“ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ”

Κυριακή 7η Ιανουαρίου 2018

Η σύναξις του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου

(Ιω. Α’ 29-34)

            Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι ο πρώτος που δημόσια ομολογεί και διακηρύσσει στον κόσμο ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού. Η διήγηση της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, όπως ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έλαβε χώρα μετά την βάπτιση του Κυρίου και μάλιστα αφού επέστρεψε από την τεσσαρακονθήμερη νηστεία που πραγματοποίησε στην έρημο. Εκεί, λοιπόν, στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη, εν μέσω του πλήθους που προσερχόταν για να βαπτιστεί και να ακούσει το κήρυγμά του, βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν και λέει: «Ιδού, αυτός είναι ο αμνός του Θεού, ο οποίος σηκώνει την αμαρτία όλου του κόσμου. Αυτός είναι για τον οποίο είπα οτι έρχεται μετά από εμένα άνθρωπος, ο οποίος προηγείται εμού, γιατί υπάρχει πριν από εμένα».

            Με τα λόγια αυτά δεν φανερώνει μόνο τον Μεσσία, αλλά παράλληλα εκφράζει και την βασική θεολογία της Εκκλησίας, ότι δηλαδή ο προαιώνιος Θεός γίνεται άνθρωπος και εκουσίως αναλαμβάνει να θυσιαστεί, ως αμνός άμωμος, υπέρ της του κόσμου σωτηρίας. Τούτη η αλήθεια δεν αποτελεί σκέψη του Βαπτιστού Ιωάννη, αλλά αποκάλυψη του Θεού, όπως ο ίδιος ομολογεί, λέγοντας: «κι εγώ ο ίδιος δεν τον γνώριζα, αλλά για να φανερωθεί στον Ισραήλ, γιαυτό ήλθα στον Ιορδάνη να βαπτίζω. Είδα, μάλιστα, το Άγιο Πνεύμα να κετέρχεται από τον ουρανό σαν περιστέρι και έμεινε πάνω του. Και δεν τον γνώριζα», επαναλαμβάνει, «αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω στο νερό, ο ίδιος μού είπε ότι σε όποιον δεις το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται και να παραμένει σε αυτόν, εκείνος είναι που βαπτίζει στο Άγιο Πνεύμα. Κι εγώ είδα, και σάς μαρτυρώ ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού».

            Δείτε, πόσες αλήθειες ομολογεί ο Πρόδρομος, και με ποιόν τρόπο θεολογεί. Μάς λέει ότι η γνώση του Θεού δεν είναι προϊόν της ανθρώπινης διανόησης, αλλά ο ίδιος ο Θεός, από άκρα φιλανθρωπία, αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Και όχι μόνο αποκαλύπτεται, αλλά προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, γίνεται άνθρωπος, περπατά ανάμεσά μας, συνομιλεί με τα πλάσματά του, διδάσκει, θαυματουργεί και αναλαμβάνει, για τη δική μας σωτηρία, να θυσιαστεί ως αμνός άμωμος, ως πρόβατον επί σφαγήν. Μάς φανερώνει, ακόμα, ότι ο Θεός δεν είναι μονήρης αλλά τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Μάλιστα δε, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος συνεργάζονται στο έργο της σωτηρίας: ο Πατήρ ηυδόκησεν, ο Λόγος σάρξ εγένετο, και το Άγιο Πνεύμα βαπτίζει και φωτίζει και αγιάζει άπαντας τους πιστούς. Τέλος, μάς δείχνει ότι το έργο των προφητών, και κατ’ επέκταση των διδασκάλων της Εκκλησίας, είναι να δείχνουν στον κόσμο τον Χριστό και να τον παρακινούν σε μετάνοια. Γι αυτό και δεν ανέχτηκε ο Πρόδρομος καμία τιμή για τον εαυτό του, ούτε είχε οπαδούς, ώστε να διαδηλώσουν για την άδικη σύλληψη και θανάτωσή του. Μάλιστα δε, τόνισε ότι «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι» (Ιω. γ’ 30).

            Τόσο στη Γέννηση του Χριστού, όσο και στην Βάπτισή του, φανερώθηκε στον κόσμο ο τριαδικός Θεός. Στη Γέννηση, ο Λόγος γεννάται εν σαρκί, το Άγιο Πνεύμα, ως αστήρ, λάμπει και δείχνει τον Χριστό, και οι άγγελοι αναπέμπουν δοξολογία στον Πατέρα. Στη Βάπτιση πάλι, ο Υιός προσέρχεται στον Ιορδάνη, το Πνεύμα κατέρχεται εν είδει περιστεράς, και ο Πατήρ φωνή πέμπει εξ ουρανού: «ἴδε ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα». Γιαυτό και κατά τους τέσσερις πρώτους αιώνες αυτά τα δύο γεγονότα συνεοράζονταν, ήταν τα άγια Επιφάνια ή Θεοφάνια.

            Η παρουσία, όμως, του Θεού στον κόσμο, δεν περιορίστηκε μόνο στα στενά πλαίσια των ημερών που εορτάσαμε, αλλά είναι διαρκής. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάς λέει ότι για τους χριστιανούς η κάθε ημέρα είναι Θεοφάνεια και Πάσχα και Πεντηκοστή: «Για μάς, πρώτη εορτή είναι τα Επιφάνια. Και ποιά, λοιπόν, είναι η υπόθεση της εορτής; Επειδή ο Θεός επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη· επειδή ο Θεός ο μονογενής Υιός του Θεού ήταν μαζί μας. Δείτε, όμως, μάς λέει, ότι “θα είμαι μαζί σας μέχρι της συντελείας του αιώνος”· επομένως, είναι δυνατόν να τελούμε κάθε μέρα τα Επιφάνια. Η εορτή του Πάσχα τί θέλει να μάς πει; τον θάνατο του Κυρίου καταγγέλουμε τότε, αυτό είναι το Πάσχα. Αλλά και τούτο, δεν το τελούμε μόνο σε καθορισμένο χρόνο. Διότι, θέλοντας ο Παύλος να μάς απαλλάξει από την ανάγκη των καιρών και να μάς δείξει ότι είναι δυνατόν πάντοτε να επιτελούμε το Πάσχα, μάς λέει ότι “κάθε φορά που μεταλαμβάνετε τούτο τον άρτο και πίνετε από τούτο το ποτήριο, τον θάνατο του Κυρίου καταγγέλλετε” (A’ Κορ. ια’ 26). Επειδή, λοιπόν, πάντα δυνάμεθα να καταγγέλλουμε τον θάνατο του Κυρίου, πάντα μπορούμε να επιτελούμε (δηλαδή να εορτάζουμε) το Πάσχα. Και ποία είναι η υπόθεση της εορτής της Πεντηκοστής; ότι το Άγιο Πνεύμα ήλθε σε εμάς· γιατί, όπως ακριβώς ο μονογενής Υιός του Θεού είναι μαζί με τους πιστούς ανθρώπους, έτσι και το Πνεύμα του Θεού. Πώς το ξέρουμε; “Εκείνος που με αγαπά”, λέει (ο Χριστός), “θα τηρήσει τις εντολές μου, και εγώ θα ρωτήσω τον Πατέρα μου και άλλον Παράκλητο θα σάς δώσει, για να παραμένει αιώνια μαζί σας, το Πνεύμα της αληθείας” (Ιω. ιδ’ 15-17). Όπως, λοιπόν, ο Χριστός είπε για τον εαυτό του ότι θα είναι μαζί μας μέχρι της συντελείας του αιώνος, και εξ’ αυτού μπορούμε πάντα να εορτάζουμε τα Επιφάνια, ομοίως είπε και για το Άγιο Πνεύμα ότι θα είναι για πάντα μαζί μας, και επομένως μπορούμε πάντα να γιορτάζουμε την Πεντηκοστή. [...] την εορτή δεν την κάνει ο καιρός, αλλά η καθαρή συνείδηση, καθότι η εορτή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ευφροσύνη· και ευφροσύνη πνευματική και νοερά δεν ποιεί τίποτε άλλο, παρά η συναίσθηση ότι πράττουμε το αγαθό. Κι εκείνος που έχει αγαθή συνείδηση και τέτοιες πράξεις (δηλαδή αγαθές), δύναται πάντοτε να εορτάζει» (PG 50.454-455).

            Ας δοξάζουμε, λοιπόν, αδελφοί, τον πανάγαθο και φιλάνθρωπο Θεό, που μάς αξιώνει τόσες πολλές ευεργεσίες, και ας κοινωνούμε, εν καθαρώ συνειδότι, των Αχράντων Μυστηρίων, του σώματος δηλαδή και του αίματος του Χριστού, για να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή μας και να μένει μαζί μας, και ώστε η κάθε ημέρα να είναι γιορτή και ευλογία. Αμήν.

 

“ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ”

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Κυριακή μετά τα Φώτα

            Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, η Κυριακή μετά τα Φώτα, επισφραγίζει την μεγάλη εορτή της Θείας Επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η οποία, όπως έχουμε πει και την περασμένη Κυριακή, περιλαμβάνει όλες τις άγιες ημέρες από την Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μέχρι και την βάπτισή του. Η Ευαγγελική περικοπή που αναγνώσαμε σήμερα, μάς μιλάει για την αρχή του κηρύγματος του Χριστού, λίγο μετά την Βάπτισή Του. Ένας λοιπόν στίχος από την περικοπή, αναφέρεται σε μια προφητεία του Προφήτου Ησαΐα, που λέει: “Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς”. (Ματθ. 4, 16). ο λαός για τον οποίο ομιλεί εδώ ο Προφήτης, είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα, η οποία καθόταν όχι σε κάποιο αισθητό σκοτάδι, αλλά στο σκοτάδι που προέρχεται από την πλάνη και την ασέβεια. Γι’ αυτό και υπογραμμίζει έντονα αυτό το νοητό σκοτάδι, αποκαλώντας το ‘σκιά θανάτου’. Πράγματι, από τη στιγμή που ο άνθρωπος εγκατέλειψε τον Θεό και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο, άρχισε να βυθίζεται σταδιακά σε ένα πνευματικό σκότος. Θέλησε να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και γνώσεις, αρνήθηκε τον Θεό, τον λησμόνησε, και απώλεσε την εσωτερική πηγή του φωτός και της γνώσεως.

            Αν παρατηρήσουμε την εποχή κατά την οποία έκανε την εμφάνισή του ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, θα διαπιστώσουμε παντού να κυριαρχεί το πνευματικό και ηθικό σκοτάδι. Ο Θεός είχε αντικατασταθεί από τα ποικίλα είδωλα, από τα υλικά αγαθά, από τις εφάμαρτες ηδονές και απολαύσεις. Το πολιτειακό σύστημα, σεσαθρωμένο δημιούργημα της ρωμαϊκής ματαιοδοξίας, προέβαλε και ελάτρευε ως υπέρτατο άρχοντα και θεό το πρόσωπο του αυτοκράτορα. Η Φιλοσοφία είχε εκπέσει και είχε μετατραπεί σε μια στείρα σοφιστεία, που παραθεωρούσε την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την αληθινή σοφία. Η κοινωνία βρισκόταν σε άθλιο επίπεδο, το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είχε αξία, η γυναίκα θεωρούνταν πράγμα, ιδιοκτησία του ανδρός, η δουλεία αποτελούσε φυσικό φαινόμενο. Ακόμα και ο περιούσιος λαός του Θεού, ο ισραηλιτικός, είχε απομακρυνθεί από το φώς της αληθείας, γι’ αυτό και δεν αποδέχθηκε τον Χριστό. Αυτό το πνευματικό σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό, που ο ευαγγελιστής θέλοντας να το τονίσει το αποκαλεί ‘σκιά θανάτου’. Ήταν τόσο πυκνό, που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πλέον να βαδίσουν σ’ αυτό. Μόνο κάθονταν μέσα σε αυτό το απόλυτο σκότος, απελπισμένοι από τις μάταιες προσπάθειές τους να απαλλαγούν από αυτό.

            Μέσα σ’ αυτή την έσχατη κατάπτωση ‘φώς ανέτειλλεν’, ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και όλος αυτός ο λαός ο απελπισμένος ‘είδε φως μέγα’, το νοητό φως, το αληθινό φως, το φως της αληθείας και της γνώσεως του Θεού. Μέσα από το σωτήριο έργο του Κυρίου μας αρχίζει να ανατέλλει η ελπίδα της σωτηρίας, η προοπτική του απεγκλωβισμού από τα πάθη, η ανάσα της συγγνώμης, η ανακούφιση της αποκατάστασης, η αγαλλίαση της άπειρης αγάπης του Θεού, της χωρίς όρια και φραγμούς. Γι’ αυτό τον λόγο και η προχθεσινή Εορτή ονομάζεται Θεοφάνεια και Φώτα, επειδή δηλαδή με την Βάπτιση του Χριστού φανερώνεται στον κόσμο η τρισυπόστατη Θεότητα, ο Πατήρ, ο Υιός και το ΄Αγιον Πνεύμα, και γίνεται αυτή η ημέρα η απαρχή του σωτηρίου κηρύγματος του Χριστού στον κόσμο.

            Και όπως μάς λέει σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο Χριστός αρχίζει το κήρυγμά του με τα ίδια λόγια που έλεγε και ο άγιος Ιωάννης, ο Πρόδρομος και Βαπτιστής: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Η μετάνοια, αδελφοί μου, δεν αφορά μόνο στις αμαρτίες μας, αλλά σημαίνει ριζικές αλλαγέρς στη ζωή μας. Κυριότερη, θεμελιώδης αλλαγή, είναι να μη φρονούμε τα επίγεια αλλά τα επουράνια, να παραμερίζουμε το θέλημά μας και να το ταυτίζουμε με το θέλημα του Θεού. Αν κλείνουμε τα μάτια μας στον Θεό, τότε δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθούμε από το ζοφερό σκοτάδι των παθών και της αμαρτίας, δεν γίνεται να λάμψει μέσα μας το φως της αληθείας ούτε να φωτίσει και να αγιάσει την ζωή μας, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι αγωνιζόμαστε τον καλόν αγώνα.

            Έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια από την εποχή εκείνη που ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί και μας προσέφερε το Φως της εν Χριστώ Ζωής. Εντούτοις παρατηρούμε και σήμερα να κυριαρχεί το σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού, και της αμαρτίας. Δεν είναι λίγοι οι αδελφοί μας, ακόμα και κάποιοι χριστιανοί, που ζουν στην πλάνη και την ασέβεια. Και αυτό το φαινόμενο οι εχθροί της πίστεώς μας θέλησαν να το χρεώσουν στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και στην αγία μας πίστη, και να δείξουν ότι τάχα απέτυχαν του σκοπού τους. Ας προσέξουμε, όμως, μια λεπτομέρεια: όπως ο φυσικός ήλιος λάμπει, αλλά δεν μπορεί να φωτίσει το εσωτερικό των οικημάτων αν δεν ανοίξουμε τις πόρτες και τα παράθυρα, έτσι και ο νοητός ήλιος, ο Κύριος και Θεός μας, με τον ερχομό Του στον κόσμο ανέτειλλε το ανέσπερο φως της Βασιλείας Του, αφήνοντας εμάς, μέσα από την ελεύθερη βούληση και απόφασή μας, να αποδεχθούμε τον Θείο φωτισμό και να κινηθούμε προς Αυτόν, την πηγή του φωτός και της δικαιοσύνης.

            Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα όλων των εορτών που εορτάσαμε κατά την διάρκεια του Αγίου Δωδεκαημέρου: η φανέρωση του Θείου φωτός στη ζωή μας και η προσωπική του καθενός μας προσέγγιση και τελείωση εν Χριστώ. Και μάλιστα με τρόπο που σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και προϋποθέτει τη δική μας συναίνεση και αποδοχή, τη δική μας συμμετοχή. Αρκεί να σηκωθούμε από το σκοτάδι της απελπισίας και να κινηθούμε προς το Φως της ζωής και της αληθείας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Το κήρυγμα της μετανοίας, είναι, επομένως, για όλους μας επίκαιρο. Αμήν.

 

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ”

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Κυριακή του Ζακχαίου

(Λουκ. 19, 1-10)

            Η ιστορία του Ζακχαίου του αρχιτελώνη, αγαπητοί μου αδελφοί, την οποία μάς διηγήθηκε σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι από τις πλέον γνωστές αλλά και από τις πλέον χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, αντιμετωπίζει τον άνθρωπο, με γνώμονα την σωτηρία και τη διόρθωσή του. Έμαθε ο Ζακχαίος ότι ο Χριστός θα βρισκόταν στην Ιεριχώ και ήθελε να Τον δει. Ωστόσο, από τη μια το πλήθος που είχε μαζευτεί στο δρόμο και από την άλλη το ιδιαίτερα μικρό ύψος του, τον εμπόδιζαν να εκπληρώσει την επιθυμία του. Ανέβηκε τότε επάνω σε μια συκομωρέα, για να δει τον Διδάσκαλο που θα περνούσε από εκεί. Όταν ο Ιησούς έφτασε στο σημείο εκείνο, ανασήκωσε το βλέμμα Του και του είπε: “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα θα μείνω στο σπίτι σου”. Όλοι δυσαρεστήθηκαν που ο Διδάσκαλος επρόκειτο να καταλύσει στο σπίτι ενός αμαρτωλού, όμως τότε ακριβώς ο Ζακχαίος εκφράζει και δημοσιοποιεί την αλλαγή που συντελέστηκε μέσα του: “ορίστε, Κύριε”, λέει, “δίνω τη μισή περιουσία μου στους φτωχούς, και όποιον τυχόν αδίκησα του το επιστρέφω στο τετραπλάσιο”. Και ο Χριστός, απαντώντας τόσο στον συνομιλητή Του όσο και στους ανθρώπους που δυσανασχέτησαν, αποκρίνεται: “σήμερα πραγματοποιήθηκε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, καθότι και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήλθε στη γη να αναζητήσει και να σώσει το χαμένο πρόβατο”.

            Μέσα από τη διήγηση αυτή, και πέρα από το γεγονός της μεταστροφής του Ζακχαίου έπειτα από τη συνάντησή του με το Χριστό, βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον “αμαρτωλό” άνθρωπο, και την εκ διαμέτρου αντίθετη στάση του Ιησού. Και τούτο, διότι οι άνθρωποι κρίνουμε τον πλησίον μας ανάλογα με τα εξωτερικά του στοιχεία, ανάλογα με τους λόγους και με τις πράξεις του, και έχουμε την τάση να κρεμάμε στους άλλους την ταμπέλα του “αμαρτωλού”, συχνά θέλοντας ενδόμυχα και ασυναίσθητα να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και να νιώσουμε ότι υπερτερούμε των άλλων. Αγανακτούμε επομένως, όπως και οι άνθρωποι της σημερινής περικοπής, όταν ένας “αμαρτωλός” τολμά να προσεγγίσει τον Χριστό, να εισέλθει στην Εκκλησία, να ταράξει την τάξη που έχουμε βάλει στη ζωή μας και να υπερβεί το όριο ανάμεσα στους “ενάρετους” και τους “αμαρτωλούς”, όριο το οποίο εμείς οι ίδιοι έχουμε θέσει αυθαίρετα, σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις.

            Ο Χριστός, όμως, δεν διακρίνει κανέναν. Ουδέποτε αποκάλεσε κάποιον “αμαρτωλό”, ούτε καν τον ληστή που σταυρώθηκε μαζί Του. Γιατί, όπως ο Ζακχαίος είναι παιδί του Αβραάμ, κατά τον ίδιο τρόπο όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού, που μας περιβάλλει με την ίδια αγάπη, τόσο τους δίκαιους όσο και τους αμαρτωλούς, και δεν απορρίπτει κανέναν, αλλά μακροθυμεί και ενεργεί πάντοτε με γνώμονα τη σωτηρία μας, την επιστροφή μας δηλαδή στην αγάπη του Θεού και την έξοδό μας από τα σκληρά δεσμά του προσωπικού μας εγωισμού. Ο Χριστός δεν βλέπει το έξωθεν του ανθρώπου, δεν εστιάζει στην αμαρτία, δεν κατακρίνει κανέναν, δεν απορρίπτει κανέναν, αλλά εστιάζει στο έσωθεν, στην καρδιά του ανθρώπου, στην προοπτική της σωτηρίας, στην δυνατότητα της μετανοίας, στην αποκατάσταση της ζημιάς που ηθελημένα ή άθελά μας έχουμε προξενήσει στον εαυτό μας αλλά και στους γύρω μας. Και για τον λόγο αυτό μας αγκαλιάζει όλους, μας δέχεται κοντά Του, μας παρέχει την συγγνώμη και μας αλλάζει από μέσα προς τα έξω, με έναν τρόπο που συχνά δεν είναι άμεσα ορατός από τους άλλους γύρω μας, αλλά θέλει χρόνο αρκετό για να φανεί, για να διαλύσει τόσο τη δυσπιστία των ανθρώπων, όσο και την κατάκριση εναντίον μας.

            “Δεν ήλθα να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο”(Ιω. 12,47) φωνάζει ο Χριστός. Όμως δυστυχώς, εμείς που θέλουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας καλούς χριστιανούς, συχνά κρίνουμε και κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας, θέτουμε φραγμούς και όρια, βλέπουμε με περιφρόνηση και πολλές φορές με αηδία τους “αμαρτωλούς”, ξεχνώντας ότι και μόνο με αυτή τη συμπεριφορά μας πέφτουμε στην μεγαλύτερη αμαρτία, αυτή της υπερηφάνειας, που με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο ο Χριστός καυτηρίασε στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Ναι, ο κόσμος πάντοτε συμπεριφέρεται και θα συμπεριφέρεται κρίνοντας και κατακρίνοντας τους άλλους. Η δική μας στάση όμως δεν μπορεί παρά να εναρμονίζεται με τη στάση του Χριστού, δεν μπορεί παρά να κινείται προς την κατεύθυνση της αγάπης, της αποδοχής, της συγγνώμης. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που θα μας οδηγήσει στην κοινωνία της αγάπης του Θεού. Διαφορετικά, όσο “καθαροί” και όσο “ενάρετοι” και αν είμαστε, αν δεν έχουμε την καρδιά μας γεμάτη από αγάπη προς τον πλησίον πρώτα κι έπειτα προς τον Θεό, θα είμαστε άνθρωποι κενοί, υποκριτές, χωρίς κανένα πνευματικό όφελος, μονάδες δυστυχείς μέσα στην απομόνωση της “καθαρής” μας εξωτερικής εμφάνισης.

            Ας μη λησμονούμε, τέλος, ότι έφτασε η συνάντηση με τον Χριστό, για να μεταστρέψει τον Ζακχαίο, και μάλιστα να επιδείξει έμπρακτη μετάνοια. Έτσι, ο μεν πρώην αμαρτωλός δικαιώθηκε, ενώ οι «ενάρετοι» επικριτές του όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν από την φιλανθρωπία του Θεού, όχι μόνο δεν μετενόησαν για τα δικά τους αμαρτήματα, αλλά κατέκριναν και τον ίδιο τον Θεό, επειδή καταδέχτηκε να συναναστραφεί με το πλανηθέν πλάσμα του. Ας είμαστε, επομένως, αδελφοί, εξαιρετικά προσεκτικοί, μήπως κρίνοντας τους άλλους απωλέσουμε την δική μας σωτηρία. Και ο μόνος τρόπος για να μην πέσουμε σε τέτοιο πειρασμό, είναι να έχουμε προ οφθαλμών τα δικά μας αμαρτήματα και να μακροθυμούμε προς πάντας, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου μας. Αμήν.

 

“ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ”

Κυριακή 28η Ιανουαρίου 2017

Κυριακή Τελώνου και  Φαρισαίου

«Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς».

Με τον όμορφο αυτόν ύμνο, αγαπητοί μου αδελφοί, που ψάλλαμε χτες στον Εσπερινό και σήμερα το πρωί, λίγο πριν τη Δοξολογία και την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, συνοψίζει η αγία μας Εκκλησία την περικοπή του Ευαγγελίου που ακούσαμε νωρίτερα, και μάς εισάγει στο βαθύτερο νόημα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στην οποία σε λίγες ημέρες, συν Θεώ, θα εισέλθουμε. Και το κύριο έργο της Σαρακοστής, όπως μάς λέει, δεν είναι η νηστεία αλλά η προσευχή. Γιαυτό και ο ύμνος, όπως άλλωστε και ο Χριστός διηγούμενος την παραβολή, επικεντρώνεται στον τρόπο της προσευχής.

            «Ας μήν προσευχηθούμε με τον τρόπο του φαρισαίου, αδελφοί», μάς προτρέπει, «γιατί εκείνος που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί». Θα μπορούσε να πει «ας μη προσευχόμαστε φαρισαϊκά», λέει όμως «ας μη προσευχηθούμε» για να μάς αποτρέψει από αυτόν τον πειρασμό, ακόμα κι αν μάς πειράξει μία μόνο φορά. Γιατί η μία και μόνη στιγμή υπερηφανίας έριξε τον διάβολο από τις αγγελικές τάξεις. Η υπερηφάνεια είναι και ο τρόπος της προσευχής του φαρισαίου. Επειδή, δηλαδή, τηρούσε τις νηστείες, τις εντολές του δεκαλόγου και τις άλλες διατάξεις του νόμου, νόμιζε ότι δικαιωματικά τού ανήκε κάθε επιβράβευση από τον Θεό, και ότι μπορούσε, ως δίκαιος αυτός, να κρίνει και να κατακρίνει τον τελώνη και γενικά τους λοιπούς των ανθρώπων. Δεν κατέκρινε μονάχα τον τελώνη, ούτε τους αμαρτωλούς μόνο, αλλά όλους τους ανθρώπους. Τόσο μεγάλη υπερηφάνεια είχε, γι αυτό και ο Κύριος κατέκρινε αυτού του είδους την προσευχή.

            Άμα διαβάσουμε τους Πατέρες της Εκκλησίας, θα δούμε ότι μάς αποτρέπουν να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους· οι άγιοι μάλιστα, ακόμα κι όταν κατόρθωναν να αποκτήσουν όλες τις αρετές, θεωρούσαν πάντα τον εαυτό τους ως οφειλέτη απέναντι στον Θεό, ως αχρείο δούλο που απλά έκανε το καθήκον του, και μὰλιστα στο ελάχιστο. Δεν εξαγοράζουμε, αδελφοί, την Βασιλεία του Θεού με την αξία μας, αλλά μάς εξηγόρασε ο Χριστός από την κατάρα του νόμου με το τίμιο αίμα του. Αν νομίσουμε πως πετύχαμε κάτι, τότε εύκολα θα πέσουμε στην αυτοδικαίωση, στην υπερηφάνεια, στην κατάκριση του πλησίον, στην οργή, στην αγανάκτηση, στον φθόνο, στη συκοφαντία και σε κάθε άλλο κακό. Πονηροί, όμως, καρποί δεν βγαίνουν από αγαθά δένδρα.

            Ας ταπεινωθούμε, λοιπόν, ενώπιον του Θεού. Ας μη ζυγιάζουμε την «δικαιοσύνη» μας με τα έργα των ανθρώπων, αλλά ας έχουμε ως γνώμονα της ζωής μας την δικαιοσύνη του Θεού. Αν έχουμε προ οφθαλμών μας τον Θεό, θα προσευχόμαστε μαζί με τον προφήτη Δαβίδ, λέγοντας: «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου,... εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν». Ενώπιον, λοιπόν, του Θεού, κανείς δεν μπορεί να πει ότι είναι δίκαιος. Γι αυτό και μάς προτρέπει σήμερα ο Χριστός, να είναι η προσευχή μας σαν του τελώνη, που έριξε καταγής το πρόσωπό του και στέναζε: -Θεέ μου, σπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό. Ιδού ο τρόπος της προσευχής του τελώνη: η αυτομεμψία, η αδιαφορία για τα έργα των άλλων ανθρώπων, η συντριβή, τα δάκρυα, η μετάνοια, η νηστεία, η ταπείνωση.

            Η ταπείνωση του εκατόνταρχου, της χαναναίας, της αιμορροούσης, παράλληλα με την πίστη, έλκυσαν την αγάπη του Χριστού, ώστε να γίνει το θαύμα. Η ταπείνωση της Σαμαρείτιδας την οδήγησε όχι απλά να συνομιλεί με τον Χριστό, αλλά και να τής αποκαλύψει ο ίδιος ότι είναι ο Θεός και Σωτήρας του κόσμου. Η ταπείνωση της πόρνης και του ληστού ήταν που προκάλεσε το έλεος και τη συγγνώμη του Θεού. Η ταπεινοφροσύνη, η αίσθηση δηλαδή ότι δεν είμαστε τίποτα, ότι δεν είμαστε άξιοι ούτε σπουδαίοι ούτε ενάρετοι, αποτελεί το μεγαλύτερο πνευματικό όπλο του χριστιανού. Είπε κάποτε ο Μέγας Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού απλωμένες στη γη, και με αναστεναγμό αναρωτήθηκα· -ποιός, άραγε, μπορεί να τις περάσει; Και άκουσα φωνή να μού λέει: Η ταπεινοφροσύνη».

            Ας ταπεινώσουμε, επομένως, την διάνοιά μας. Ας ταπεινωθούμε και διά της νηστείας. Τί σημαίνει αυτό; μάς το εξηγεί ο Μέγας Βασίλειος: «Δεν είναι αρκετή αυτή καθ’ αυτή η αποχή απο τις τροφές για την επεινετή νηστεία, αλλά ας νηστέψουμε νηστεία δεκτή και ευάρεστη στον Θεό. Η αληθινή νηστεία είναι αποξένωση από το κακό, εγκράτεια της γλώσσας, αποχή του θυμού, χωρισμός από τις επιθυμίες, από την καταλαλιά, από το ψέμα, από την επιορκία. Η φτώχια από τούτα είναι αληθινή νηστεία» (PG 31.196). Γίνεται, επομένως, αντιληπτό ότι ο υπερήφανος άνθρωπος, ο οποίος μιμείται τον φαρισαίο, στην πραγματικότητα δεν νηστεύει, ακόμα κι όταν τηρεί τις νηστείες. Γι αυτό και συχνά αναζητεί «νηστήσιμες» τροφές που τέρπουν την γεύση ή είναι ακριβές και εξεζητημένες, και με περισσή ευκολία ανεβάζει τον εαυτό του στο θρόνο του μόνου και δίκαιου κριτή.

            Γι αυτό, αδελφοί, ας διατηρούμε πάντα στο νου μας αυτή την εικόνα του τελώνη, κι ας τον μιμούμαστε στην προσευχή, στην δια της νηστείας ταπείνωση, στην μετάνοια. Ας έχουμε προ οφθαλμών μας το μέγεθος των δικών μας αμαρτιών και ας προφέρουμε κι εμείς τα ίδια λόγια, «ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ώστε όπως εκείνος, έτσι κι εμείς, να αξιωθούμε του απείρου ελέους του φιλανθρώπου Θεού, τόσο στην παρούσα ζωή όσο και στην μέλλουσα. Αμήν.

π. Χ.Β.