Ἕνα ἀκόμα μοναστήρι πού στερεῖται μοναχῶν, βρίσκεται νοτιοδυτικά τῶν Λευκῶν, στίς ὑπώρειες τῶν Ἁγίων Πάντων, κοντά στίς πηγές τοῦ Βρόντα ποταμοῦ. Ἀνακαινίσθηκε τό 1646, κατά τήν ἐπιγραφή πού ὑπάρχει στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου στό καθολικό, πολύ μικρῶν διαστάσεων, ὅπως καί ὅλη ἡ Μονή, πού ἔχει γραφικότητα καί συναρπάζει τόσο γιά τήν ἀρχιτεκτονική της, ὅσο καί γιά τό πλούσιο σέ βλάστηση καί νερά περιβάλλον. Γνωστός ἡγούμενος: ὁ ἱερομόναχος Ἠσαΐας Παρούσης, πού φρόντισε γιά τό μαρμάρινο τέμπλο, τοῦ 1793. Μετά τό θάνατό του, σύμφωνα μέ κάποιο ἔγγραφο τοῦ 1826, ἐνῶ μέ τή διαθήκη του ὁ Ἠσαΐας ἄφησε τή Μονή στόν ἀνιψιό του Νεόφυτο Παρούση, οἱ ἐπίτροποι τῆς σταυροπηγιακῆς αὐτῆς Μονῆς ἀποκατέστησαν καθηγουμένους τόν ἱερομόναχο Στέφανο Σκοῦρτο, ἁγιογράφο, καί τόν μοναχό Ἀθανάσιο· γεγονός μοναδικό ἐκλογῆς δύο ἡγουμένων σέ μονή τῆς Πάρου. Σήμερα ἀνήκει στούς ἀπογόνους τοῦ ἀποβιώσαντος Ἰωάννου Καπαροῦ, ἐκ Λευκῶν.