Στή συνοικία Κάστρο, στην κορυφή τῆς ἀρχαίας ἀκροπόλεως τῆς Πάρου, πάνω σέ θεμέλια ἀρχαϊκοῦ ναοῦ καί λίγα μέτρα δυτικά ἀπό τό Φράγκικο κάστρο (1), βρίσκονται τα παρεκκλήσια τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου καί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, πού δεσπόζουν σ' ὅλη τήν πόλη καί ἀποτελοῦν δύο ἀπό τά πιό ἐνδιαφέροντα καί ἀξιόλογα μνημεῖα της. Ὁ Ἅγ. Κωνσταντῖνος εἶναι ἕνα μονόκλιτο τρουλλαῖο παρεκκλήσιο, γνήσιο δεῖγμα τῆς παλαιᾶς λαϊκῆς νησιώτικης ἀρχιτεκτονικῆς. Κύρια χαρακτηριστικά του εἶναι ὁ ὀκτάπλευρος τροῦλλος του καί τό μονότοξο κτιστό καμπαναριό, πού ὑψώνεται πάνω σέ ἑπτά βαθμῖδες στή δυτική ὄψη τοῦ παρεκκλησίου, στήν ὁποία βρίσκεται καί ἡ κύρια εἴσοδός του. Τό μαρμάρινο θύρωμα αὐτῆς τῆς εἰσόδου, παρουσιάζει πολύ ἐνδιαφέρον. Ἔχει πλούσια γλυπτή διακόσμηση, ἡ ὁποία διαμορφώνεται μέ ρυθμικά συμπλεκόμενους φυλλοφόρους βλαστούς, πού καλύπτουν ὁλόκληρη τήν ἐπιφάνεια τῶν δύο παραστάδων καί τοῦ ὑπέρθυρου πού στηρίζεται πάνω σ' αὐτές. Στό ἐπάνω μέρος τῶν παραστάδων, διακρίνονται χαραγμένα γράμματα, τά ὁποῖα κατανέμονται σ' αὐτές, μέ τόν παρακάτω τρόπο: Δ Τ Υ - Κ Ρ (2) Πάνω ἀπό τήν εἴσοδο ὑπάρχει μαρμάρινος φεγγίτης, σέ σχῆμα ἰσοσκελοῦς διάτρητου σταυροῦ καί κάτω ἀπ' αὐτόν, σώζεται τό μεγαλύτερο μέρος ἀπό ἕνα μεγάλο σταυρό, φτιαγμένο μέ πράσινα πλακίδια, πού κοσμεῖ τήν πρόσοψη τοῦ παρεκκλησίου. Τό τέμπλο εἶναι ξυλόγλυπτο, ἐπιχρυσωμένο καί ἐντυπωσιάζει μέ τήν ποιότητα τῆς τέχνης του. Κάτω ἀπό τόν Σταυρό καί τά δύο λυπηρά (3), πού στέκονται πάνω σέ δύο δράκοντες, ἀριστερά καί δεξιά τοῦ Σταυροῦ, ὑπάρχει μιά σειρά ἀπό γλυπτές ἀχιβάδες, κάτω ἀπ' αὐτές τό δωδεκάορτο (4) πού διατηρεῖ τίς παλαιές, πολύ καλῆς τέχνης, εἰκόνες καί πιό κάτω τό ἐπιστήλιο, τό ὁποῖο ἔχει πλούσιο διάκοσμο ἀπό συμπλεκόμενες κληματίδες ἀμπελιοῦ. Τό τέμπλο ἔχει τίς παρακάτω τρεῖς, πολύ ἐνδιαφέρουσες εἰκόνες: α) Χριστός (διαστ. 0,68Χ0,85) μέ τήν προσωνυμία: Ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλέων καί Μέγας Ἀρχιερεύς. Εἶναι κρητικῆς τεχνοτροπίας. Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας ἀναγράφεται τό ὄνομα τοῦ ζωγράφου: Χείρ Βίκτωρος. Εἶναι ἔργο, πιθανώτατα, τοῦ ἁγιογράφου Βίκτωρα ἀπό τήν Κρήτη, τοῦ 17ου αἰ. (5). β) Παναγία ἡ Ἀμόλυντη (0,67Χ0,87). Κρητικῆς τεχνοτροπίας μέ κάποια ἰταλική ἐπίδραση. Ἀνήκει, πιθανῶς, στό δεύτερο μισό τοῦ 17ου αἰ. γ) Ἅγ. Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη (0,68Χ0,80). Γύρω ἀπό τήν κεντρική παράσταση ὑπάρχουν μικρότερες εἰκόνες μέ σκηνές ἀπό τόν βίο τῶν ἁγίων. Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας, ἡ ἀφιερωτική ἐπιγραφή: ΑΧΠΘ (=1689) Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θ(εο)ῦ Μελετίου ἱερομονάχου Κονταράτου. Στό ξύλινο πέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης εἰκονίζονται οἱ ἅγ. Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη, μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί στά βημόθυρα ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Σέ χωριστά ξύλινα ἁπλά εἰκονοστάσια, ἀριστερά καί δεξιά τοῦ τέμπλου, βρίσκονται οἱ εἰκόνες: α) Χριστός, ἔνθρονος (0,49Χ0,80). Ἔργο ἄριστης τέχνης, ἴσως τοῦ τέλους τοῦ 15ου αἰ. καί β) Παναγία, ἔνθρονη, βρεφοκρατοῦσα (0,44Χ0,89). Ἔργο καί αὐτό ἄριστης τέχνης καί σύγχρονο μέ τήν προηγούμενη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Στό δάπεδο τοῦ παρεκκλησίου βρίσκονται τέσσερις τάφοι. Ἕνας ἀπ' αὐτούς καλύπτεται ἀπό μαρμάρινη πλάκα μέ ἀνάγλυφο τόν δικέφαλο ἀετό καί ἀνήκει, προφανῶς, στόν κτήτορα, ἐνῶ οἱ λοιποί τρεῖς, τῶν ὁποίων οἱ μαρμάρινες πλάκες δέν ἔχουν κανένα διακοσμητικό ἤ ἄλλου εἴδους στοιχεῖο, ἀνήκουν πιθανῶς σέ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειάς του. Νότια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου καί σέ ἐπαφή μέ αὐτό, ὑπάρχει καί δεύτερο παρεκκλήσιο, τό ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ μέ τό πρῶτο, μέ ἕνα στενό καί χαμηλό ἄνοιγμα, στόν μεταξύ τους μεσότοιχο. Τό παρεκκλήσιο αὐτό εἶναι ἀφιερωμένο στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, εἶναι καμαροσκεπές καί ἔχει πλάγιο ἐξωτερικό κιονοστήρικτο νάθρηκα. Γιά τήν κατασκευή τοῦ νάρθηκα αὐτοῦ, χρησιμοποιήθηκαν κιονίσκοι ἀπό τά δίλοβα παράθυρα τῆς παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς πού βρισκόταν στή θέση Τρεῖς Ἐκκλησιές (6), 1,5 χλμ. περίπου βόρεια τῆς Παροικίας. Ἡ ἀψίδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ παρεκκλησίου εἶναι διαμορφωμένη στόν ἀνατολικό τοῖχο του. Στό ἁπλό ξύλινο τέμπλο ὑπάρχουν μόνο δύο εἰκόνες: α) Χριστός (0,64Χ0,75). Στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζονται σέ προτομή, μέσα σέ κύκλους, οἱ δύο ἀρχάγγελοι: ἀριστερά ὁ Μιχαήλ καί δεξιά ὁ Γαβριήλ. Ἡ τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας μιμεῖται τήν κρητική. Στό κάτω μέρος ἔχει τήν ἐπιγραφή: Πήιμα Δαμασκηνοῦ ἱερομονάχου - ΑΧΜΘ (=1649). β) Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου (0,60Χ0,68). Εἰκόνα τοῦ τέλους τοῦ 17ου ἤ τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰ. (7). Καί τά δύο αὐτά παρεκκλήσια ἔχουν ἀνακηρυχθεῖ ἱστορικά διατηρητέα μνημεῖα (8). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Κτίσθηκε τό ἔτος 1260 μ.Χ. ἀπό τόν βενετό δούκα τῆς Νάξου, μέ οἰκοδομικά ὑλικά ἀπό ἀρχαῖα οἰκοδομήματα πού ὑπῆρχαν στόν λόφο καί στήν κάτω πόλη. Ἔχει ἐλλειπτικό σχῆμα μέ παραλληλόγραμμο πύργο. Διακρίνονται, ἐντοιχισμένα, ἀρχιτεκτονικά μέλη ἀπό τόν ἀρχαϊκό ναό τῆς Ἀθηνᾶς, τόν ἀρχαϊκό ναό τῆς κόρης ἐντός τοῦ Ἄστεως, ἀπό ἰωνικό ναό τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., καθώς καί 115μ. ἐπιστύλιο ἀπό δωρική στοά ἑλληνιστικῶν χρόνων. Στόν πύργο διακρίνεται ἀκόμα κυκλικό οἰκοδόμημα (θόλος) τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. (Πληροφ. ΚΑ Ἐφορείας Προϊστορικῶν καί Κλασσικῶν Ἀρχαιοτήτων). 2. Τά ἀριστερά γράμματα δέν ἔχουν ἀναγνωσθεῖ. Τά δεξιά ἀναφέρουν, πιθανώτατα, τό ἐπώνυμο τοῦ κτήτορα: Κονταρᾶτος (Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Θ', τ. 2, 1961, σελ. 177). 3. Ἡ Παναγία καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης, πού στέκονται λυπημένοι κάτω ἀπό τόν Σταυρό. 4. Δώδεκα μικρές εἰκόνες μέ τούς κυριώτερους σταθμούς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου μέχρι τήν Πεντηκοστή. 5. Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Ι', τ. 1, 1964, σελ. 83. 6. Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Θ', τ. 2, 1961, σελ. 131. 7. Ἀναλυτική περιγραφή τῶν εἰκόνων καί τῶν δύο παραπάνω παρεκκλησίων πραγματοποιεῖ ὁ καθηγητής Ἀναστ. Ὀρλάνδος στό ἔργο του ΑΒΜΕ, τόμ. Ιʹ, τ. 1, 1964, σελ. 81 -86. 8. ΦΕΚ 116Β/20-3-1963.