Τό Φραγκομονάστηρο εἶναι μικρή παλαιά μονή τοῦ καθολικοῦ μοναχικοῦ τάγματος τῶν Φραγκισκανῶν Καπουτσίνων ἤ Καπουκίνων Πατέρων καί βρίσκεται λίγες δεκάδες μέτρα νοτιοδυτικά τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς, ἀπέναντι ἀπό τή νέα πτέρυγα τοῦ 1ου Δημοτικοῦ Σχολείου Παροικίας. Κτήτορες τῆς μονῆς εἶναι Γάλλοι Καπουτσίνοι μοναχοί, πού ἦλθαν στήν Παροικία ὕστερα ἀπό πρόσκληση τῶν κατοίκων της, γύρω στό 1680, ἀπό τήν μονή τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τῆς Νάουσας. Στήν ἀρχή χρησιμοποίησαν γιά τίς λατρευτικές τους ἀνάγκες τό παρεκκλήσιο τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, πού τούς δώρησε ὁ Γιαννουλάκης Δαρζέντας (1). Λίγο ἀργότερα ἀπέκτησαν τό μικρό παρεκκλήσιο τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, καί στή θέση του ἔκτισαν τό μοναστήρι τους (2), τό Φραγκομονάστηρο. Ἔ τσι ὀνομάζουν ἀκόμα καί σήμερα τό καθολικό αὐτό μοναστήρι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ. Τό Καθολικό τῆς μονῆς ἦταν ἀρχικά ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Μιχαήλ, ὅπως ἀποκαλοῦν οἱ καθολικοί τόν Ἀρχάγγελο. Εἶναι μία μονόκλιτη τρουλλαία βασιλική, καθαρά νησιώτικης ἀρχιτεκτονικῆς, τῆς ὁποίας πολύ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα εἶναι οἱ ἁρμονικές διαστάσεις της, ὁ ὀκτάπλευρος τροῦλλος της καί τό μονότοξο ἀθρωτό μαρμάρινο καμπαναριό της, πού ὑψώνεται πάνω σέ πέντε βαθμῖδες, στήν ἀνατολική ὄψη της. Δίπλα στό καθολικό, μέσα σέ εὐρύχωρο καί δροσερό κῆπο, ἀναγέρθηκε διώροφο κτίριο, μέ τά κελλιά τῶν μοναχῶν καί τούς λοιπούς κοινόχρηστους καί βοηθητικούς χώρους τῆς μονῆς. Περιγραφή της ἔχουμε ἀπό τόν Γάλλο περιηγητή Ἰωσήφ Τουρνεφόρ, ὁ ὁποῖος τήν ἐπισκέφθηκε τό ἔτος 1701 καί φιλοξενήθηκε σ' αὐτήν: Ἡ κατοικία τῶν Γάλλων καπουκίνων στήν Παροικία εἶναι καλοφτιαγμένη, μέ ὡραία ἐκκλησία καί κῆπο εὐχάριστο. Ὑπηρετοῦν σ' αὐτή δύο πατέρες πού ζοῦν ἀπό ἐλεημοσύνες. Διδάσκουν ἑλληνικά καί ἰταλικά. Τό μοναστήρι τους εἶναι τόπος συναντήσεως καί παρηγοριᾶς τῶν λιγοστῶν λατίνων τοῦ νησιοῦ. Ἕνας ἀπό τούς δύο καπουκίνους, ὁ π. Λεονάρδος, ἀπό τό Ἀρράς, διδάσκει στήν Ἑκατονταπυλιανή (3). Κατά τή διάρκεια τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου 1770 - 1774, ἡ μονή ἐρημώθηκε ἀπό τούς Ἀλβανούς πού ὑπηρετοῦσαν στόν ρωσικό στόλο τοῦ Ἀλεξίου Ὀρλώφ καί τοῦ ναυάρχου Σπυριδώφ (4). Ἔπειτα ἀπ' αὐτό, ἡ μονή ἐγκαταλείφθηκε καί λίγο ἀργότερα ἔπαψε ἀκόμα καί ὁ ναός νά λειτουργεῖ, ἀπό τήν ἔλλειψη ἱερέως καί πιστῶν, ἀφοῦ ἐλάχιστοι ἀπό τούς κατοίκους τοῦ νησιοῦ πού ἀνῆκαν στό δυτικό δόγμα παρέμειναν σ' αὐτό. Ἀπό τήν ἐποχή αὐτή μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ., τό μοναστήρι δέν ἦταν σέ συνεχῆ λειτουργία. Γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα, ὅπως στά χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, παρέμεινε κενό (5). Ἄρχισε νά λειτουργεῖ πάλι τό 1833, ἡ παρακμή του ὅμως προχωροῦσε μέ γοργό ρυθμό, μέχρι πού τό ἔτος 1906, οἱ Καπουτσίνοι πούλησαν τό κτίριο τῆς μονῆς μέ τόν κῆπο πού τό περιβάλλει στήν Ἑκατονταπυλιανή (6) καί μεταβίβασαν τό ναό μέ τό μικρό πρεσβυτέριο στήν Καθολική Ἀρχιεπισκοπή τῆς Νάξου. Σήμερα, ὁ ναός, ἀνακαινισμένος, βρίσκεται σέ πολύ καλή κατάσταση. Τιμᾶται στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Πάντοβα (7). Γιά τήν συντήρηση καί τή λειτουργία του μεριμνᾶ ἡ Καθολική Ἀρχιεπισκοπή Νάξου, στήν ὁποία ἀνήκει. Κάθε Κυριακή, καθ' ὅλο τό διάστημα τῆς θερινῆς περιόδου, τελεῖται σ' αὐτόν ἡ Θεία Λειτουργία, ἀπό τόν καθολικό ἐφημέριο τῆς Νάξου, γιά τήν πνευματική ἐξυπηρέτηση τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν τῆς Πάρου, πού ἀνήκουν στό δυτικό δόγμα. Σέ ἀντίθεση μέ τό ναό, τό κτιριακό συγκρότημα τῶν κελλιῶν τῆς μονῆς τῶν Καπουτσίνων πατέρων, εἶναι μισοερειπωμένο. Σώζονται μόνον οἱ τοῖχοι του στερεωμένοι ἀπό τήν 2η Ἐφορεία Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων. Ἡ Διοικοῦσα, ὅμως, Ἐπιτροπή, τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος Παναγίας Ἑκατονταπυλιανῆς - ὅπως εἶναι ἡ σημερινή νομική μορφή τοῦ παλαιοῦ ὁμώνυμου ἐνοριακοῦ ναοῦ - στό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέραμε, κατά κυριότητα ἀνήκει, σχεδιάζει νά ἀνακαινίσει τό ἱστορικό αὐτό κτίσμα καί νά τό χρησιμοποιεῖ γιά τίς πνευματικές καί κοινωνικές του δραστηριότητες. Τό Φραγκομονάστηρο ἔχει κηρυχθεῖ ἱστορικό διατηρητέο μνημεῖο (8). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Γόνος ἑνετικοῦ οἴκου. Στήν Πάρο δέν ὑπάρχει πιά τό ἐπώνυμο Δερζέντας. Συναντᾶται, ὅμως, στή Σαντορίνη, ἀφιερωτική ἐπιγραφή εἰκόνας τοῦ 1956, πού βρίσκεται στόν Ἅγιο Σώστη Οἴας (Κατερ. Ἀσιμῆ, Δύο μετόχια τῆς Χοζοβιώτισσας Ἀμοργοῦ στήν Οἴα τῆς Σαντορίνης, Παριανά, τ. 34, 1989, σελ. 170). 2. Μάρκου Ν. Ρούσσου - Μηλιδώνη, Ἀποστολή Φραγκισκανῶν Καπουτσίνων στήν Πάρο (1675 - 1905), Παριανά, τ. 62, 1996, σελ. 234. 3. Pitton de Tournefort, Voyage I, σελ. 78, Μάρκου Ν. Ρούσσου - Μηλιδώνη, ὅ.π. σελ. 236. 4. Νικ. Χ. Ἀλιπράντη, Μεταβυζαντινά Μνημεῖα τῆς Πάρου, ἀνάτ. ΕΕΚΜ τόμ. ΗϘ, 1970, σελ. 422 - 3). 5. Μάρκου Ν. Ρούσσου - Μηλιδώνη, ὅ.π. σελ. 237. 6. Μέ τό ὑπ' ἀριθ. 8123 πωλητήριο συμβόλαιο πού συντάχθηκε στίς 22 Ἰουλίου 1906, ἀπό τόν συμβολαιογράφο Πάρου Γεώργιο Ζάννο καί ὑπογράφτηκε ἀπό τόν Πέτρο Κ. Μπᾶο, Δήμαρχο Πάρου, ὡς Πρόεδρο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τῆς ἐν Παροικίᾳ Πάρου Δημοτικῆς Ἐκκλησίας Παναγίας Ἑκατονταπυλιανῆς, ἀφ' ἑνός καί ἀφ' ἑτέρου, ἀπό τόν π. Ἰωάννη Βαπτιστή, ἡγούμενο τῶν Καπουτσίνων τῆς Νάξου, ὁ ὁποῖος ἐνεργοῦσε ὡς πληρεξούσιος τοῦ ἐν Σμύρνῃ πατρός Ἰσιδώρου Ταῦλερ, προεστοῦ τῆς Ἱεραποστολῆς τῆς Σμύρνης καί τῆς Ἑλλάδος, πουλήθηκε τό κτιριακό συγκρότημα τῶν κελλιῶν τοῦ Φραγκομονάστηρου, μέ τόν κῆπο πού τό περιβάλλει, ἐκτός ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ, ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία, στήν Ἑκατονταπυλιανή, ἀντί τοῦ ποσοῦ τῶν τριῶν χιλιάδων (3.000) δραχμῶν (Ἀπό τά βιβλία Μεταγραφῶν τοῦ Δήμου Πάρου, τόμος 28, ἀριθ. 2913). 7 Στό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου τῆς Πάντοβα ἦταν ἀφιερωμένο καί τό λατινικό ἱερό τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς, πού ἱδρύθηκε τόν καιρό τῆς Ἑνετοκρατίας καί καταργήθηκε ἀπό φανατικούς ἀλβανόφωνους ναῦτες τοῦ ρωσικοῦ στόλου, κατά τόν ρωσοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1770 - 1774 (Μάρκου Ν. Ρούσσου - Μηλιδώνη, ὅ.π. σελ. 237). 8. ΦΕΚ 209Β/17-3-1989 καί 426/Β/3-7-1992.