Σέ ὡραία περίβλεπτη τοποθεσία, νότια τῆς Ναούσης, σέ κορυφή λόφου, ἐξοῦ καί ἡ προσωνυμία, ὑψώνεται ἀπό τόν 17ο αἰώνα, καλά διατηρημένη καί ὁλόλευκη, ἡ Μονή αὐτή, πού ἵδρυσε στά 1652 ὁ χωρεπίσκοπος Ναούσης Ἱερομόναχος Τιμόθεος Ἀκριβός, διατελέσας καί ἡγούμενος (1699). Αὐτόν διεδέχθη ὁ ἱερομόναχος Ἀγάπιος Μεταξᾶς, ἀπό τήν Κεφαλληνία (1700) καί ἀκολούθως ἡγουμένευσαν οἱ Ἱερόθεος Ἀκριβός, Νεόφυτος Περπινιᾶς καί ὁ χωρεπίσκοπος Φιλόθεος Βαλέντζας (1750). Τό 1691 κατέστη σταυροπηγιακή. Τό 1816 ἀνῆκε στούς κληρονόμους τῆς πρεσβυτέρας Μαρκεζίνας, ἀδελφῆς Τζαννάκη Βαλέντζα καί τό 1828 τήν ἀγόρασε ὁ φιλικός Παναγ. Δ. Δημητρακόπουλος ἀπό τόν Φώτη Πανᾶ, στόν ὁποῖο εἶχε περιέλθει ἀντί 467 ἱσπανικῶν διστήλων ταλήρων (ἔγγρ. 9 Δεκ. 1828). Ἐνδιαφέροντα τό τέμπλο, οἱ εἰκόνες, τό δάπεδο τοῦ καθολικοῦ, τά μαρμάρινα μανουάλια, τό ξυλόγλυπτο κιβώριο τῆς Ἁγ. Τραπέζης καί ἄλλα. Σήμερα διατηροῦνται σέ πολύ καλή κατάσταση τό κομψό καθολικό (ἐγγεγραμμένος σταυροειδής ναός μέ τροῦλλο) καί μερικά κελλιά ὅπου κατοικεῖ ἡ οἰκογένεια Ἀρκουλῆ ἀπό τή Νάουσα, ἰδιοκτήτης τῆς Μονῆς.