Ἀνακαινισμένη στίς μέρες μας σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου, μέ πρωτοβουλία καί ἔξοδα φιλόθρησκων πιστῶν, εἶναι μία ἀπό ἐκεῖνες τίς Μονές πού ἔχουν «ἀναγεννηθῆ» καί μαρτυροῦν τήν ἀπόφαση τόσο τοῦ Ποιμενάρχου μας, ὅσο καί τῶν πιστῶν παριανῶν νά ἐπιστρέψουν στίς «πηγές τῶν ὑδάτων» «καταγγέλοντες ὁδόν σωτηρίας» (Πράξ. Ἀποστ. ιστ, 17), πού προσφέρει μόνον ἡ πίστη στήν Παναγία, στόν Χριστό καί στούς ἁγίους μας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά τῶν Λευκῶν, στην τοποθεσία Λινούδια. Ἱδρύθη ἀπό τόν ἱερομόναχο Ματθαῖο Ραγκούση, ἀπό τίς Λεῦκες, στά μέσα τοῦ 17ου αἰ., πού ἔγινε καί πρῶτος της ἡγούμενος. Τελευταῖος μοναχός πού ἔμεινε καί φρόντιζε τή Μονή ἦταν ὁ Γεδεών, Ἁγιορείτης (1825 - 1831). Τό 1665 ἀπενεμήθη ἡ σταυροπηγιακή ἀξία, καί ὑπῆρξε μετόχιο, ἀνέκαθεν, τῆς Μονῆς Ἁγ. Γεωργίου Λαγκάδας. Ἀπό τόν 17ο αἰώνα ἦταν ἰδιοκτησία τῆς οἰκογενείας Βιτζαρᾶ ἀπό τή Νάουσα, ὁ δέ Μιχελάκης Βιτζαρᾶς ἀφιερώνει τίς εἰκόνες τοῦ ὡραίου ξυλόγλυπτου τέμπλου τοῦ καθολικοῦ. Ὁ ναός ἀνήκει στόν τύπο τοῦ μονόχωρου ἐλεύθερου σταυροῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀψίδα ἐξέχει ἀπό τούς τοίχους τῶν κελλιῶν, πού ἀποτελοῦν τόν περίβολο τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος, ὅπως συμβαίνει καί στά καθολικά τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Γυαλιστῆ Λευκῶν καί Ἁγ. Ἀντωνίου Κεφάλου. Ἀξιοπρόσεκτος καί ὁ μαρμάρινος ἄμβων καί τό δάπεδο μέ τίς ἐπιγραφές.