Ὁ ἐνοριακός ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς Φανερωμένης, εἶναι ὁ Μητροπολιτικός ναός τῆς Νάουσας. Βρίσκεται πάνω σέ ὕψωμα, στίς βορειοανατολικές παρυφές τῆς κωμοπόλεως καί δεσπόζει σέ ὅλη τήν γύρω περιοχή. Στή θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ ὑπῆρχε, παλαιότερα, ἄλλος ναός, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνεγερθεῖ στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. (1). Ἦταν μιά σταυρική βασιλική μέ τροῦλλο καί μαρμάρινο δίτοξο ἀρθρωτό καμπαναριό. Ὁ ναός αὐτός κατεδαφίστηκε στά τέλη τοῦ 19ου αἰ. γιά νά ἀναγερθεῖ νέος, μεγαλύτερος καί μεγαλοπρεπέστερος τοῦ παλαιοῦ. Ἀπό τά ὑπάρχοντα ἔγγραφα προκύπτει ὅτι, αἰτία τῆς κατεδαφίσεως τοῦ παλαιοῦ ναοῦ ἦταν οἱ μεγάλες φθορές του, ἀπό τίς ὁποῖες εἶχε καταστεῖ ἑτοιμόρροπος (2). Ὁ νέος ναός ἀναγέρθηκε μέ τίς συνεισφορές τῶν κατοίκων τῆς Νάουσας, σέ μετρητά ἔντοκα ὁμόλογα καί προσωπική ἐργασία (3). Εἶναι μονόκλιτη τρουλλαία βασιλική, μέ μικρό νάρθηκα. Ὁ τροῦλλος του καλύπτεται μέ κεραμίδια. Ἡ πρόσοψή του κοσμεῖται ἀπό δύο κωδωνοστάσια, ἀέτωμα μέ σταυρό καί τρεῖς πύλες, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μεσαία εἶναι μεγαλύτερη καί μεγαλοπρεπέστερη. Ἀπό τήν εὐρύχωρη πλακοστρωμένη αὐλή, ἡ ὁποία ἔχει κιγκλιδόφρακτη περίφραξη καί ἀρκετά πεῦκα, μᾶς ὁδηγοῦν στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ 16 μαρμάρινα σκαλοπάτια, τά ὁποῖα καλύπτουν ὅλο τό μῆκος τῆς προσόψεώς του. Στόν ἀνατολικό τοῖχο τοῦ ναοῦ, ἀριστερά καί δεξιά τῆς ἀψίδας τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, σχηματίζονται δύο κόγχες. Ἡ ἀριστερή κόγχη χρησιμοποιεῖται ὡς πρόθεση καί ἡ δεξιά ὡς διακονικό. Ἡ Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ βρίσκεται στό μέσον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Τό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ εἶναι ἐντυπωσιακό. Τό τέμπλο εἶναι μαρμαρόγλυπτο, ἔργο τέχνης. Κατασκευάστηκε τό ἔτος 1927, ἀπό τόν Τήνιο μαρμαρογλύπτη Δημήτριο Λυρίτη. Πάνω σ' αὐτό βρίσκονται τέσσερις δεσποτικές εἰκόνες ἑκατέρωθεν τῆς Ὡραίας Πύλης, διαστ. 0,70Χ1,20, καί τέσσερις μικρότερες, ἑκατέρωθεν τῶν θυρῶν τῆς προθέσεως καί τοῦ διακονικοῦ. Οἱ μεγάλες δεσποτικές εἰκόνες τοῦ τέμπλου εἶναι: Ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης: α) Παναγία. Ἔχει ἀργυρῆ ἐπένδυση πολύ καλῆς τέχνης. Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας ὑπάρχουν οἱ ἐπιγραφές: Ἀφιέρωμα Ἐμμαν. Σαγκριώτου εἰς αἰωνίαν μνήμην τῆς γυναικός αὐτοῦ Ἐλισάβετ καί τοῦ υἱοῦ Τάκη, ἀδελφοῦ καί γονέων αὐτοῦ 1929 - Ἔργον Ἰωάννου Νικητοπούλου Ἀθῆναι. β) Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Τό σῶμα τῆς Παναγίας εἶναι ἐπαργυρωμένο. Παλαιά εἰκόνα, σύγχρονη μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης: α) Χριστός Παντοκράτωρ. Ἔχει ἀργυρῆ ἐπένδυση τῆς ἴδιας τέχνης μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί εἶναι ἔργο τοῦ ἴδιου τεχνίτη Ἰ. Νικητόπουλου. Ἡ ἀφιερωτική ἐπιγραφή: Ἐπηργυρώθη δαπάναις Ἐμμ. Σαγκριώτου ὑπέρ ὑγείας τῶν τέκνων Νάκου καί Μαρίας καί αἰωνίας μνήμης τῆς γυναικός Ἐλισάβετ, τοῦ υἱοῦ Τάκη καί γονέων καί ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἔν ἔτει 1930. β) Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Κάτω ἡ ὑπογραφή τοῦ ζωγράφου Λουκᾶ Γεραλῆ, χωρίς χρονολόγηση. Τοῦ ἴδιου ζωγράφου εἶναι καί οἱ εἰκόνες τοῦ δωδεκάορτου τοῦ τέμπλου. Ἀπό τίς παραπάνω εἰκόνες, ἐκεῖνες τῆς Παναγίας, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Κοιμήσεως, καθώς καί ὁ σταυρός πού βρίσκεται ψηλά στό τέμπλο, προέρχονται ἀπό τό τέμπλο τοῦ παλαιοῦ ναοῦ. Ἡ Ὡραία Πύλη εἶναι ξυλόγλυπτη. Πάνω ἀπ' αὐτήν βρίσκεται εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Στό τέμπλο τῆς προθέσεως βρίσκονται οἱ παρακάτω, μικρότερου πλάτους, εἰκόνες (0,58Χ1,20): α) Ὁ Ἅγ. Παντελεήμων, ἀριστερά τῆς θύρας. Καί δεξιά: β) Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου. Καί οἱ δύο εἶναι νεότερες εἰκόνες. Στό πέτασμα τῆς θύρας ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Κάτω, ἡ ἀφιερωτική ἐπιγραφή: Δέησις οἰκογ. Νικολάου Σκιαδᾶ, 1968. Στό τέμπλο πού ἀντιστοιχεῖ στό διακονικό: α) Ὁ Ἅγ. Μόδεστος, ἀριστερά τῆς θύρας. Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας οἱ ἐπιγραφές: Συνδρομῇ τῶν γεωργῶν τῆς Κοινοτ. Ναούσης, 1930 - Ἀναστ. Γ. Δεσύλλας, ζωγράφος. β) Οἱ Ἅγ. Ἀνάργυροι - Κοσμᾶς καί Δαμιανός. Δεξιά τῆς θύρας. Κάτω ἡ ὑπογραφή τοῦ ζωγράφου: Λουκᾶς Γεραλῆς - Ἀθῆναι. Στό πέτασμα τῆς θύρας, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Κάτω ἡ ἐπιγραφή: Ὁ ἐξ Ὑψοῦντος (Στεμνίτσα) τῆς Γορτυνίας Ἀθαν. Ἰ. Κανδρῆς ἔγραψε ἐν ἔτει αϠνε (=1955), ἀριστερά καί δεξιά: Ἀφιεροῦται εἰς μνήνην τῶν γονέων Νικολάου καί Ἀργυρῶς Μπαφίτου ἀπό τά τέκνα αὐτῶν Ἀντώνιος, Ἰωάννης, Ἀθανάσιος, Ἐμμανουήλ. Ὁ δεσποτικός θρόνος καί ὁ ἄμβωνας, πού βρίσκονται δεξιά καί ἀριστερά, ἀντίστοιχα, στό μέσον περίπου τοῦ ναοῦ εἶναι ξυλόγλυπτοι. Στόν ἀνατολικό τοῖχο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος εἶναι ἀναρτημένη πολύ παλαιά εἰκόνα (0,28Χ1,00) τῆς Παναγίας, μέσα σέ παλαιό ξύλινο στενόμακρο πλαίσιο. Παρουσιάζει τήν Θεοτόκο μόνη της στή νεκρική κλίνη. Ὁ Μητροπολιτικός ναός τῆς Νάουσας ἑορτάζει στίς 23 Αὐγούστου (4). Ἔχει κηρυχθεῖ ἀπό τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο (5). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Ὄθωνα Κάπαρη, Ἡ ἀνέγερση τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στή Νάουσα κ.λπ., Παριανά, ἔτ. Ηʹ, 1987, τ. 25, σελ. 63. Ὁ Ὄθωνας Κάπαρης (1911 - 1992) ἦταν γιατρός ἀπό τή Νάουσα τῆς Πάρου. Ἱδρυτικό μέλος τῆς Ἑταιρείας Ἀρχαιοφίλων Ναούσης Πάρου, ἀσχολήθηκε μέ τήν ἱστορία, τήν ἀρχαιολογία καί τήν λαϊκή τέχνη τοῦ νησιοῦ. Δημοσίευσε δεκάδες μελέτες καί ἄρθρα στό περιοδικό Παριανά καί σέ τοπικές ἐφημερίδες. 2. Ἡ πραγματική αἰτία τῆς κατεδαφίσεως τοῦ παλαιοῦ ναοῦ δέν ἦταν ἐκείνη πού παρουσιάζεται στά ὑπάρχοντα ἔγγραφα, ὁ κίνδυνος, δηλαδή, νά καταρρεύσει ὁ ναός ἐπειδή εἶχε καταστεῖ ἑτοιμόρροπος, ἀλλά ἡ ἐπαγγελματική ἀντιζηλία τῶν μυλωνάδων, τῶν ἕξι ἀνεμόμυλων πού ὑπῆρχαν τότε στό ὕψωμα πού βρισκόταν ὁ ναός. Σύμφωνα μέ παλαιές μαρτυρίες γερόντων, οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν πέντε ἀπ' αὐτούς ἐπιθυμοῦσαν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν πρῶτο ἀνεμόμυλο, ἐκεῖνον πού βρισκόταν πλησιέστερα στό ναό, γιατί ἀξιοποιοῦσε περισσότερο, λόγῳ τῆς θέσεώς του, τόν πνέοντα ἄνεμο, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποφέρει στόν ἰδιοκτήτη του περισσότερα κέρδη. Κατόρθωσαν, λοιπόν, μέσω τῶν δημογερόντων, νά κατεδαφισθεῖ ὁ παλαιός ναός καί νά οἰκοδομηθεῖ ὁ νέος, λίγο ὑψηλότερα ἀπό τόν παλαιό καί νά ἔχει, σάν οἰκοδόμημα, μεγαλύτερο ὕψος ἀπ' αὐτόν. Μέ τό νέο ναό, ὁ πρῶτος ἀνεμόμυλος καταδικάστηκε σέ ἀδράνεια, ἀφοῦ στερήθηκε τόν δυτικό ἄνεμο καί τελικά ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τόν ἰδιοκτήτη του καί κατέρρευσε (Ὄθωνα Κάπαρη, ὅ.π. σελ. 64). 3. Παναγ. Δ. Δημητρακοπούλου, Παριανά, ἔτ. Ηʹ, 1987, τ. 24, σελ. 20 - 23. 4. Τό ἔτος 1933 ἀποφασίσθηκε ἡ μετάθεση τῆς ἑορτῆς τοῦ ναοῦ, ἀπό τήν 15η Αὐγούστου, στήν 23η τοῦ ἴδιου μηνός, κατά τήν ὁποία ἑορτάζονται τά Ἐννεαήμερα ἀπό τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τήν ἀπόδοση τῆς μεγάλης αὐτῆς θεομητορικῆς ἑορτῆς. Ἡ ἀπόφαση αὐτή πάρθηκε ἀπό τόν τότε Σύλλογο τῶν Ναουσαίων Ναϊάς, τοῦ ὁποίου Πρόεδρος ἦταν ὁ Ναουσαῖος συνταξιοῦχος γυμνασιάρχης Ἐμμανουήλ Σαγκριώτης (1858 - 1937). Σύμφωνα μέ τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς "Τήν 15η Αὐγούστου ἑορτάζει πλήν τῶν ἄλλων καί ὁ ἐν Παροικίᾳ περίπυστος τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς Ναός, τό σέμνωμα τοῦτο πάσης τῆς ἡμετέρας νήσου καί καθ' ὅλον τῆς βυζαντινῆς τέχνης τό ἀγλάϊσμα, εἰς τήν ἑορτήν τήν ὁποίαν, δίκαιον εἶναι, πᾶσα ἄλλη ἐν τῇ νήσῳ νά ὑποχωρήσει καί πάντες οἱ Πάριοι ὀφείλουν κατά τήν ἑορτήν προσερχόμενοι νά καταθέτουσι τήν εὐλαβῆ προσκύνησιν, ὡς φόρον πληρούμενον ἅμα εἰς ἀνταμοιβήν τήν ἐθνικῆς ὑπερηφανείας ὅτι ἡ νῆσος αὐτή, ἔχει ἐν τῷ κόλπῳ τοιοῦτον τῆς Χριστιανικῆς Τέχνης καλλίστευμα..." (Ὄθωνα Κάπαρη, ὅ.π. σελ. 66). 5. ΦΕΚ 828/Β/15 - 9 - 1997.