Ὁ ναός τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου εἶναι τό καθολικό παλαιᾶς μικρῆς μονῆς, στή δυτική εἴσοδο τῆς Νάουσας. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, τά λίγα κελλιά καί οἱ βοηθητικοί χῶροι τῆς μονῆς κατέρρευσαν. Σήμερα, ὑπάρχουν ὁ ναός τῆς μονῆς, πού διατηρεῖται σέ πολύ καλή κατάσταση, ὁ μανδρότοιχος πού περικλείει τή μονή, μία μικρή αἴθουσα στήν νοτιοανατολική γωνία τοῦ ναοῦ, πού χρησιμοποιεῖται ὡς γυναικωνίτης καί τρία συνεχόμενα ἰσόγεια κελλιά, τά ὁποῖα ἔχουν πρόσφατα ἀνακαινισθεῖ καί στεγάζουν τήν Συλλογή Βυζαντινῶν Εἰκόνων καί Κειμηλίων τῆς Νάουσας (1), ἡ ὁποία βρισκόταν πρῶτα στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγ. Νικολάου τοῦ Μοστράτου. Ὁ ἀρχικός ναός ἦταν μικρότερος ἀπό τόν σημερινό (2). Τόν Ἰούνιο τοῦ 1675 πουλήθηκε στούς καθολικούς, οἱ ὁποῖοι τόν κατεδάφισαν καί τόν ἑπόμενο χρόνο θεμελίωσαν στή θέση του μικρή μονή μέ νέο ναό, λίγα κελλιά καί τούς ἀπαραίτητους βοηθητικούς χώρους. Τά κελλιά αὐτά, οἱ καπουτσίνοι πατέρες, πού εἶχαν τήν κυριότητα τῆς μονῆς, χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν διαμονή τους καί γιά τό σχολεῖο πού ἵδρυσαν στό χωριό αὐτό (3). Οἱ καθολικοί αὐτοί μοναχοί γρήγορα ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν μικρή μονή "λόγῳ τῶν σφοδρῶν ἀνέμων πού τήν ἔδερναν" καί νά μετοικήσουν στήν Παροικία, ὅπου ἔκτισαν τό νέο μοναστήρι τους, τό Φραγκομονάστηρο, τό ἔτος 1680, γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος στίς προηγούμενες σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Διευκρινίζουμε ὅτι, μέ τήν μετοίκηση τῶν Καπουτσίνων Πατέρων στήν Παροικία, δέν σταμάτησε ἡ λειτουργία τοῦ σχολείου τῆς μονῆς τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, ἡ ὁποία συνέχισε τήν λειτουργία της ὡς ἀλληλοδιδακτικό σχολεῖο καί μετά τήν ἀναχώρηση ἀπό τήν Πάρο τῶν καθολικῶν μοναχῶν, μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. Μέ τήν ἀναχώρηση τῶν καπουτσίνων, ἡ μονή περιῆλθε στούς ὀρθοδόξους. Σέ πλάκα πού ἔχει ρομβοειδές σχῆμα καί βρίσκεται στό κέντρο τοῦ μαρμαροστρωμένου δαπέδου τοῦ ναοῦ, ἔχουν χαραχθεῖ, ἀνάγλυφος ὁ δικέφαλος ἀετός καί ἡ παρακάτω ἐπιγραφή: 1717. Διά κόπου καί ἐξόδου, ὑπό Ἀμφιλοχίου ἱερομονάχου, πρότου ἀδελφοῦ. Τό ἔτος 1739, μέ σιγίλιο τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου τοῦ Γʹ (4), ἡ μονή τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου ἀνακηρύχθηκε σταυροπηγιακή (5). Ὁ ναός τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου εἶναι τρουλλαῖος, τύπος ἐλεύθερου σταυροῦ, μέ ὀκτάπλευρο τροῦλλο. Στόν τοῖχο τῆς προσόψεως πού ἔχει βαθμιδωτή διάταξη, ὑψώνεται δίτοξο κτιστό καμπαναριό καί δεξιά του ἕνα δεύτερο, μικρό, μονότοξο, πολύ χαμηλότερο ἀπό τό πρῶτο. Τό Ἱερό Βῆμα χωρίζεται ἀπό τόν κυρίως ναό μέ παλαιό ξυλόγλυπτο ἀχρύσωτο τέμπλο, στό ὁποῖο βρίσκονται οἱ παρακάτω παλαιές εἰκόνες: α) Χριστός ἔνθρονος (0,66Χ0,86). Κάτω ἀπό τόν θρόνο διαβάζουμε τήν ἐπιγραφή: Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θ(εο)ῦ Πόθου ἱερέος τοῦ Τριανταφύλλου. Εἶναι εἰκόνα μέτριας τέχνης, τοῦ τέλους τοῦ 17ου ἤ τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰ. β) Παναγία Βρεφοκρατοῦσα (0,68Χ0,88). Ἔχει ἐπίδραση δυτική. Μέ κόκκινα γράμματα ἡ ἐπιγραφή: Ἡ Κυρία τῶν Ἀγγέλων. γ) Ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Ἀλεξανδρείας (0,72Χ0,92). Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας, ἡ ἐπιγραφή: Χείρ Νικοδήμου μοναχοῦ αχϞεʹ (=1695). Στά θωράκια (ποδιές) τῶν παραπάνω εἰκόνων τοῦ τέμπλου εἰκονίζονται ἀντίστοιχα σκηνές ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: α) Ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, β) Τό Γενέσιον τοῦ Προδρόμου καί γ) Ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδάμ. Στό ξύλινο συρόμενο πέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης, εἰκονίζεται ὁ Ζωηφόρος Ἄρτος, μέ τήν ἐπιγραφή: Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θ(εο)ῦ Μακαρήου μοναχοῦ καί διά χειρός ἀνδρέου μοστράτου (6). Στά βημόθυρα τῆς Ὡραίας Πύλης εἶναι ζωγραφισμένες, σέ δύο ζῶνες, οἱ ἑξῆς παραστάσεις: Στήν ἄνω ζώνη, ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, ἀφιέρωμα τοῦ ἴδιου μοναχοῦ Μακαρίου, πού ἀναφέρεται παραπάνω, καί στήν κάτω ζώνη, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος. Στήν ξύλινη θύρα τῆς Προθέσεως (0,82Χ1,92) ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, μέ τήν ἐπιγραφή: Δέησις τῆς δούλης τοῦ Θ(εο)ῦ Εὐγενίας μοναχῆς. Προσθέτουμε ἀκόμη ὅτι, στήν κόγχη τῆς προθέσεως βρίσκεται τετράγωνος πίνακας ὀνομάτων, πού μνημονεύονται ἀπό τόν ἱερέα κατά τήν προσκομιδή (0,50Χ0,74). Ὁ πίνακας αὐτός στέφεται μέ ἀέτωμα, μέσα στό ὁποῖο εἰκονίζεται ἡ Δέησις, στήν ὁποία ὅμως τήν θέση τοῦ Προδρόμου κατέχει ὁ Ἅγ. Ἀθανάσιος. Σχετική ἐπιγραφή, στό κάτω μέρος, ἀναφέρει: μνήσθητι Κ(ύρι)ε τοῦ δούλου τοῦ Θ(εο)οῦ Ἀνφιλοχήου ἱερομονάχου κ(αί) τῶν γονέων αὐτοῦ. Ὁ ἴδιος ἱερομόναχος Ἀμφιλόχιος ἀναφέρεται καί στήν ἐπιτάφια πλάκα τοῦ ἔτους 1717, πού βρίσκεται στό κέντρο τοῦ δαπέδου τοῦ ναοῦ. Ὁ ἱστορικός αὐτός ναός τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου ἔχει κηρυχθεῖ ἀπό τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο (7). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Γιά τή συλλογή αὐτή, βλπ. Ἀγγελικῆς Μητσάνη, Συλλογή ἔργων βυζαντινῆς καί μεταβυζαντινῆς τέχνης Νάουσας Πάρου, Ἀθήνα 1999. 2. Τόν ἀρχικό ναό τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου εἶχε κτίσει κάποια γυναίκα, τῆς ὁποίας τό ὄνομα δέν εἶναι γνωστό, στή μνήμη τοῦ συζύγου της πού εἶχε χαθεῖ κατά τόν λοιμό (πανούκλα), πού εἶχε ἐνσκήψει στό νησί τήν ἐποχή ἐκείνη. 3. Ἡ αἰτία πού ὁδήγησε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία στήν ἀπόφαση νά ἱδρύσει σχολεῖο στή Νάουσα, ἦταν, ἀφ' ἑνός ἡ μεγάλη ἐπιθυμία τῶν κατοίκων της νά ἀποκτήσουν σχολεῖο μέ ἰησουΐτες ἤ καπουτσίνους μοναχούς καί ἀφ' ἑτέρου, ἡ παπική προπαγάνδα. Κι αὐτό γιατί, τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχε στό χωριό καθολική κοινότητα καί τά παιδιά πού φοιτοῦσαν σ' αὐτό, ἀνῆκαν στό ὀρθόδοξο δόγμα. Αὐτό βεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι, στό σχολεῖο αὐτό ἐφοίτησε καί ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τό χωριό Κῶστος τῆς Πάρου. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, τήν ἐποχή ἐκείνη, τό σχολεῖο τῶν καπουτσίων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τῆς Νάουσας ἦταν τό μοναδικό σχολεῖο πού λειτουργοῦσε σ' ὅλο τό νησί. 4. Δ. Ζακυνθηνοῦ, Ἑλληνικά 2, σελ. 422 - Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τόμ. Θ, τ. 2, 1961, σελ. 214. 5. Σταυροπηγιακές ὀνομάζονταν οἱ μονές ἐκεῖνες πού ἀπολάμβαναν ὁρισμένα προνόμια καί τήν προστασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στό ὁποῖο ὑπάγονταν ἀπ' εὐθείας. Ἔτσι ἀνακουφίζονταν ἀπό δυσβάστακτα οἰκονομικά βάρη καί ἀπαλλάσσονταν ἀπό τήν διοίκηση τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων. Ὡς σύμβολο τῶν προνομίων καί τῆς ἀνεξαρτησίας τους, ὁ Πατριάρχης πρόσφερε στίς μονές αὐτές σιδερένιο σταυρό. Ὁ σταυρός αὐτός "ἐπήγνυτο" στήν κορυφή τοῦ τρούλλου τοῦ καθολικοῦ των καί ἀπ' αὐτό προέρχονται οἱ λέξεις σταυρο-πήγιο καί σταυρο-πηγιακή μονή (Νικ. Ἀλιπράντη, Τά Μοναστήρια τῆς Πάρου, Πρακτικά Ἐπιστ. Συνεδρίου "Ἡ Ἑκατονταπυλιανή καί ἡ Χριστιανική Πάρος", 1998, σελ. 269 - 309. 6. Ὁ ἁγιογράφος Ἀνδρέας Μοστρᾶτος ἐργάσθηκε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεώργιο κατά τό β μισό τοῦ 18ου αἰ. Φιλοτέχνησε πολλές εἰκόνες πού βρίσκονται σέ ναούς καί μονές τῆς Πάρου, μέ διάφορα θέματα, ἰδιαίτερα ὅμως τοῦ Ζωηφόρου Ἄρτου. Ἐργάσθηκε καί ἐκτός Πάρου. Ἔργα του συναντοῦμε π.χ. στήν Ἀμοργό. Ἡ τέχνη του εἶναι πολύ ἀνώτερης ποιότητας ἀπό ἐκείνη τοῦ ἀδελφοῦ του (Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Ιʹ, τ. 2, 1964, σελ. 97). 7. ΦΕΚ 408/Β/18 - 9 - 1963.