ΜΗΝΥΜΑ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
Επί τη Εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας
Αγαπητοί αδελφοί,
Οἱ ὕμνοι τῆς σημερινής μεγάλης ἡμέρας, οἱ πανηγυρικές λειτουργίες σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Ναούς, ἡ ἀνάγνωση τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας», καθώς καί οἱ θριαμβευτικές λιτανεῖες τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἐντός ἤ καί ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες πρωτεύουσα θέση ἔχει ἡ «Ἄχραντος» Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καλούμαστε νά προσκυνήσουμε μέ πίστη βαθειά καί μέ διάθεση εἰλικρινοῦς μετανοίας, προσδίδουν στήν ἑορτή αὐτή ἕνα ξεχωριστό τόνο πνευματικῆς χαρᾶς καί εὐφροσύνης πού ἰδιαίτερα ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν ζωή καί τήν παράδοση τοῦ λαοῦ μας.
Μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀπόλυτα ἐκκλησιαστική ἑορτή καταδεικνύεται σαφῶς ποιά εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία πού πανηγυρίζουμε. Δέν πρόκειται γιά μιά ἰδεολογία ἤ γιά κάποιο κοινωνικό ἤ φιλοσοφικό σύστημα ἤ γιά μιά ἐγκόσμια πολιτική πού ἐπεκράτησε καί θριαμβολογεῖ γιά τήν συντριβή τῶν ἀντιπάλων της - ἐν προκειμένῳ τῶν εἰκονομάχων πού ἐπί ἕνα καί πλέον αἰῶνα ταλαιπώρησαν τήν Ἐκκλησία. Ὄχι! Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ νέος τρόπος ζωῆς καί ὑπάρξεως πού εἰσήχθη στήν ἱστορία μέ τήν Σάρκωση, τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Αἰώνιου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί μακαρίζονται τήν μέρα αὐτή οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Πατέρες ἀλλά καί οἱ Πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων, ἐπειδή ἀκριβῶς διέσωσαν καί μᾶς παρέδωσαν ἀνόθευτη τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, τόν τρόπο ζωῆς δηλαδή πού μόνο αὐτός μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στήν σωτηρία καί τήν θέωση.
Γιά τόν λόγο αὐτό προσλαμβάνει ἡ ἑορτή αὐτή ἐκτός τοῦ πανηγυρικοῦ καί θριαμβευτικοῦ χαρακτήρα της καί μιά προσωπική σημασία καί ἀξία γιά ὅλους πού εἴμαστε μέλη τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἡ ὁποία οὐσιαστικά ταὐτίζεται μέ τήν Ὀρθοδοξία μας γιατί κατά τούς Ἁγίους Πατέρες μας, Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία καί Εὐχαριστία εἶναι ὀργανικά ἑνωμένα, ἀφοῦ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ὀρθή πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ προσωπική αὐτή ἀξία καί σημασία, ἡ ἰδιαίτερα τιμητική γιά ὅλους ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, μεταφράζεται σέ μιά βαρύτατη εὐθύνη καί ἕνα χρέος ἱερό γιά τήν ἀταλάντευτη προσήλωσή μας σ’ αὐτήν (τήν Ὀρθοδοξία δηλαδή) καί ὡς διδασκαλία καί ὡς ζωή.
Καί ὡς πρός τό πρῶτο σκέλος Ὀρθόδοξος Χριστιανός σημαίνει ὅτι εἶμαι ἐνταγμένος ὀργανικά στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πού κεφαλή ἔχει τόν Χριστό. Σημαίνει ὅτι εἶμαι ὁπλίτης «παρατάξεως Κυρίου» καί ἄρα μέλος τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας Του. Σημαίνει ὅτι βιώνω τήν Ἐκκλησία ἡ ὁποία ὅπως διδάσκει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος εἶναι «ὁ Χριστός ὁ μεθ’ ἠμῶν ὤν καί εἰς τούς αἰῶνας παρατεινόμενος», ὡς κιβωτό τῆς σωτηρίας, ὄχι γενικά καί ἀόριστα, ἀλλά τῆς προσωπικῆς μου σωτηρίας, ἡ ὁποία δέν ἐπιτυγχάνεται κατά τρόπο αὐτονομημένο καί ἀτομιστικό ἀλλά πάντοτε, ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστός π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς «σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, μέ τήν βοήθειαν καί τήν καθοδήγησή τους, διά μέσου τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ». Σημαίνει ἐπίσης ὅτι ἔχω τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Πιστεύω δηλαδή ἁπλά καί ταπεινά ὅπως καί ὅ,τι πιστεύει καί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία διεφύλαξε τήν πίστη αὐτή καθαρή καί γνήσια διά μέσου τῶν αἰώνων καί γιά τήν ὁποία θά διαλαλήσουμε αὔριο: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξε». Σημαίνει τέλος ὅτι ζῶ τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναπνέω μέσα στήν Ἐκκλησία. Προσεύχομαι ὅπως προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία. Ἐκκλησιάζομαι καί λατρεύω τόν Θεό μαζί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς μου χριστιανούς. Λαμβάνω τήν χάρη καί τόν ἁγιασμό πού μεταδίδεται μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπακούω στίς ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχω ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτήν, χωρίς νά παρασύρομαι ἀπό προσωπικά ὀφέλη ἤ ἀδυναμίες σέ σχίσματα, αἱρέσεις καί ἑτεροδιδασκαλίες. Ἀγωνίζομαι συνεχῶς (καί τοῦτο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά μᾶς τούς Κληρικούς) νά τηρῶ «τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» καί νά πρεσβεύω ἀταλάντευτα ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων δογματίζει «μηδέν προστιθείς, μηδέν ἀφαιρῶν, μηδέν μεταβάλλων, μήτε τῶν δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων».
Προσήλωση ὅμως στήν Ὀρθοδοξία καί στήν διδασκαλία της (καί προσεγγίζουμε τώρα τό δεύτερο σκέλος τῆς προσήλωσης) δέν σημαίνει ἁπλά τήν ὑποχρέωση νά παραμένουμε ἀφοσιωμένοι σταθερά καί ἀμετακίνητα στά δόγματα καί τούς θεσμούς της, «τάς παραδόσεις ἀκαινοτομήτους φυλλάττοντες» καί «τήν πίστιν ἀσάλευτον κρατύνοντες» (κατά τήν διακήρυξη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Σημαίνει καί κάτι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο: τήν βίωση τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ὀρθοπραξίας καί τοῦ δόγματος ὡς τρόπου ζωῆς. Δέν ἀρκεῖ δηλαδή ἡ ἱστορική συνέχεια, ἀπαιτεῖται καί ἡ προσωπική συνέπεια, οὕτως ὥστε κατά τήν ὡραιοτάτη λειτουργική εὐχή: «πάντα πρός εὐαρέστησιν τήν Σήν καί φρονοῦντες καί πράττοντες», νά εἴμαστε καί ἐν τῇ πράξει Ὀρθόδοξοι.
Ἡ ὀρθοπραξία λοιπόν γιά τήν ὁποία μιλᾶμε δέν ἔχει τήν ἔννοια μιᾶς χαλαρῆς ἠθικιστικῆς τακτοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἤ μιᾶς ἀξιόλογης κοινωνικῆς δράσης χωρίς πνευματικότητα, ἀλλά προσδιορίζεται ἀπό τήν εἰδοποιό διαφορά πού εἶναι ἡ ἁγιότητα, χωρίς τήν ὁποία καταντᾶ μιά ἀνούσια πολυπραγμοσύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει τίς εὐλογημένες προϋποθέσεις γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ διότι στήν μυσταγωγική της ἀτμόσφαιρα καλλιεργεῖ τόν ἄνθρωπο, γιά τόν ὁποῖο, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀναγνωρίζει ὡς ὑπέρτατη ἀξία καί ἐλεύθερη προσωπικότητα, διαμορφώνει τό πλαίσιο γιά τόν ἰδανικό καί ὑγιῆ συνδυασμό ἀπό αὐτόν τῆς μυστικῆς καί γόνιμης ἐνόρασης μέ τήν εἰλικρινῆ καί ἄδολη ἔκφραση τῆς ἀγάπης καί καλοσύνης, πάντοτε ἐν πνεύματι ταπεινώσεως. Ἔτσι προσφέροντας ἡ Ὀρθοδοξία τήν διάσταση τοῦ βάθους (μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου) ὑψώνει τόν ἄνθρωπο διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος «τῷ φωτί τῆς γνώσεως ἐλλαμπόμενος», ὅπως ἀναφέραμε στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας, φθάνει μέχρι τήν θέωση. Καί αὐτή ἡ διαδικασία πού ἐπιτελεῖται, μέσῳ μιᾶς στενῆς προσωπικῆς σχέσης πρός τόν Χριστό, ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή του καί ἄρα ἀποκλειστικό ρυθμιστή τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς του και ἔχει τελικό σκοπό τήν ἁγιότητα ἀποτελεῖ τήν κοινή ἀνηφορική καί δύσβατη πορεία ὅλων μας καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξαιρεθεῖ ἀπό αὐτή, πολύ δέ περισσότερο ἐμεῖς οἱ Κληρικοί καί οἱ Μοναχοί πού καλούμαστε νά συνθέτουμε τό φωτεινό πρότυπο γιά τούς λαϊκούς ἀδελφούς μας, παρά τίς ὅποιες ἀδυναμίες καί τά ἐνδεχόμενα ἐλαττώματά μας, διότι θά εἶναι τραγικό νά συμβαίνει αὐτό γιά τό ὁποῖο αὐστηρά μᾶς ὑπογραμμίζει ὁ Ἱδρυτής καί Προστάτης τῆς Ἀγίας μας Ἐκκλησίας, Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος, νά φθάνουμε δηλαδή στό θλιβερό κατάντημα νά εἴμαστε ἄνθρωποι «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β΄ Τιμ. 3,5).
Ὁ πανηγυρικός ἑορτασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, μάλιστα ὅπως πολύ σοφά ἔχει καθιερωθεῖ ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες μέ τήν ἀπό κοινοῦ συμμετοχή καί τῆς Πολιτείας, ἐπισημαίνει μεταξύ ἄλλων καί αὐτή τή διαχρονική προσφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό Ἔθνος μας πού μέ εὐγνωμοσύνη ἀναγνωρίζει αὐτή τήν θυσιαστική προσφορά. Συγχρόνως ὅμως ἀποτελεῖ ἤ τοὐλάχιστον πρέπει νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας μιά ἐξαιρετική εὐκαιρία αὐτοκριτικῆς καί συνειδητοποιήσεως τῆς εὐθύνης καί τοῦ χρέους μας τόσο σέ προσωπικό ὅσο καί σέ ἐθνικό ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά ἀνάμνηση, λαμπρή ἔστω, τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ἡ ζωή μας σήμερα καί ἡ ἐπαγγελία τοῦ μέλλοντος. Τίποτε ἄλλωστε στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι ἁπλῆ ἀνάμνηση, ἀλλά ὅ,τι μιά φορά ἀποκαλύφθηκε διαιωνίζει «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. Κη΄, 20).
Καί στό σημεῖο τοῦτο θά ἔπρεπε νά τονίσουμε ὅτι ὅλον αὐτό τόν πνευματικό της πλοῦτο καί τό οὐράνιο μεγαλεῖο της ἡ Ὀρθοδοξία τά ζῇ στήν πράξη καί ὄχι μέ θεωρίες μέσα στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη. Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει διατηρήσει στό κέντρο τῆς ζωῆς της τήν Θεία Εὐχαριστία καί τῆς ἔχει δώσει ρόλο καθοριστικό. Σ’ αὐτή τήν μοναδική σύναξη πού πραγματοποιεῖται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί μέ τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ὅλοι παρόντες, ὁ Θεός, οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ζῶντες καί οἱ κεκοιμημένοι. Ὅλοι ὅσοι συναισθανόμαστε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί ἀγωνιζόμαστε μέ ταπείνωση νά μετανοοῦμε ἔμπρακτα καί εἰλικρινά. Ἔξω ἀπό τή σύναξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας κανείς δέν μπορεῖ νά λέγει ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ὅτι πιστεύει στήν Ἐκκλησία καί ἀγαπᾶ τήν Ὀρθοδοξία.
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά κλείσω μέ τόν ἐπίλογο μιᾶς ὁμιλίας ἑνός σπουδαίου Ἱεράρχου πού γιά 40 χρόνια ἐκόσμησε τό σεπτό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης κυροῦ Διονυσίου, γιά νά μᾶς μείνει αὐτή ἡ παραμυθιτική καί γλυκειά γεύση τῆς Ὀρθοδοξία μας στούς δυσκόλους καιρούς πού περνᾶμε:
«Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία! Μιά πολιτεία Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων. Τό κήρυγμα τῶν Προφητῶν, ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων, ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἡ θεία λατρεία μας, ἡ ἄχραντη εἰκονογραφία μας, ἡ κατανυκτική ψαλμωδία μας, τό κερί καί τό λιβάνι μας, ἡ νηστεία μας, ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγησή μας, ἡ θεία μετάληψη, ἡ φτωχή ἁγιωσύνη μας κι οἱ πολλές μας ἁμαρτίες, γιά τίς ὁποῖες ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία! Οἱ Ἅγιοί μας, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες καί Προφῆτες, Ἱεράρχες, Ὅσιοι καί Δίκαιοι, αὐτοί πού ἀγωνίστηκαν καί φύλαξαν τήν πίστη· αὐτοί πού, πηγαίνοντας ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, πρεσβεύουν στό Θεό γιά μᾶς, ἔχοντας ξαπάνω τους τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Μιά πολιτεία Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, πού εἰς τό πέρασμα τῶν αἰώνων ψάλλουμε τό ἆσμα, πού εἶναι μαζί ὕμνος καί ὅρκος· «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία. Οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας». Ἀμήν.
Μέ πολλή ἀγάπη ἐν Χριστῷ
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΣ
† Ο ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ