεξαν δηλαδή να περάσουν μέσα από τη Σαμάρεια και έτσι να φθάσουν στον προορισμό τους. Κατάκοπος ο Κύριος, έφθασε με τους μαθητές του κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ το μεσημέρι. Και ενώ οι μαθητές πήγαν να αγοράσουν τρόφιμα, ήρθε μια γυναίκα για να πάρει νερό από το πηγάδι. Και ο Χριστός μας, άρχισε τη συζήτηση μαζί της.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει τη Σαμαρείτιδα ως μια γυναικά μειωμένης ηθικής εκτίμησης, αφού πέντε άνδρες είχε ως την στιγμή που συνάντησε τον Ιησού και ο τελευταίος που ζούσε μαζί της, δεν ήταν και αυτός νόμιμος σύζυγος της. Ο Κύριος όμως είδε στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας, αδελφοί μου, μια θαυμάσια και φωτεινή ύπαρξη που η αμαρτία είχε προσωρινά αμαυρώσει την φωτεινότητά της. Είδε επίσης, πως ο άνθρωπος αυτός, θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον παράδειγμα προς μίμηση και τύπος αληθινού μέλους της Εκκλησίας. Και πράγματι. Στη συνέχεια του Ευαγγελίου αυτή η αμαρτωλή γυναίκα, μας εκπλήσσει με τα ενδιαφέροντά της και το περιεχόμενο των ερωτήσεών της. Φαίνεται πως διαφυλάσσει μέσα της κάποια θρησκευτική γνώση και κάποιους πνευματικούς προβληματισμούς. Θέτει στον Χριστό μας ενδιαφέροντα θεολογικά ερωτήματα, τα οποία προκαλούν τον διδάσκαλο ν’ αποκαλύψει, σ’ αυτήν για πρώτη φορά, αλήθειες που δεν έχουν κοινοποιηθεί σε κανέναν έως τότε.
Η πρώτη αλήθεια που αποκαλύπτεται είναι, ότι ο άνθρωπος προκειμένου να φθάσει την μοναδική πηγή της ζωής πρέπει να γνωρίσει το Χριστό. Αυτός είναι το ζωντανό νερό, η πηγή του «ζώντος ύδατος». Χωρίς αυτό το νερό δεν νοείται ζωή. Γι’ αυτό και ο Κύριος ανοίγει διακριτικά το πηγάδι της Σαμαρείτιδας που είναι η καρδιά της, ο εσωτερικός της κόσμος. Εκείνη δεν κουμπώθηκε μπροστά σ’ αυτό, αλλά παραδέχτηκε την κατάστασή της, καθάρισε το πηγάδι της ψυχής της από τα χώματα της αμαρτίας και το γέμισε με το ζωντανό νερό του Χριστού που την κατέστησε και την ίδια, πηγή ζωντανού νερού για πάντα.
Η Δεύτερη αλήθεια που αποκαλύπτεται στο διάλογο αυτό, προκαλείται και πάλι από τη Σαμαρείτιδα με την ερώτησή της: «που είναι προτιμότερο να λατρεύεται ο Θεός, στο όρος Γαριζίν ή στο ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα;». Η απάντηση του Κυρίου ανατρέπει τα ως τότε λατρευτικά δεδομένα και ουσιαστικά καταργεί τη φαρισαϊκή τυπολατρεία που δεν είχε κανένα πνευματικό όφελος. Σύμφωνα με το Χριστό μας, ο Θεός πρέπει να λατρεύεται «εν πνεύματι και αληθεία», δηλαδή αληθινά και πνευματικά, αν θέλουμε να έχουμε πνευματικά αποτελέσματα.
Και το τρίτο θέμα που τίθεται προς συζήτηση από τη Σαμαρείτιδα είναι εκείνο περί της ελεύσεως του Μεσσία. «Του λέει η γυναίκα: ξέρω πως έρχεται Μεσσίας που λέγεται Χριστός, όταν έλθει εκείνος θα μας τα πει και θα τα εξηγήσει όλα». Και εδώ φθάνουμε στο ύψιστο σημείο της συνομιλίας, όπου ο Χριστός αποκαλύπτει με προσωπικό τρόπο: «εγώ ειμί ο λαλών σοι». Δηλαδή εγώ είμαι αυτός ο Μεσσίας που περιμένετε. Φανερώνει πως είναι ο Υιός του Θεού, παρόλο που απέκρυπτε αυτή την αλήθεια από τους ανθρώπους. Μόνο στη Σαμαρείτιδα και στον τυφλό της επόμενης Κυριακής το απεκάλυψε.
Αδελφοί μου, η Εκκλησία σήμερα μας διδάσκει πως μια αμαρτωλή ύπαρξη είναι δυνατό να γίνει μια αγία παρουσία, αρκεί να υπάρξει κοινωνία με το Χριστό. Η Σαμαρείτιδα γυναίκα, αυτή που σήμερα γιορτάζουμε ως Μεγαλομάρτυρα και Ισαπόστολο Φωτεινή, κέρδισε τη σχέση της με το Θεό γιατί κοίταξε μέσα της, κοίταξε στο πηγάδι της ψυχής της, όπως θέλει ο Θεός, ήρθε στη μετάνοια και αναστήθηκε πνευματικά μπροστά στο Χριστό.
Ο γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης λέει πως «ο Θεός έχει βάλει μέσα στη ψυχή του ανθρώπου μια δύναμη. Από τον άνθρωπο εξαρτάται πως την διοχετεύει, για το καλό ή για το κακό. Αν το καλό το παρομοιάσουμε με ανθόκηπο γεμάτο λουλούδια δέντρα και φυτά, ενώ το κακό με αγκάθια και τη δύναμη με νερό, τότε μπορεί να συμβεί το εξής: όταν το νερό το διοχετεύσουμε προς τον ανθόκηπο, τότε όλα τα φυτά αναπτύσσονται, πρασινίζουν, ανθίζουν, ζωογονούνται. Την ίδια στιγμή τα αγκάθια, επειδή δεν ποτίζονται, μαραίνονται και χάνονται».
Αυτή τη δύναμη πρέπει να βρούμε και ‘μείς, αδελφοί μου, και να κοιτάξουμε μέσα μας. Να καθαρίσουμε το πηγάδι της ψυχής μας με την ταπείνωση και τη μετάνοια. Και όπως η Σαμαρείτιδα γυναίκα κέρδισε τη σχέση της με το Θεό, έτσι και ‘μεις θα κερδίσουμε την πνευματική μας ανάσταση. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ιωάν. θ΄ 1-38)
Κυριακή 9 Ιουνίου 2013
Μια πανέμορφη ευαγγελική περικοπή ακούσαμε σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί. Μια ευαγγελική περικοπή η οποία περιλαμβάνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, στο οποίο περιγράφεται η θεραπεία ενός εκ γενετής τυφλού.
Σε σχέση με αυτά που ακούσαμε τις δύο προηγούμενες Κυριακές, δηλαδή την Κυριακή του Παραλύτου και την Κυριακή της Σαμαρείτιδος, η συνάντηση του Χριστού με τον τυφλό διαφέρει. Μπορεί και ο παράλυτος να ήταν άρρωστος. Αιτία όμως της αρρώστιας του, ήταν η αμαρτία. Και για τη Σαμαρείτιδα επίσης είναι σαφείς οι πνευματικές της προϋποθέσεις, αφού και γι΄ αυτήν υπάρχει στη μέση η αμαρτία. Όμως στο θαύμα που ακούσαμε σήμερα, δεν γίνεται λόγος περί αμαρτίας. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Χριστός και οι μαθητές του συνάντησαν τον εκ γενετής τυφλό, η πρώτη απορία των μαθητών ήταν: «Κύριε ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός;» Και ο Κύριος απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του».
Στη συνέχεια ο Κύριος ακολουθεί έναν, θα λέγαμε, περίεργο τρόπο θεραπείας. Κάνει λάσπη με το σάλιο του, αλείφει με αυτή τα μάτια του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να πλυθεί. Και ο τυφλός πήγε αμέσως, νίφτηκε και επέστρεψε έχοντας το φως του. Μάλιστα, σημειώνει εκεί ο Ευαγγελιστής, ότι «Σιλωάμ» θα πει απεσταλμένος, και απεσταλμένος όπως ξέρουμε είναι ο ίδιος ο Χριστός, εκείνος που ο Πατήρ, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, απέστειλε στον κόσμο. Όμως, αδελφοί μου, απεσταλμένος σήμερα γίνεται και ο τυφλός του Ευαγγελίου. Το βλέπουμε παρακάτω. Βλέπουμε ότι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κόσμο και μάλιστα με τους αντιπάλους του Χριστού, οι οποίοι αμφισβητούν το θαύμα και προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αποδείξουν ότι ο Ιησούς δεν είναι ο Χριστός, δεν είναι ο Μεσσίας, δεν είναι ο Θεός.
Έχει σημασία λοιπόν ότι και ο τυφλός, αφού γίνει καλά, γίνεται πια απεσταλμένος. Για να γίνει απεσταλμένος του Θεού, ο τυφλός χρειαζόταν να ξαναδημιουργηθεί. Γι’ αυτό ο Χριστός τον θεραπεύει, όχι με μια εντολή του ή έναν λόγο του, αλλά φτιάχνοντας λάσπη. Για να μας δείξει με αυτόν τον τρόπο, πως με τον ερχομό του και την Ανάσταση του, ο κόσμος ξανά δημιουργείται. Γιατί με την Ανάσταση, όπως ακούμε όλες αυτές τις μέρες στην Εκκλησία, έχουμε «απαρχήν άλλης βιοτής».
Αδελφοί μου, ο τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου βρήκε το Χριστό, κατάλαβε το νόημα της ζωής και επέλεξε αυτό το νόημα να το ακολουθήσει, μ’ ότι συνέπειες αυτό είχε για τον ίδιο. Υποβάλλεται σε εξαντλητική ταλαιπωρία από τους Φαρισαίους, αποκόπτεται από τους γονείς του, ανακρίνεται συνέχεια, γίνεται αποσυνάγωγος. Ο ίδιος όμως προκόβει στη πίστη, γίνεται πιο πιστός και σιγά-σιγά αναγνωρίζει τον Χριστό ως κριτή και Θεό.
Μας κάνει εντύπωση πως ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σ’ αυτό το θαύμα, δεν μας λέει πουθενά το όνομα του τυφλού. Και ξέρουμε ότι, τις πιο πολλές φορές, όταν στο Ευαγγέλιο δεν αναφέρεται το όνομα κάποιου, αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν όνομα μπροστά στο Θεό, δεν τους ξέρει ο Θεός. Η σχέση τους με το Θεό δεν είναι εκείνη που θέλει Εκείνος και έτσι δεν υπάρχει όνομα για να τους καλέσει ο Θεός και εκείνοι να ακούσουν. Εδώ όμως δεν είναι αυτός ο λόγος. Ο τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου δεν έχει όνομα για να μπορούμε εμείς, εγώ και εσείς, ο καθένας, να βάλει το δικό του όνομα εκεί και να δει σε αυτήν την ιστορία τον ίδιο τον εαυτό του.
Αυτό μας καλεί να κάνουμε σήμερα η Εκκλησία, αδελφοί μου. Να δούμε και εμείς, εάν έχουμε γνωρίσει αληθινά το Χριστό, εάν έχουμε καταλάβει τι πραγματικά χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο, εάν έχουμε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να είναι κανείς απεσταλμένος του Θεού στον κόσμο, τι σημαίνει να είναι κανείς εικόνα του Θεού. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε και εμείς, όπως μπόρεσε και ο τυφλός, να λάβουμε το μεγαλύτερο δώρο που μας προσφέρει ο Χριστός μας με την Ανάστασή του. Την «απαρχήν άλλης βιοτής». Δηλαδή την αρχή μιας καινούργιας ζωής, που δεν είναι άλλη από τη Βασιλεία του Θεού. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ιωάν. ιζ΄ 1-13)
Κυριακή 16 Ιουνίου 2013
Αγαπητοί μου αδελφοί, έβδομη Κυριακή από το Πάσχα σήμερα και η Εκκλησία μας έχει ορίσει να εορτάζουμε και να τιμούμε την μνήμη των Αγίων 318 θεοφόρων Πατέρων που πήραν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας, κατά τον δ΄ αιώνα. Η Σύνοδος αυτή ουσιαστικά καταδίκασε την φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και θέσπισε το σύμβολο της πίστεως, το οποίο περιέχει συνοπτικά τα κύρια σημεία της ορθής πίστεώς μας. Ο σημερινός εορτασμός, μια Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, θεσπίστηκε για να τονιστεί η θεότητα του προσώπου του Χριστού και η μεγάλη σημασία αυτής της αλήθειας για ολόκληρη την Εκκλησία.
Αυτή την αλήθεια που αφορά τη θεότητα του προσώπου του Χριστού αρνούνταν ο μεγάλος αιρεσιάρχης Άρειος με τη διδασκαλία του. Ο Άρειος δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι ο Θεός είναι Ένας στη φύση, αλλά Τριαδικός στα πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Έλεγε με το υπερήφανο μυαλό του, ότι δεν μπορούν τάχα να υπάρχουν πολλοί Θεοί, γι’ αυτό και υποστήριζε μεταξύ των άλλων, πως ο Χριστός δεν είναι κατά φύσιν και κατ’ ουσίαν αληθινός Θεός, αφού είναι κτίσμα και δημιούργημα του Θεού. Η διδασκαλία αυτή, απείλησε όχι μόνο την ενότητα της Εκκλησίας, αλλά πολύ περισσότερο την ίδια τη σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες, που πήραν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, καταδίκασαν την διδασκαλία του Αρείου ενώ συγχρόνως υπερασπίστηκαν την ορθή πίστη, όπως προκύπτει μέσα από τα λόγια του Κυρίου που διαβάζουμε στα Ευαγγέλια.
Ο Ιησούς Χριστός, αδελφοί μου, είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Είναι ο σαρκωθείς Υιός και λόγος του Θεού, που έπαθε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό και στο σύμβολο της πίστεως μας, ομολογούμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», ότι δεν είναι κτίσμα και ότι υπήρχε πάντα μαζί με τον Θεό Πατέρα. Λέει χαρακτηριστικά ο Άγιος Κύριλλος, επίσκοπος Ιεροσολύμων στις κατηχήσεις του: «Πιστεύουμε λοιπόν στον Υιό του Θεού τον Μονογενή, ο οποίος γεννήθηκε από τον Πατέρα, Θεός αληθινός. Γιατί ο αληθινός Θεός δεν γεννάει ψεύτικα, καθώς έχει ειπωθεί, ούτε προηγουμένως σκέφτηκε και μετά γέννησε. Αλλά γέννησε προαιώνια και άχρονα. Ο Θεός Πατέρας γέννησε Υιό, Θεό αληθινό, που ονομάστηκε Εμμανουήλ».
Αυτή την αλήθεια, διαμηνύει και η σημερινή ευαγγελική περικοπή, η οποία αποτελεί ένα τμήμα από την αρχιερατική προσευχή του Χριστού. Είναι η προσευχή που έκανε ο Κύριος μετά το Μυστικό Δείπνο, μιλώντας στους μαθητές του λίγο πριν εξέλθουν «πέραν του χειμάρρου των Κέδρων», για να φθάσουν στη Γεθσημανή. Ο Κύριος αναφερόμενος στον Πατέρα του λέει: «Οι μαθητές μου και παιδιά δικά σου, Πατέρα, γνώρισαν ότι εσύ με απέστειλες και πίστεψαν ότι είμαι ο αληθινός, ο γνήσιος Υιός σου».
Με την αλήθεια αυτή η Εκκλησία, μας ετοιμάζει να υποδεχθούμε τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός που είναι ο αληθινός Θεός ήρθε στο κόσμο για να μας φανερώσει το όνομα του Θεού Πατέρα. Αυτή η γνωριμία με τον Θεό Πατέρα, αλλά και η γνωριμία μας με τον Ιησού Χριστό, είναι ουσιαστικά η αιώνιος ζωή. Το λέει στο σημερινό Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Κύριος: «Και αυτή είναι η αιώνιος ζωή, να γνωρίσουν εσένα, που είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και τον Ιησού Χριστό, που απέστειλες στον κόσμο».
Είθε, αδελφοί μου, ο Θεός να φανερώνει το όνομά του και σε ‘μας, σε όλους μαζί και στον καθένα μας, όπως το φανέρωσε στους μαθητές του, για να είμαστε και εμείς «γεμάτοι από τη δική του χαρά». Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ιωάν. ζ΄ 37-52, η΄ 12)
Κυριακή 23 Ιουνίου 2013
«Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν…»
Κυριακή της Πεντηκοστής σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, και η Εκκλησία μας εορτάζει την γενέθλιο ημέρα της. Σήμερα εκπληρώνεται η υπόσχεση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ότι δεν θα εγκαταλείψει με την Ανάληψή Του τον κόσμο, αλλά θα στείλει τον Παράκλητο για να μας κατευθύνει και για να συγκροτεί με την ενοποιητική του δύναμη, ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας.
Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς μέσα από τις Πράξεις των Απόστόλων, ενώ όλοι οι Απόστολοι βρισκόντουσαν μαζί στο υπερώο, ακούστηκε ξαφνικά ένας ήχος από τον ουρανό «ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας» κι γέμισε το σπίτι όπου βρισκόντουσαν. Και φάνηκαν να διαμοιράζονται σ’ αυτούς γλώσσες πύρινες και κάθισαν πάνω στην κεφαλή του καθενός κι «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου». Τότε οι Απόστολοι άρχισαν να μιλούν σε ξένες γλώσσες, καθώς το Άγιο Πνεύμα, τους έδινε τον φωτισμό και την δύναμη να το κάνουν και κήρυτταν τον λόγο του Θεού.
Με τη κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή με την κάθοδο του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του ομοουσίου με τον Πατέρα και τον Υιό, έχουμε τη επίσημη παρουσία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Το Άγιο Πνεύμα είναι η δύναμη, η ψυχή, ο νους και η συνείδηση της Εκκλησίας. «Βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί», διδάσκει αληθινή σοφία σε αγράμματους, συγχωρεί και εξαλείφει αμαρτήματα, μετουσιώνει υλικά στοιχεία, όπως είναι το ψωμί και το κρασί σε σώμα και αίμα Χριστού. Αναδεικνύει τους ανθρώπους σε τέκνα Θεού, μεταβάλει τη γη σε ουρανό, τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού, τη φθορά σε αφθαρσία, την προσωρινότητα σε αιωνιότητα, τον κόσμο της πτώσεως σε καινή κτίση.
Η Βυζαντινή εικόνα της Πεντηκοστής που προσκυνήσαμε μπαίνοντας σήμερα στον ιερό Ναό, αδελφοί μου, θέλει να μας γνωρίσει όλη την θεολογία της σημερινής εορτής. Η εικόνα παρουσιάζει καταρχήν το υπερώο, όπου έμεναν οι Απόστολοι μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Οι Άγιοι Απόστολοι παρουσιάζονται καθισμένοι ημικυκλικά, σαν να κάθονται σε πέταλο και όχι σε κλειστό κύκλο. Το ημικύκλιο αυτό θέλει να δείξει ότι η Εκκλησία είναι ανοιχτή και ότι περιμένει όλους τους ανθρώπους να έλθουν στους κόλπους της. Επιδιώκει να μεταμορφώσει τους πάντες και τα πάντα. Στην κορυφή του ημικυκλίου, ανάμεσα στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, υπάρχει μια θέση κενή. Είναι η θέση του Χριστού, ο Οποίος αοράτως βρίσκεται πάντοτε μέσα στην Εκκλησία. Όλοι οι Απόστολοι παρουσιάζονται ήρεμοι, με γλυκιά έκφραση και στοχαστικό βλέμμα. Η ηρεμία τους και γλυκύτητα αυτή, μαρτυρεί την παρουσία των καρπών του Αγίου Πνεύματος, που κατά τον Απόστολο Παύλο είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η πίστη, η πραότητα, και η εγκράτεια. Για πρώτη φορά εμφανίζονται με φωτοστέφανο, το οποίο δείχνει ότι δέχτηκαν την έλλαμψη και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Πάνω στο φωτοστέφανο διακρίνονται οι πύρινες γλώσσες του Παρακλήτου. Στα χέρια τους κρατούν ειλητάρια, που είναι σύμβολα του χαρίσματος της διδασκαλίας που έλαβαν από το Θείο Πνεύμα. Κάτω από το κάθισμα όπου κάθονται οι Άγιοι Απόστολοι, μέσα σε πλαίσιο, σε σκοτεινό φόντο, εικονίζεται ένας γέροντας με στέμμα στο κεφάλι. Συμβολίζει τον κόσμο, ο οποίος γέρασε μέσα στην αμαρτία, μακριά από το Θεό. Το σκοτεινό φόντο συμβολίζει το πηχτό σκοτάδι που επικρατεί μακριά από τον Θεό. Το στέμμα την αμαρτία που βασίλευε στον κόσμο.
Αδελφοί μου, η βυζαντινή εικόνα της Πεντηκοστής, δεν θέλει μόνο να μας παρουσιάσει τις αλήθειες της σημερινής εορτής, αλλά να μας απευθύνει και μια πρόσκληση. Η σημερινή εορτή δεν μας θέλει απλούς θεατές, αλλά μας καλεί να βιώσουμε κιόλας αυτό το γεγονός. Η Εκκλησία μας, έχει μια ανοιχτή αγκαλιά, μέσα στην οποία θέλει να μπούμε όλοι μας. Μόνο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, θα πετύχουμε την εν Χριστώ μεταμόρφωση μας και θα αξιωθούμε να δεχτούμε την φιλάνθρωπη, φωτιστική και σωτήρια επίσκεψη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ματθ. θ΄ 36, ι΄1-8)
Κυριακή 30 Ιουνίου 2013
Αγαπητοί μου αδελφοί, η Εκκλησία μας σήμερα, μία Κυριακή μετά την Πεντηκοστή, έχει επιλέξει πολύ σοφά, να εορτάζει και να πανηγυρίζει τους Άγιους Πάντες. Σε αυτή την εορτή υπάγονται όλοι οι Άγιοι, γνωστοί και άγνωστοι, πριν και μετά το Χριστό, που όχι μόνο πίστεψαν στον Κύριο και στο κήρυγμά του, αλλά με τη ζωή τους, έκαναν πράξη τις αλήθειες του Ευαγγελίου, ενώ ταυτόχρονα με το παράδειγμά τους, ενισχύουν και προτρέπουν όλους εμάς να συνεχίσουμε τον καλό αγώνα της πίστεως. Την προηγούμενη εβδομάδα, εορτάσαμε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Σήμερα, βλέπουμε ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια μας τα αποτελέσματα αυτής της καθόδου, που είναι ο αγιασμός του ανθρώπου.
Όμως, αδελφοί μου, η λέξη άγιος ή αγιότητα παραπέμπει σε κάτι εντελώς άσχετο και ξένο προς την εποχή μας. Για παράδειγμα ποιος από τους γονείς της εποχής μας φιλοδοξεί να κάνει τα παιδιά του Αγίους; Ποιο από τα σχολεία μας και τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργούν την αγιότητα ή την προβάλλουν ως όραμα και πρότυπο; Ο επιτυχημένος άνθρωπος της εποχής μας, το ιδανικό της σύγχρονης παιδείας και του πολιτισμού μας, δεν είναι καν ο καλός και αγαθός, αλλά αυτός που εξασφαλίζει χρήματα, ανέσεις και κοινωνική προβολή. Άλλοτε οι άνθρωποι ζούσαν με τους Αγίους, εόρταζαν τις μνήμες τους και αντλούσαν απ’ αυτούς τη δύναμη, αλλά και το μέτρο της δικής τους πνευματικής κατάστασης.
Σήμερα η αγιότητα, έγινε για τους περισσότερους ένα ξεχασμένο όραμα, υπόθεση λίγων, καθώς και μια άπιαστη υπόθεση. – Αυτά τα πράγματα, ισχυρίζονται πολλοί, δεν είναι για ‘μας, ούτε για την εποχή μας. Και όμως σήμερα ο Χριστός μας, μας καλεί όλους. Μας καλεί να γίνουμε μέτοχοι στην ίδια τη ζωή Του και άρα να αγιάσουμε τους εαυτούς μας. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό, δεν είναι τα χαρίσματά μας, οι ικανότητές μας, η τήρηση κάποιων ηθικών αρχών. Αλλά η αγάπη μας προς τον Χριστό. Άγιοι μπορούμε να γίνουμε εάν αγαπήσουμε πρώτα και πάνω απ’ όλα τον Θεό. Αυτό έκαναν οι μαθητές του Κυρίου που με το στόμα του Αποστόλου Πέτρου είπαν: «Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε». Δέχτηκαν την αγάπη του Χριστού και την προσέφεραν χωρίς καμία διάκριση σε όλους τους ανθρώπους. Η αγάπη αυτή θα μας μεταμορφώσει και θα μας αγιάσει.
Την αγάπη αυτή, ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος την ονομάζει πνευματική μέθη. Την παρομοιάζει με κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου και κάνει ευτυχισμένο αυτόν που θα πιει απ’ αυτή την αγάπη. «Ήπιαν, προσθέτει, οι ακόλαστοι και επανέκτησαν την εντροπή. Οι αμαρτωλοί και λησμόνησαν τους δρόμους της αμαρτίας. Οι μέθυσοι και έγιναν νηστευτές. Οι πλούσιοι και επιθύμησαν την πτωχεία. Οι φτωχοί και πλούτισαν με την ελπίδα. Οι άρρωστοι και έγιναν δυνατοί. Οι αγράμματοι και ανεδείχθησαν σοφοί».
Αδελφοί μου, οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, αγάπησαν πρώτα και πάνω απ’ όλα τον Χριστό. Έτσι κατάφεραν να ενωθούν μαζί του αδιάσπαστα και να Τον φανερώνουν στον κόσμο μέσα από την ύπαρξή τους. Σήμερα, αυτοί οι Άγιοι, δίνουν και σε ‘μας την ευκαιρία να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους, αλλά συνάμα, να κατανοήσουμε και κάτι πολύ σημαντικό. Ότι η αγιότητα δεν είναι για λίγους αλλά για όλους μας. Δεν απαιτείται ιδιαίτερος χώρος ή τρόπος για ν’ αγιασθούμε. Αυτό που απαιτείται είναι ν’ αδειάσουμε τον εαυτό μας, όσο πιο πολύ μπορούμε, από τον εγωισμό μας, πράγμα όχι εύκολο, αφού χαρακτηριστικό των παθών είναι η φιλαυτία. Έτσι καλούμαστε να δοξάσουμε τον Θεό «εν τω σώματι ημών και εν τω πνεύματι ημών», κι έτσι να κοινωνήσουμε της αγιότητας που μας προσφέρει ο Θεός με το Σώμα και τι Αίμα του Υιού Του. Όλα αυτά δεν είναι εύκολα. Αλλά «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ».
Η εποχή μας περιφρονεί την αγιότητα διότι μας καλλιεργεί με χίλιους τρόπους την φιλαυτία. Αυτό μας οδηγεί μοιραία στην καταστροφή. Μόνο το όραμα της αγιότητας θα σώσει τον κόσμο μας και θα μας οδηγήσει στο ποθούμενο, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Αμήν.
Οικ. Π. Α.