Τό καθολικό μικρῆς μονῆς, πού βρίσκεται ψηλά στόν ὁμώνυμο λόφο, ἀνατολικά τῆς Παροικίας, σέ ὑψόμετρο 250 περίπου μέτρων. Ἀπό ἐκεῖ, ἡ θέα πρός τήν πόλη καί τό Αἰγαῖο εἶναι μαγευτική, γι' αὐτό καί ὀνομάζουν τή μονή αὐτή Μπαλκόνι τῆς Πάρου. Κατά τήν παράδοση, θεμελιωτής τῆς μονῆς ἦταν ὁ Παυλάκης Ἰορδάνης ἤ Γιορδάνης (1) ἔμπορος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ἑπτανησιακῆς καταγωγῆς. Τό πρῶτο μικρό κτίσμα τοῦ Γιορδάνη, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, διαμορφώθηκε σέ μιά μικρή μονή. Ἡ πιό παλιά ἐπιγραφή πού βρέθηκε στό χῶρο της, ἀναφέρει τή χρονολογία: 1666 Ἰουλίου. Κατά τά ἔτη 1799 - 1825, ἡγούμενος τῆς μονῆς ἦταν ὁ ἱερομόναχος Νικόδημος Ἰορδάνης, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἐπιγραφή, πού διαβάζεται ἀκόμα σήμερα, σέ μαρμάρινη κρήνη πού βρίσκεται στόν διάδρομο τῶν κάτω κελλιῶν τῆς μονῆς. Ἡ ἐπιγραφή αὐτή ἔχει ἀνάγλυφο σταυρό μέσα σέ καλλιτεχνικό διάκοσμο καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: Νηκόδημος Ἰορ(δ)άνης, κτίτορ, 1799 Τελευταῖος ἡγούμενος καί, ὅπως φαίνεται ἀπό τίς λίγες σωζόμενες πηγές, πραγματικός κτήτορας τοῦ σημερινοῦ κτηριακοῦ συγκροτήματος τῆς μονῆς ἦταν ὁ οἰκονόμος(2) Γρηγόριος Ἰορδάνης (1827 - 1840). Μετά τήν ἐκδημία του, τό μικρό μοναστήρι ἔμεινε ἔρημο. Τά χρόνια ὅμως περνοῦσαν καί ὁ πανδαμάτορας χρόνος προκάλεσε τόσες φθορές, πού στήν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ 1990 τά κελλιά ἦταν ἔτοιμα "νά κατρακυλήσουν" στήν πλαγιά τοῦ λόφου καί τό καθολικό νά σωριασθεῖ σέ ἐρείπια. Τότε, πιστοί Παριανοί καί ἡ τοπική Ἐκκλησία, δέν ἄφησαν νά χαθεῖ αὐτή ἡ πολύτιμη κληρονομιά τους. Ἀνέλαβαν ἀληθινή σταυροφορία καί κατόρθωσαν νά σώσουν τή μονή (3). Ἔγινε ἡ στερέωση καί ἡ ἀνακαίνιση τῶν κελλιῶν καί τοῦ καθολικοῦ καί ἡ διαμόρφωση τῆς αὐλῆς καί τοῦ περιβάλλοντα χώρου. Σήμερα, τό μικρό αὐτό μοναστήρι ἔχει ἀποδοθεῖ στόν θαυμασμό, ὄχι μόνο τῶν κατοίκων, ἀλλά καί τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ νησιοῦ. Ἡ μονή τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ἀποτελεῖται ἀπό τό καθολικό τοῦ 17ου αἰ., τό συγκρότημα τῶν κελλιῶν μέ τούς ἀπαραίτητους βοηθητικούς χώρους καί ἕνα μικρό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, πού βρίσκεται στή νότια ἄκρη τῆς στενόμακρης πλακοστρωμένης αὐλῆς, δίπλα σ' ἕνα πυκνοφυτεμένο ἀλσύλιο πεύκων. Τό τρίτοξο, κτιστό καμπαναριό τῆς μονῆς, μέ τίς τρεῖς μικρές καμπάνες, ὑψώνεται πάνω ἀπό τά κελλιά πού βρίσκονται στή δυτική ὄψη της. Τό καθολικό τῆς μονῆς εἶναι τρουλλαῖος ναός, τύπος ἐλεύθερου σταυροῦ, μέ ὁρισμένες ἰδιαιτερότητες. Τό νότιο σκέλος τοῦ σταυροῦ εἶναι μακρύτερο ἀπό τό βόρειο. Ἔτσι, μεταξύ τοῦ νότιου καί τοῦ ἀνατολικοῦ σκέλους σχηματίζεται μικρό κλῖτος, τό ὁποῖο εἶναι ἀνοικτό πρός τό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ. Στή θέση τῆς Ἁγίας Τράπεζας τοῦ μικροῦ αὐτοῦ κλίτους, ὑπάρχει σήμερα τό ἄνοιγμα μικρῆς δεξαμενῆς, στήν ὁποία συγκεντρώνεται τό νερό πού πηγάζει ἀπό τόν παρακείμενο βράχο. Ἡ Ἁγία Τράπεζα τοῦ κυρίως ναοῦ βρίσκεται στό μέσον τῆς ἀνατολικῆς κεραίας τοῦ σταυροῦ, στήν ὁποία σχηματίζεται τό Ἱερό Βῆμα καί ἡ ὁποία, ἄς σημειωθεῖ, εἶναι πιό στενή ἀπό τήν ἀντίστοιχη δυτική κεραία. Ὁ χῶρος πού δημιουργεῖται μεταξύ τῆς νότιας καί τῆς δυτικῆς κεραίας τοῦ σταυροῦ ἔχει κλεισθεῖ καί στεγασθεῖ μέ ἐπίπεδη στέγη καί ἔτσι σχηματίζεται πλάγιος νάρθηκας, ὁ ὁποῖος ἐπικοινωνεῖ μέ τόν κύριο ναό μέ δύο καμάρες· μία μέ τή νότια καί μία, εὐρύτερη, μέ τή δυτική κεραία τοῦ σταυροῦ. Ὁ πλάγιος αὐτός νάρθηκας ἔχει ἐξωτερική εἴσοδο, στή δυτική ὄψη του, δίπλα στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ. Τό μαρμάρινο ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου στό ναό εἶναι νεώτερο, ἐνῶ ἐκεῖνο πού βρίσκεται στήν εἴσοδο τοῦ νάρθηκα εἶναι παλαιό. Διακρίνεται σ' αὐτό, ἀμυδρά, μόνον ὁ σταυρός. Ἡ κτητορική ἐπιγραφή πού ὑπῆρχε παλαιότερα ἐκεῖ δέν διακρίνεται πιά. Τό τέμπλο εἶναι πολύ παλαιό, ξύλινο, μέ βαρύ σκάλισμα, ἔργο τέχνης. Μέχρι τήν τελευταία ἀνακαίνιση τῆς μονῆς, ὑπῆρχαν σ' αὐτό οἱ παρακάτω, πολύ ἀξιόλογες εἰκόνες: α) Χριστός (0,48Χ0,70). Εἰκόνα πολύ καλῆς τέχνης τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ. Παρουσιάζει τόν Χριστό ὡς Μεγάλο Ἀρχιερέα, ἔνθρονο καί στίς τέσσερις γωνίες της, μέσα σέ κύκλους, τους τέσσερις Εὐαγγελιστές. β) Παναγία, τῶν ἰδίων διαστάσεων, τῆς ἴδιας τέχνης καί τῆς ἴδιας ἐποχῆς, μέ τήν προηγούμενη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Εἰκονίζει τήν Θεοτόκο ἔνθρονη και στίς τέσσερις γωνίες της ἰσάριθμους προφῆτες. Καί οἱ δύο αὐτές εἰκόνες βρίσκονται στό Βυζαντινό Μουσεῖο τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς. γ) Ἅγιοι Ἀνάργυροι. Τῶν ἴδιων διαστάσεων μέ τίς προηγούμενες. Ὁλόκληρη ἡ εἰκόνα, ἐκτός ἀπό τά πρόσωπα τῶν ἰατρῶν ἁγίων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, καλύπτονται ἀπό ἀσημένια ἐπένδυση καλῆς τέχνης. Ἀπό τά πρόσωπα αὐτά ὑποθέτουμε ὅτι καί ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι τῆς ἴδιας τέχνης καί τῆς ἴδιας ἐποχῆς μέ τίς προηγούμενες. Στό κάτω μέρος τῆς ἀσημένιας ἐπενδύσεως, εἶναι χαραγμένες οἱ ἐπιγραφές: Ἀριστερά, Ἀφιέρωμα Ἀντωνίου Πριμηκυρίου, 1935, καί δεξιά, Ἔργον Ἰωάννου Δενέγρη. Βρίσκεται σέ ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο εἰκονοστάσιο, στήν Ἑκατονταπυλιανή, μεταξύ τῆς θύρας τῆς Προθέσεως τοῦ μεγάλου ναοῦ καί τῆς εἰσόδου τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγ. Νικολάου. Στή θέση τῶν τριῶν εἰκόνων, πού ἀναφέρουμε παραπάνω, στό τέμπλο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς, βρίσκονται σήμερα τρεῖς σύγχρονες εἰκόνες, τῶν ἰδίων διαστάσεων μέ τίς παλαιές καί μέ τά ἴδια θέματα, φιλοτεχνημένες ἀπό τόν ἁγιογράφο μοναχό Νικόδημο Κυπραῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε φιλοξενηθεῖ, κατά τό παρελθόν, στή μονή (4). Στό πέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης εἰκονίζεται ἡ Ἁγία Τριάς. Κάτω δεξιά ἡ ἀφιερωτική ἐπιγραφή: Ἀφιέρωμα Ἰωάννου καί Ρωμαλίας Πατέλη. Καί λίγο πιό κάτω: Α. Γ. Δεσύλλας - Ζωγράφος. Εἶναι εἰκόνα καλῆς τέχνης τοῦ ἔτους 1928. Οἱ ἴδιοι ἀφιερωτές ἔχουν προσφέρει στή μονή καί τό δωδεκάορτο τοῦ τέμπλου, πού εἶναι τῆς ἴδιας τέχνης καί τῆς ἴδιας ἐποχῆς μέ τήν εἰκόνα τοῦ πετάσματος τῆς Ὡραίας Πύλης. Στήν αὐλή τῆς μονῆς, λίγες δεκάδες μέτρα νοτιώτερα ἀπό τό καθολικό της, ὑπάρχει τό μικρό μονόχωρο ἐκκλησάκι τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς. Εἶναι ἐπιπεδόστεγο, χωρίς νάρθηκα καί καμπαναριό. Στό ἁπλό ξύλινο τέμπλο του ὑπάρχουν τέσσερις μικρές εἰκόνες: τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς καί τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἡ μικρή γραφική μονή τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων ἔχει κηρυχθεῖ ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο. Τό σχετικό διάταγμα τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ ἀναφέρει ὅτι, ὁρίζεται ζώνη προστασίας 200μ. γύρω ἀπό τή μονή καί ὅτι, ἀπαγορεύεται ἡ δόμηση τῆς πλαγιᾶς πάνω ἀπό ὑψόμετρο 50μ. κάτω ἀπό τό ὑψόμετρο τοῦ μοναστηριοῦ (5). Σήμερα ἡ μονή, ἀνανεωμένη, καθαρή, μέ αὐλή γεμάτη δένδρα καί λουλούδια, ἀποτελεῖ στολίδι τοῦ νησιοῦ. Σ' αὐτήν ἀνηφορίζουν οἱ πιστοί, γιά νά ἱκετεύσουν ἤ νά δοξολογήσουν τούς ἰατρούς ἁγίους καί νά λάβουν ἀναψυχήν, ὅπως θά ἔλεγε ὁ λάτρης τῶν ἐξωκκλησίων Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Ὁ Παυλάκης Ἰορδάνης ἤ Γιορδάνης, μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου, κατέφυγε στή Βενετία. Ἐκεῖ, μέ ἀφορμή τίς κοκκορομαχίες, σκότωσε ἕνα βενετσιάνο. Γιά νά ἀποφύγει τίς συνέπειες, ἔφυγε κρυφά ἀπό τή Βενετία καί κατέφυγε τελικά στήν Πάρο, ὅπου ἔκτισε τό πρῶτο κτίσμα τῆς μονῆς - μικρό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων καί μικρή κατοικία - ψηλά στό λόφο, πάνω σέ ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ (Νικηφ. Γ. Κυπραίου, Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι τῆς Παροικίας Πάρου, 1934, σελ. 10 - 11 - Ἀθηνᾶς Ταρσούλη, Ἄσπρα Νησιά, σελ. 70 - 72). 2. Ἐκκλησιαστικό ὀφίκκιο πού ἀπονέμεται σέ ἱερεῖς. 3. Τό ἔτος 1983 συστήθηκε ὁ Σύλλογος Φίλων τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Παροικίας, μέ πρῶτο Πρόεδρό του τόν τότε Δήμαρχο Πάρου κ. Κων. Ἀργουζῆ καί μέλη ἐκλεκτούς κατοίκους καί φίλους τῆς Πάρου. Ὁ Σύλλογος κατόρθωσε νά στηρίξει καί νά ἀνακαινίσει τό συγκρότημα τῶν κελλιῶν τῆς μονῆς. Τό Ἱερό Προσκύνημα Παναγίας Ἑκατονταπυλιανῆς, στή δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἔθεσε τή μονή ὁ συμπολίτης μας Μητροπολίτης Παροναξίας κ. Ἀμβρόσιος Στάμενας, ὄχι μόνον συνέδραμε οἰκονομικά τόν Σύλλογο, ἀλλά ἀνέλαβε καί τή σωτηρία τοῦ ἑτοιμόρροπου καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ἡ Διοικοῦσα Ἐπιτροπή τοῦ Ἱ. Προσκυνήματος διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά, ἐξασφάλισε τήν ἀπαραίτητη ἄδεια ἀπό τίς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ καί ἔτσι κατόρθωσε, μέ τήν ἐπίβλεψη τῆς 2ας Ἐφορείας Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων νά σώσει, κυριολεκτικά, ἀπό τόν ἀφανισμό, αὐτό τό κομψοτέχνημα τῆς νησιώτικης ἀρχιτεκτονικῆς. 4. Καί οἱ τρεῖς αὐτές εἰκόνες εἶναι καλῆς τέχνης καί ἔχουν τίς παρακάτω ἐπιγραφές: Κάτω ἀριστερά: Εὐγνωμόνως ἀφιεροῦται εἰς τούς Ἁγίους Ἀναργύρους καί τήν μονήν τους, ὑπό τοῦ γράψαντος. Καί κάτω δεξιά: Ἱστορήθη ἐν ἔτει 1996. 5. ΦΕΚ 209/Β/17 3-1989 καί 426/Β/17-3-1992.