ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
``ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ``
Κυριακή 7 Μαΐου 2017
Δ΄ ἀπό τοῦ Πάσχα (Πραξ. θ΄ 32-42)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη!
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», νά μᾶς διηγεῖται δύο θαύματα, πού ἐπιτέλεσε ὁἀπόστολος Πέτρος στόν ὄνομα τοῦἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δέν παραλείπει νά τονίσει, πώς τόσο ἡ θεραπεία τοῦἐπί ὀκταετίᾳ παράλυτου Αἰνέα, ὅσο καί ἡἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τῆς ἐλεήμονος Ταβιθᾶ, παρακίνησε πολλούς νά πιστεύσουν στόν Χριστό.
Αὐτό ὅμως, πού ἵσως περνᾶἀπαρατήρητο, ἀν καί σημαντικό, εἶναι πώς δύο φορές μέσα σέ μόλις 10 στίχους, ὁἱερός συγγραφέας ὀνομάζει αὐτούς πού πιστεύουν στόν Χριστό, ἁγίους. «Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν...» καί «...φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους...». Στό ἴδιο κεφάλαιο μάλιστα στόν στίχο 13 στήν κλήση τοῦἈνανία, νά δεχθεῖ καί νά βαπτίσει τόν μέχρι τότε διώκτη καί μετέπειτα Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο, οἱ πιστοί Χριστιανοί ἀναφέρονται καί πάλι ἅγιοι. Ἁγίους τούς ὀνομάζει κι ὁἀπόστολος Παῦλος κατόπιν, ὅταν ἀπολογούμενος στόν βασιλιᾶἈγρίππα, ἐνθυμεῖται, ὅτι, πρίν τήν μεταστροφή του ὡς διώκτης ἀκόμη, πολλούς Ἁγίους φυλάκισε. (βλ. Πραξ. κστ 10). Παρομοίως δέ καί στίς Πρός Ἐφεσίους (α 10), Φιλιππησίους (α 1) καί Κολοσσαεῖς (α 1) ἐπιστολές Του, ἀναφέρεται στούς παραλῆπτες ὀνομάζοντάς τους ἁγίους.
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πώς ἡ λέξη ἅγιος ἀφορᾶ σέ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁἄνθρωπος μέ τό βάπτισμά του στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐντάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γίνεται μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα μετέχει στήν Ἁγιότητά Του.
ὉἍγιος Τριαδικός Θεός εἶναι στήν ἀπόλυτη ἔννοια Ἅγιος. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁὕμνος τῶν Σεραφείμ, ὅπως περιγράφεται στό περιστατικό τῆς κλήσης τοῦ Προφήτη Ἠσαϊα, «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...», (Ἠσ. στ 6) ὅπως τόν ἀκοῦμε στή θεία Λειτουργία, γιά νά καταλάβουμε τήν ἀπόλυτη Ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐπαναλαμβάνεται τρεῖς φορές ἡ λέξη Ἅγιος, γιά νά φανερωθεῖἡ παρουσία τῶν τριῶν θείων Προσώπων, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦἉγίου Πνεύματος, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἡἄπειρη καί ἀπόλυτη ἁγιότητά Τους. Παράλληλα δέ τονίζεται ὅτι Ἅγιος εἶναι μόνον ὁ Θεός καί ἀπό Αὐτόν καί μόνον καί μέσα ἀπό τή σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε Ἁγιότητα.
Ἡ λέξη ἅγιος λοιπόν ἀφορᾶ σέ ὅλους μας, γιατί ἀφορᾶ στή ζωή μας. Ἀποτελεῖἀφορμή πνευματικοῦἀγῶνος γιά τήν πνευματική μας ἀναβάθμιση, πού μπορεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά αὐξάνεται συνεχῶς. ἩἉγιότητα δέν ἔχει τέλος. Εἶναι ἄπειρη ὡς ἰδίωμα τοῦἄπειρου Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ πνευματική μας ἀνέλιξη στήν ἁγιότητα ἐπιδέχεται συνεχιζομένης ἀναβάθμισης. Ὁἁββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, θέλοντας νά δώσει ἔμφαση στόν πνευματικό ἀγῶνα τοῦἀνθρώπου στό δρόμο τῆς Ἁγιότητας, ὑπογραμίζει πώς ἅγιος στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁἐνσυνείδητος ἁμαρτωλός σέ κατάσταση συνεχοῦς μετανοίας.
Μήν ξεχνοῦμε ἐπίσης, ὅτι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό ὁποῖο κοσμεῖ σχεδόν ὅλες τίς ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου καί ἐμφατικῶς ἀπαγγέλεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία, καταλήγουμε λέγοντας: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν...». Ἡ λέξη Ἁγία χρησιμοποιεῖται γιά νά δείξει, ὅτι ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι Ἁγία, γιατί α) ἔχει κεφαλή τόν ἀπολύτως Ἅγιο, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί β) ἔχει σκοπό νά ἀναδείξει ἁγίους, τά μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος, τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱὁποῖοι μέσα ἀπό τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας κοινωνοῦν μέ τόν Χριστό καί ἁγιάζονται ἀπό Ἐκεῖνον.
Αὐτό εἶναι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς τελευταίας ἐκφώνησης τῆς θείας Λειτουργίας, λίγο πρίν τήν θεία Κοινωνία. «Πρόσχωμεν τά ἅγια τοῖς Ἁγίοις», σημαίνει πώς μέ προσοχή νά μεταδοθοῦν τά Ἅγια (τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ) στούς Ἁγίους, δηλ. στό πλήρωμα τῶν πιστῶν πού, δέν παρακολουθεῖ, ἀλλά συνεπιτελεῖ καί συμμετέχει στή θεία Λειτουργία
Συνεπῶς, ὅταν κάποιος μέ τή ζωή καί τό ἔργο του, ὁμολογεῖ τήν πίστη του στόν ἀληθινό Θεό καί ἐνίοτε τήν σφραγίζει καί μέ τό μαρτυρικό του αἷμα, ἐκεῖνος ὀνομάζεται Ἅγιος, γιά νά ἀναδειχθεῖ καί νά κηρυχθεῖ ἡ κοινωνία του μέ τόν Θεό καί ὁἁγιασμός του. Παράλληλα δέ ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του γίνονται τό παράδειγμα καί τό πρότυπο καί γιά τούς ὑπολοίπους πιστούς. Εἶναι τόσο σημαντική ἡ γνώση τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων μας, ὥστε ὁἅγιος Νικόδημος ὁἉγιορείτης στά δύσκολα χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς συνέγραψε καί ἐξέδωσε τόν «Συναξαριστή τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦἐνιαυτοῦ» καί τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» γιά τήν ὠφέλεια καί τήν πνευματική οἰκοδομή τῶν Χριστιανῶν.
Πρώτη στήν τάξη τῶν Ἁγίων μας εἶναι ἡ Παναγία μας. Τοῦτο δέν συμβαίνει μόνο γιά τίς ἀρετές της, τίς ὁποῖες εἶχε ὅλες στόν ὑπέρτατο γιά τόν ἄνθρωπο βαθμό, ἀλλά διότι ἐκείνη μόνη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ἄνθρωπο ἑνώθηκε προσωπικά μέ τόν Ἅγιο Θεό, καθώς ἀπό ἐκείνην προσέλαβε τό φύραμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, κατά τήν προσφιλῆἔκφραση τῶν εὐχῶν τῆς θείας μεταλήψεως.
ἩἉγιότητα εἶναι ὁ στόχος καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅμως, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά ἀτομικά μας ἐπιτεύγματα, ἀλλά ἀπό τήν σχέση καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Ἅγιο Θεό. Ὁἅγιος Μάξιμος ὁὁμολογητής τονίζει, πώς ἐμεῖς βάζουμε τήν προαίρεση, τήν θέληση δηλαδή καί ὁ Θεός μέ τή χάρη Του μᾶς ἁγιάζει.
Ὁ Θεός ἁγιάζει ἐκεῖνον, πού θέλει νά ἁγιασθεῖ. Ἀναδεικνύει ἅγιο ἐκεῖνον, πού μέ τήν θεία κοινωνία μαζί Του, ἀποτελεῖ τήν συνέχεια καί τήν παράτασή του στόν κόσμο καί στόν χρόνο.
Οἱἀρετές καί τά καλά μας ἔργα, ἡ εὐσέβεια, ἡ φιλανθρωπία μας, ἡ πειθαρχία μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν προξενοῦν τήν Ἁγιότητά μας. Εἶναι συνέπεια τῆς ἐλεύθερης θελήσεώς μας νά μετέχουμε στόν Ἁγιασμό τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀποτέλεσμα τῆς χάρης, νά ὀνομαζόμαστε καί νά εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. (Ἰω. α 12). Ἀμήν.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
``ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ``
Κυριακή 14 Μαΐου 2017
E΄ ἀπό τοῦ Πάσχα (Πραξ. ια΄ 19-30)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη!
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, διηγούμενος τήν θαυμαστή ἐξάπλωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐπισημαίνει πώς οἱ πιστοί ὀνομάστηκαν γιά πρώτη φορά Χριστιανοί στήν Ἀντιόχεια.
Μετά τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τά μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας διασκορπίσθηκαν πέρα ἀπό τά ὅρια τῶν Ἱεροσολύμων. Ἦταν μάλιστα τόσο ἐντυπωσιακό τό «ἄνοιγμα» αὐτό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στούς γύρω λαούς, ὥστε, ὅταν ὁἈπόστολος Βαρνάβας ἐπισκέφθηκε τήν Ἀντιόχεια ἀναζητώντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο, βίωσε ἀπό κοντά τήν μεγαλειώδη ἐμπειρία τῆς αὐξήσεως τοῦἀριθμοῦ τῶν Χριστιανῶν.
Ἀπό τήν μεγάλη πόλη τῆς Ἀντιοχείας λοιπόν ξεκινᾶἡἱστορία τοῦὀνόματος Χριστιανός, τό ὁποῖο ἔγινε συνώνυμο τοῦἤθους καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Μέχρι τότε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦὀνομάζονταν μαθητές ἤὀπαδοί ἤἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως τό ὄνομα Χριστιανός, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές πηγές δόθηκε ἀπό Ἕλληνες, ἀποδίδει στό ἔπακρο τήν ζῶσα καί πραγματική παρουσία τοῦἈναστάντος Χριστοῦ μέσα στούς πιστούς, ὅπως προσφέρεται στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Σημαίνει αὐτόν, πού πιστεύει τόν Χριστό ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή του καί γι’ αὐτό φροντίζει νά ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός.
Γι’ αὐτό καί διαδόθηκε ταχύτατα, ὅπως φαίνεται στό 26ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ὁ Βασιλιᾶς Ἀγρίππας ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν ὁμιλία-ἀπολογία τοῦἈποστόλου Παύλου, τοῦ εἶπε : «λίγο ἀκόμη καί μέ πείθεις νά γίνω Χριστιανός» (βλ. Πράξ. κστ 28).
Κι ὁἀπόστολος Πέτρος ὅμως στήν πρώτη Καθολική, (δηλαδή πρός ὅλους), Ἐπιστολή του συμβουλεύει τούς παραλῆπτες της (ἀνάμεσά τους κι ἐμᾶς), «ἄν κάποιος διώκεται ἤ ταλαιπωρεῖται ἐπειδή εἶναι Χριστιανός, νά μήν ντρέπεται, ἀλλά ἀντιθέτως νά δοξάζει τον Θεό γιά τίς περιστάσεις, πού τοῦἐπέτρεψε νά βιώσει» (Α΄Πέτρ. δ, 16)
Αὐτό τό φρόνημα διακατεῖχε ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Θεωροῦσαν ὕψιστη τιμή νά ὀνομάζονται καί νά εἶναι Χριστιανοί. Τά Συναξάρια, πού καταγράφουν τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν Ἁγίων μας κάθε ἐποχῆς, βρίθουν ἀπό ἀναφορές, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες, ὅταν οἱ διῶκτες ἐρωτοῦσαν τούς Μάρτυρες, ποιό ἦταν τό ὄνομά τους, ἤ ποιά ἡ πατρίδα τους, ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν: Εἶμαι Χριστιανός. Κι αὐτό ἀρκοῦσε, τά ἔλεγε ὅλα!
Ὁ Μ. Βασίλειος μάλιστα στή μνημειώδη ὁμιλία του γιά τούς 40 Μάρτυρες, πού μαρτύρησαν στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἀναφέρει, ὅτι «Ὁ καθένας λοιπὸν, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰὀνόματα μὲ τὰὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησή τους, ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καί ἔλεγαν «εἶμαι Χριστιανός»
Τό ἴδιο ἦθος περιγράφει καί ὁἄγνωστος συγγραφέας τῆς «Πρός Διόγνητον ἐπιστολῆς», ἑνός ἀπολογητικοῦ κειμένου τῆς χριστιανικῆς γραμματείας τῶν πρώτων αἰώνων. «Οἱ χριστιανοὶ...οὔτε πόλεις ἰδιαίτερες ἔχουν, οὔτε διάλεκτο ξεχωριστὴ, οὔτε ζωὴ κάνουν φανταχτερή...Πατρίδα τους ἔχουν κι αὐτοὶἕνα ὁρισμένο τόπο, ἀλλὰὡς πάροικοι. Μετέχουν σὲὅλα ὡς πολίται καὶὅλα τὰὑπομένουν ὡς ξένοι...Ἐν σαρκί βρίσκονται, ἄλλα δέν ζοῦν κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἄλλα στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἄλλα μὲ τὴ ζωὴ τους ὑπερβαίνουν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν ὅλους καὶὅλοι τοὺς καταδιώκουν».
Βέβαια αὐτός ὁ τρόπος τῆς Χριστιανικῆς διαβίωσης δέν ἔρχεται τυχαία. Εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐνσυνείδητης σχέσης καί κοινωνίας μέ τόν Χριστό, ὅπως τήν διαφυλάσσει καί τήν προάγει ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Στό διάβα τόσων αἰώνων ἀπό τότε, ἔχουμε διαφοροποιηθεῖἀπό τήν αὐθεντική ἐν Χριστῷ ζωή καί ὀφείλουμε, μέσα ἀπό τόν πνευματικό μας κυρίως ἀγῶνα, νά ἐπανεύρουμε τήν οὐσία τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς καί νά τήν ἐγκεντρίσουμε στή ζωή μας.
Κατά πρῶτον ἡἐν Χριστῷ ζωή εἶναι προϊόν τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πρέπει νά διαβάζουμε τά εὐαγγελικά κείμενα γιά νά γνωρίζουμε τί διδάσκει ὁ Χριστός καί ἔτσι νά εὐθυγραμμιζόμαστε μέ τό θέλημά του. Ἐπίσης μέσα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦἈποστόλου Παύλου καί τά ἄλλα Ἀποστολικά ἤ Προφητικά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς λαμβάνουμε αὐθεντική τήν ἐμπειρία τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς. Μέσα δέ ἀπό τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν Ἁγίων μας καί τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων βλέπουμε, πώς ἡ εὐαγγελική διδαχή μπορεῖ νά γίνεται πράξη στήν ζωή μας. Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση πολύ μᾶς βοηθεῖὁἍγιος Νικόδημος ὁἉγιορείτης μέ τήν «Χρηστοήθεια των Χριστιανῶν» καί τό λοιπό συγγραφικό του ἔργο.
Ἀκολούθως πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι τό Ὀρθόδοξο βίωμα, ἀποκτᾶται μόνον μέσα ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ἀποτέλεσμα νοητικῆς διεργασίας, ἀλλά ἁγιασμοῦ τῆς ὅλης ὕπαρξης τοῦἀνθρώπου.
Τοῦτο σημαίνει ὅτι Ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος, ὁὁποῖος ἐκκλησιάζεται ἀνελλιπῶς τουλάχιστον κάθε Κυριακή. Δέν παρίσταται ἁπλῶς στόν Ναό. Συμπροσεύχεται, συνεπιτελεῖ καί συμμετέχει στή θεία Λειτουργία. Ἔχοντας προετοιμασθεῖ μέ τόν τρόπο καί τήν μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας μας κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ὥστε νά ζεῖὁ Χριστός μέσα Του. Ὅταν ἡ καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῶν πνευματικῶν διεργασιῶν τοῦἀνθρώπου, διατηρεῖται καθαρή μέσα ἀπό τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἐμπαθῶν καταστάσεων, πού μᾶς ταλαιπωροῦν, τότε μέ τή σύμπραξη τοῦ εὐσεβοῦς καί φιλοθέου τρόπου διαβίωσης, ὅπως τόν διδάσκει ὁ Χριστός, ὠθεῖται ὁἄνθρωπος στήν ἀναγκαία κοινωνία καί σχέση μέ τόν Χριστό μέσα ἀπό τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀνάγκη γιά τόν Χριστιανό νά μεταλαμβάνει τακτικῶς τοῦ Σῶματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστός ζεῖἐντός μας, πορεύεται μέ τά πόδια μας, εὐεργετεῖ μέ τά χέρια μας, ὁμιλεῖ μέ τή γλῶσσα μας καί ἡ ζωή μας, ὄχι μόνο εὐλογεῖται ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά κυρίως γίνεται τό πιό εὔγλωττο κήρυγμα γιά τούς γύρω μας. Τό ὄνομα Χριστιανός καί μάλιστα Ὀρθόδοξος δέν πρέπει νά σημαίνει γιά ἐμᾶς ἁπλῶς τόν καλό ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, ἀλλά ἐκεῖνον, πού εὐπροσωπεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ἀφοῦἀξιώνεται ἀπό τόν Χριστό νά ἀποτελεῖἡ προέκτασή Του στόν κόσμο.
Ὁ γνήσιος Χριστιανός δέν εἶναι ὁ κριτής ἤὁ εἰσαγγελέας τοῦ κόσμου μας. Κριτής καί μάλιστα δικαιότατος εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Ὁ αὐθεντικός Χριστιανός γίνεται γιά τόν συνάνθρωπο καί ἀδελφό του ἡἉγία Γραφή, τήν ὁποία ἐνδεχομένως ἀγνοεῖ, ἤἡ θεία Λειτουργία, τήν ὁποία δέν γνωρίζει ἐπαρκῶς, ἤἀκόμη ἡ προσευχή, πού ἴσως ποτέ δέν ἔκανε ἤ κι ἄν προσευχήθηκε, τό ἔπραξε ἀγχωμένος καί ἰδιοτελῶς.
Ὁ Χριστιανός ὁμολογεῖ τήν σχέση του μέ τόν Χριστό καί μαρτυρεῖ τήν κοινωνία μέ Ἐκεῖνον, μέσα ἀπό μία πολιτεία, πού φανερώνεται θαυμαστὴ καὶὁμολογουμένως παράδοξη. (Ἀπό τήν πρός Διόγνητον Ἐπιστολή) Ἀμήν.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
“ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ”
Κυριακή 21 Μαΐου 2017
ΣΤ΄ ἀπό τοῦ Πάσχα (Πραξ. κς΄ 1, 12-20)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη!
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ἀπό τό 26ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἀκούσαμε τόν ἀπόστολο Παῦλο, νά διηγεῖται στόν ΒασιλιᾶἈγρίππα τήν κλήση του ἀπό τόν Χριστό στήν ἀποστολική δράση.
Πῶς, καθ’ ὁδόν πρός τήν Δαμασκό, ὅπου ἐπρόκειτο νά ἐνεργήσει διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρά τό ὅτι ἦταν μέρα-μεσημέρι, περιάστραψε τόν τότε Σαῦλο καί μετέπειτα Παῦλο καλώντας Τον στή μαθητεία Του: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρό (ἐπώδυνο καί χωρίς ἀποτέλεσμα) γιά σένα νά κλωτσᾶς πάνω σέ σιδερένια καρφιά».
Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Παύλου μέ τόν Χριστό, ἡ προσωπική του Πεντηκοστή! Ἡ κάθε μία λέξη τῆς διηγήσεως ἐξαίρει τό ὑπερφυσικό στοιχεῖο τῆς κλήσης καί βεβαιώνει τήν ἀρχή μιᾶς νέας πορείας, μιᾶς νέας ἐμπειρίας, μιᾶς νέας ζωῆς γιά τόν Απόστολο τῶν Ἐθνῶν, ἡὁποῖα ὡστόσο στηρίζεται στὶς ἁγνές προθέσεις, καί τή μεγάλη Του ἀγάπη πρός τόν Θεό.
Καθώς διαβάζεται σήμερα ἡ συγκεκριμένη περικοπή, ἡμέρα μνήμης τῶν Ἁγίων ἐνδόξων θεοστέπτων Βασιλέων καί Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, μνημονεύοντας τό βίο καί τήν πολιτεία τοῦἉγίου Κωνσταντίνου ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι κι ἐκεῖνος πειθάρχησε σέ μία οὐράνια ὁπτασία καί ὅπως λέει καί τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, δέχθηκε τήν κλήση ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἀπό ἀνθρώπους.
Ἀπό τίς ἱστορικές πηγές μαθαίνουμε, πώς πρίν τήν καθοριστική μάχη, πού διεξήγαγε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου στήν Μουλβία γέφυρα τοῦ Τίβερη ποταμοῦ, λίγο πιό ἔξω ἀπό τήν Ῥώμη, ἐμφανίσθηκε στόν οὐρανό, ὁλοφώτεινο τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέ τήν ἐπιγραφή ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, δηλαδή μέ αὐτό νά νικᾶς ἤἀς νικᾶς. Ἀπό τίς σχετικές ἱστορικές πηγές μαθαίνουμε, ὅτι ὁἅγιος Ἀρτέμιος, πού ἦταν παρών καί οἱἄλλοι στρατιῶτες, βεβαίωσαν τήν ἀλήθεια τῆς οὐράνιας ὀπτασίας. Ἀμέσως κατ’ ἐντολήν του φτιάχθηκαν λάβαρα μέ τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τήν ἐπιγραφή ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, ἐνῶ τό μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ κοσμοῦσε τίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν. Ὁ στρατός τοῦ Μ. Κωνσταντίνου θριάμβευσε, ἄν καί ὑστεροῦσε ἀριθμητικά ἔναντι τοῦ πολυαρίθμου ἐχθρικοῦ στρατεύματος τοῦ Μαξεντίου. Ὡς ἄλλος Δαυϊδ νίκησε τὸν ἀήττητο Γολιάθ!
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος λαμβάνοντας τό οὐράνιο μήνυμα, ἀξιοποίησε τίς εὐκαιρίες πού τοῦ παρέσχε ὁ Χριστός καί ἀνταποκρίθηκε στήν κλήση Του. Ὁ Χριστός εἶχε προετοιμάσει τόν Κωνσταντῖνο γιά αὐτήν τήν ἐξέλιξη, ἤδη ἀπό τήν παιδική καί ἐφηβική του ἡλικία. Ὄχι μόνο ἐξαιτίας τῆς «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. στ 4) ἀνατροφῆς του ἀπό τήν Μητέρα του τήν ἁγία Ἑλένη, ἀλλά καί διότι σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς ἔζησε ἀπό κοντά τό μαρτύριο τοῦἉγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου καί ἐγνώρισε τό σθένος, τή γενναιότητα, τό θάρρος καί τό ἀξεπέραστο ἦθος, πού ἐκεῖνος ἐπέδειξε καί μαζί του ἀμέτρητοι ἄλλοι μάρτυρες.
Σάν ἔτοιμος λοιπόν ἀπό καιρό, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀναλαμβάνει πλέον τά ἡνία ὅλης τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔχοντας μαζί μέ τόν Λικίνιο συνυπογράψει τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τό 313μ.Χ., κήρυξε τήν ἀνεξιθρησκεία σέ ὅλη τήν Ῥωμαϊκή ἐπικράτεια καί ἀνέτρεψε τήν πορεία τῆς ἱστορίας μέ τίς θρησκευτικές καί ἀστικές ἀλλαγές, πού σύν τῷ χρόνῳἐπέφερε, ἐπηρεασμένος ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ διωγμοί ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν σταμάτησαν.
Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐξῆλθε ἀπό τίς μαρτυρικές κατακόμβες. Στεγάσθηκε πλέον σέ μεγαλοπρεπεῖς Ναούς, τούς ὁποίους ἀνήγειρε μέ τήν συνδρομή του ἡ Μητέρα του, ἡἉγία Ἑλένη καί οἱὁποῖοι μέχρι σήμερα ἀποτελοῦν μέγιστα σημεῖα ἀναφορᾶς χριστιανικοῦ καί ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως οἱ Βασιλικές τῆς Γεννήσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στούς Ἁγίους Τόπους, ἡ Παναγία ἡἙκατονταπυλιανή τῆς Πάρου κ.ἄ.
Ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ φανέρωση τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ, ἡἀποκάλυψη τῆς πλάκας τῆς Ἀποκαθηλώσεως, ἡἀνόρθωση τοῦ Παναγίου Τάφου καί ἡ μέχρι σήμερα ὕπαρξη τῶν παναγίων προσκυνημάτων στά Ἱεροσόλυμα ὀφείλονται στόν Μέγα Κωνσταντῖνο, πού μέ σθένος καί πυγμή στήριξε τόν ἱερό πόθο τῆς Ἁγίας Μητρός του Ἑλένης.
Ἡἀργία τῆς Κυριακῆς, πού βάλλεται στίς μέρες μας, θεσμοθετήθηκε ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο τό 326 μ.Χ. ὥστε νά μποροῦν οἱ Χριστιανοί, ἀπρόσκοπτοι καί ἀνενόχλητοι ἀπό τήν βιωτική μέριμνα, νά λατρεύουν τόν Ἀναστάντα Κύριο.
Ὁ θεσμός τῆς δουλείας καταργήθηκε καί οἱ δοῦλοι ἔγιναν ἀπελεύθεροι.
Ἡἕδρα τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μεταφέρθηκε στήν νεοϊδρυθεῖσα Κωνσταντινούπολη, ἡὁποία μέχρι σήμερα διατηρεῖ διεθνῶς τήν ὀνομασία Πόλη, ὡς ἡ κατ’ ἐξοχήν Πόλις. Σ’ αὐτήν συνεκάλεσε τό 325 μ.Χ. καί τήν Α΄Οἰκουμενική Σύνοδο, πού καταδίκασε τόν χριστομάχο Ἄρειο καί τούς ὁπαδούς του, ἔφερε τήν ἑνότητα στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπεφάσισε τό Πάσχα νά ἑορτάζεται τήν Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Τό πιό σημαντικό ὅμως, ἀπό ὅσα ἐν συντομίᾳ μόνο ἀναφέρουμε, εἶναι τό γεγονός, ὅτι δέν καταδέχθηκε νά ὀνομάζεται ἐπί γῆς θεός, ὅπως οἱ μέχρι τότε προκάτοχοί του Αὐτοκράτορες. Ἀναγνώρισε, πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός «τὸ Α καὶ τὸ Ω,... ὁὢν καὶὁἦν καὶὁἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ.»(Βλ. Ἀποκ. α 8)
Γι’ αὐτό καί πάνω στό στέμμα καί τό σκῆπτρο του καί στούς ἰστούς τῶν σημαιῶν καί τῶν λαβάρων του τοποθέτησε τό σημεῖο τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Ὀλίγο πρό τῆς τελευτῆς του ἔλαβε τό ἅγιο Βάπτισμα καί μέ τά ἐμφώτια ἐνδύματα ἀκόμη, καθαρός ἀπό κάθε ἁμαρτία μετέστη ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὡς μιά ἀκόμη ἐπισφράγιση τῆς ἀποφασιστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκει τούς κατάλληλους δρόμους καὶ τρόπους για τὴ σωτηρία κάθε ἀνθρώπου, ἀκόμη κι ὅταν πρόκειται γιά βασιλεῖς.
Ἀς εὐχηθοῦμε μέ τή χάρη καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων ἐνδόξων ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης ν’ ἀναγνωρίζουμε τά σημάδια τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ στή δική μας ζωή. Κυρίως δέ νά μᾶς ἀναδεικνύει ὁ Χριστός ἐπί γῆς ἄξιους κληρονόμους καί συνεχιστές τῆς ἱεραποστολικῆς τους δραστηριότητος καί ἐν οὐρανῷ τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
“ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ”
Κυριακή 28 Μαΐου 2017
Ζ΄ ἀπό τοῦ Πάσχα (Πραξ. κ 16-18, 26-36)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Σήμερα στή θέση τοῦἀποστολικοῦἀναγνώσματος, ἀκούσαμε ἕνα τμῆμα τῆς ὁμιλίας τοῦἈποστόλου Παύλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου.
Καθώς ὁ Παῦλος ἐπιστρέφει στά Ἱεροσόλυμα, στό τέλος τῆς τρίτης περιοδείας του, γιά νά προλάβει νά εἶναι ἐκεῖ τή ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καλεῖ τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου στήν παραθαλάσσια Μίλητο, μέ σκοπό νά τούς δεῖ γιά τελευταία φορά. Ἔχει πληροφορία ἄλλωστε ἀπό τὸἍγιο Πνεῦμα ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος Του. Σέ αὐτήν τήν συγκινητική συνάντηση, ὁ Παῦλος μέ λόγια καρδιακά καί ἱερό δέος ἀπευθύνει πρός αὐτούς, ἐν εἴδει πνευματικῆς διαθήκης, μία σύντομη ὁμιλία.
Ἐφιστᾶ κυρίως τήν προσοχή τους στήν φροντίδα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τήν προστασία τους ἀπό τούς βαρεῖς λύκους τῶν αἱρέσεων, πού ἤδη εἶχαν ἀρχίσει νά ταλαιπωροῦν τά λογικά πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν παραλείπει νά ἐπισημάνει βεβαίως καί τούς τρόπους, μέ τούς ὁποίους θά διεκπεραιώνουν θεοφιλῶς τό ποιμαντικό καί ἱεραποστολικό τους ἔργο, ὥστε νά συνεχίζεται στόν κόσμο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τονίζει δέ, πώς τό παράδειγμά Του μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀσφαλῆὁδηγό πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση.
«Καί τώρα ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στόν Θεό καί στό λόγο Του.»
Ὅ,τι πιό ἱερό καὶ καρδιακό ἔχει ὁἈπόστολος Παῦλος κρύβεται σέ αὐτές τὶς λίγες λέξεις, καθώς οὐσιαστικά θυμίζουν τὸν ἀποχαιρετισμό τοῦἵδιου τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητές, τὴ βραδιά τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ὅπως Ἐκεῖνος μετέδωσε στοὺς Ἀποστόλους τὴ Θεία Χάρη μέ τὴ Μετάληψη τῶν Μυστηρίων καί Θεῖο Λόγο μέ τή Διδασκαλία Του, ἔτσι καὶὁ Παῦλος ὡς συνεχιστής, μεταφορέας καί διαχειριστής αὐτῆς τῆς κληρονομιᾶς, ἐμπιστεύεται τούς συμπρεσβυτέρους Του στήν θεία Χάρη καί στόν θεῖο Λόγο.
Ἔκτοτε μία ἀέναη καί μυστική παράδοση καί παραλαβή ἀλληλοδιαδόχως, τελεῖται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. Ὅ,τι ὡς Θεία Χάρις καὶ Μυστήρια παρέδωσε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους, ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τους τὰ μετέδωσαν στούς διαδόχους τους καί διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῆς ἱερωσύνης φθάνουν σ΄ ἑμᾶς σήμερα καί μέχρις ὅτου θέλει ὁ Θεός.
Εἶναι πολύ συγκινητική, ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁἘπίσκοπος, ὁὁποῖος ἵσταται σέ τῦπο καί τόπο Χριστοῦ, ἐμπιστεύεται στόν νεοχειροτονηθέντα Πρεσβύτερο τήν διαχείριση τῆς θείας Χάρης καί τοῦ θείου λόγου, γιά νά ἔχουν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζωή καί σωτηρία.
Αὐτή ἡ οὐράνια παρακαταθήκη συγκεφαλαιώνεται στόν καθαγιασμένο Ἀμνό, τό Σῶμα δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο λαμβάνει ὁἘπίσκοπος ἀπό τό ἅγιο Δισκάριο καί τό ἀποθέτει στίς ἐσταυρωμένες ἀνοιχτές παλάμες τῶν χεριῶν του νεοχειροτονηθέντος Πρεσβυτέρου λέγοντας: «Λαβέ τήν παρακαταθήκην ταύτην καί φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ Αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν.»
ὉἼδιος Χριστός, ὁὁποῖος εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ, 8), ἐμπιστεύεται τό ὑπεύθυνο ἔργο τῆς σωτηρίας σέ ἀνθρώπους, πού ἀξιώνονται τοῦ χαρίσματος τῆς εἰδικῆς Ἱερωσύνης. Ἔργο γιά τό ὁποῖο ὅμως, ὅλοι θά δώσουν λόγο ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ στή Δευτέρα Παρουσία Του. Καί οἱ Ποιμένες, πού διαχειρίσθηκαν τήν δωρεά τῆς χάρης καί τοῦ λόγου καί τό Ποίμνιο, πού ἀποδέχθηκε καί ὄφειλε νά ἐργασθεῖ σύμφωνα μέ αὐτά.
Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας διατηρεῖ τήν αὐθεντικότητά της γιατί στηρίζεται σ’ αὐτήν τήν ἀδιάκοπη διαδοχή, ὅπως τήν συγκροτεῖ καί τήν διασφαλίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πρόκειται γιά μία κίνηση ζωαρχική, στήν ὁποία ἐπιστατεῖὁἼδιος ὁ Θεός.
Ἡ Χάρη τοῦἉγίου Πνεύματος ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία μας «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις 13) καί τήν ἀναδεικνύει «στῦλον καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. γ 15). Γιά τόν λόγο αὐτό παρά τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί τά λάθη, τίς ἀπροσεξίες καί τούς ἀδέξιους χειρισμούς τῶν διαφόρων καταστάσεων, τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας διατηρεῖται πάντοτε σέ ἀλάνθαστη καί διασώζουσα πορεία. Ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: «ἩἘκκλησία κλυδωνίζεται μέν ἀλλά δέν καταποντίζεται, ταλαιπωρεῖται ἀπό τά κύμματα τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν βυθίζεται».
ἩὈρθόδοξη Ἐκκλησίας μας εἶναι Θεοΐδρυτος καί Θεανθρώπινος ὀργανισμός. Κι ὅταν σφάλλει τό ἀνθρώπινο μέρος, τότε τό θεϊκό, γιά νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, ὑποδεικνύει τό σφάλμα καί μέ τρόπο μυστικό τό διασώζει. Ἔτσι ἡ χάρη τοῦἉγίου Πνεύματος «ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», σώζει τήν Ἐκκλησία καί μέσα σ’ αὐτήν ἐν εἴδει κιβωτοῦ σωτηρίας σώζεται κι ὁἄνθρωπος. Εἶναι σωτήριο γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο νά ζεῖὡς μετανοημένος ἁμαρτωλός μέσα στήν Ἐκκλησία, παρά ὑποκρινόμενος τὸν ἐνάρετο ἔξω ἀπό Αὐτήν. Γιατί «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» σύμφωνα μέ τό ἀρχαῖο ἀξίωμα τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δέν σταμάτησε νά διαφυλάσσει καί νά σώζει τήν Ἐκκλησία του. Οὔτε σταμάτησε νά φανερώνει σέ κάθε γενεά τούς ἐκλεκτούς του!
Ἀρκεῖ νά δοῦμε στό πρόσφατο παρελθόν τῶν Νησιῶν μας, πώς μέσα ἀπό τό κίνημα τῆς φιλοκαλικῆς Ἀναγέννησης τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, μέ πρωτεργάτες τούς Ἁγίους: Ἀθανάσιο τόν Πάριο καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἡἘκκλησία διασώθηκε, ἐνῶἦταν ἀναγκασμένη νά διέλθει μέσα ἀπό τίς συμπληγάδες του Παπισμοῦ καί τοῦἸσλαμισμοῦ, μορφώνοντας παράλληλα καί μία σθεναρή ἀντίσταση στήν ἀθεότητα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.
Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν γιά τήν ἀσφάλεια τῆς Ἐκκλησίας κι ἀς μήν ψάχνουμε οὔτε εὐθύνες γιά λάθη, οὔτε ἀφορμές γιά ἀντιπαλότητες, ἰδίως αὐτόν τόν καιρό, πού καί ὡς πρόσωπα καί ὡς κοινωνία καί ὡς Ἔθνος διερχόμαστε δύσκολες στιγμές.
Μόνο νά κοιτάξουμε μέ προσοχή τόν ἔσω ἄνθρωπο, τήν ψυχή μας, τόν τρόπο μας, τό ἦθος μας, τό φρόνημά μας.
Ὁ Χριστός θά ἀπαιτήσει ἀπό ἐμᾶς στή Δευτέρα ἐπί γῆς Παρουσία Του, νά δώσουμε λόγο γιά τό κατά πόσον ἐμεῖς ἀξιοποιήσαμε μέ ἐγκράτεια καί σωφροσύνη τήν πνευματική παρακαταθήκη τῆς Χάρης καί τοῦ Λόγου Του, πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε γιά τή σωτηρία μας. Μιᾶς σωτηρίας, ποὺ εἶναι δῶρο Θεοῦ καί ὄχι ἔργο ἀνθρώπινο. Ἀμήν
π. Σ.Κ.