Ἰδιότυπο ἐξωκλήσιο, στή θέση "Κουκουμαβλές", σέ ἀπόσταση 3 χλμ. νοτιοδυτικά τῆς Παροικίας. Ἦταν τό καθολικό μικρῆς πατριαρχικῆς μονῆς, κατά τόν 17ο αἰώνα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ παρακάτω ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι χαραγμένη στό ὑπέρθυρο (1,38Χ0,27) τῆς εἰσόδου τοῦ ἐξωκλησίου. Ἀπό τήν μονή αὐτή, ἐκτός τό καθολικό, δέν σώζεται κανένα ἄλλο κτίσμα. Ὁ κυρίως ναός στεγάζεται μέ ψευδόθολο. Οἱ συγκλίνοντες τοῖχοι του κλείνουν ψηλά μέ σχιστολιθικές πλάκες. Τό Ἱερό Βῆμα, τό ὁποῖο, ἄς σημειωθεῖ, ἔχει μεγαλύτερο πλάτος ἀπό τόν κύριο ναό, στεγάζεται μέ θόλο. Στήν Ἁγία Τράπεζα πού εἶναι διαμορφωμένη στό πάχος τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου, ὑπάρχει μαρμάρινη πλάκα (0,34Χ0,34), ἡ ὁποία ἔχει, προφανῶς, μεταφερθεῖ ἐκεῖ, ἀπό ἄλλο σημεῖο τοῦ ἐξωκλησίου, κατά μία ἀνακαίνισή του. Στήν πλάκα αὐτή εἶναι σκαλισμένη ἡ παρακάτω ἐπιγραφή, τῆς ὁποίας ὅλο τό κείμενο δέν μπορεῖ νά ἀναγνωσθεῖ: Ἀνακ(αι)νίσθη ἐκ βάθρων ὁ ναός τῆς Μεταμορφώσεως ἐν ἐξόδο μέν τοῦ καλογήρου------ 1 6 8 6 Τό τέμπλο τοῦ ἐξωκλησίου εἶναι ξύλινο καί σύγχρονο, ἀφοῦ τό παλαιό εἶχε καταστραφεῖ. Βρίσκονται σ' αὐτό τέσσερις εἰκόνες: α) Παναγία, β) Χριστός Παντοκράτωρ, γ) Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ καί δ) Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Οἱ εἰκόνες αὐτές ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ στό ἁγιογραφικό ἐργαστήριο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, τό ἔτος 1951. Σήμερα τό ἐξωκλήσιο αὐτό εἶναι ἰδιωτικό καί ἀνήκει στόν κ. Βασίλειο Δαφερέρα, ὁ ὁποῖος τό φροντίζει μέ συγκινητικό ἐνδιαφέρον. Τό ἔτος 2000 πραγματοποιήθηκε γενική ἐπισκευή του, μέ δαπάνη τοῦ ἰδιοκτήτη του καί τοῦ περιοίκου κ. Στεφάνου Παντελαίου, μέ τήν ἐπίβλεψη τῆς ἁρμόδιας 2ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων. Κατά τήν ἐπισκευή αὐτή, διαμορφώθηκε καί ἐξωραΐσθηκε καί ὁ γύρω ἀπό τό ἐξωκλήσιο χῶρος. Τό ἐξωκλήσιο αὐτό, μέ τό τόσο μεγάλο ἱστορικό καί μορφολογικό ἐνδιαφέρον, ἔχει ἀνακηρυχθεῖ ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο (2). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Ὁ Κύριλλος ὁ ἐκ Βερροίας, διατέλεσε τρεῖς φορές Οἰκουμενικός Πατριάρχης. Ἡ τρίτη πατριαρχεία του ἔληξε τόν Ἰούνιο τοῦ 1639. Ἑπομένως, ἡ ἐπιγραφή αὐτή πρέπει νά χαράχθηκε κατά τό Α΄ ἑξάμηνο τοῦ ἔτους αὐτοῦ. Δέν εἶναι γνωστό ποῦ βρισκόταν ἡ ἀρχιεπισκοπή Λιδοβίου, τῆς ὁποίας ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰωσήφ εἶχε καταβάλει, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, τήν δαπάνη γιά τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Τό ἐπίθετο Καλλονᾶς εἶναι συνηθισμένο στή Νάξο ἀπό τό 1540. Τό ὄνομα, τέλος, Πατέστος, εἶναι παραλλαγή τοῦ βενετσιάνικου ὀνόματος Μπατίστας, πού σημαίνει Βαπτιστής (Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Θ΄, τ. 2, 1961, σελ. 209). 2. ΦΕΚ 209/Β/17-3-1989 καί 426/Β/3-7-1992.