Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background
Slide background

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 3 Ἰουλίου 2016

Β΄ Ματθαίου (Ματθαίου δ΄ 18-23)

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Τόσο ὁ πρωτόκλητος ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὅσο καί ὁ ἀδελφός του ὁ πρωτοκορυφαῖος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρος, ἀλλά καί μετά ἀπό αὐτούς ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, δέν ἀντιλήφθηκαν πλήρως τήν ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν τούς προσκαλοῦσε νά Τόν ἀκολουθήσουν, λέγοντας πώς θά τούς μετέτρεπε ἀπό ἁλιεῖς ἰχθύων σέ ἁλιεῖς ἀνθρώπων.

Ἐνδεχομένως νά εἶχαν ὑπ’  ὄψιν τους καί ἴσως πρός στιγμήν, συνειρμικῶς νά θυμήθηκαν τήν προφητική ἐξαγγελία τοῦ Προφήτη Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος 600 χρόνια πρίν εἶχε προφητεύσει τήν κλήση τῶν Μαθητῶν στό Ἀποστολικό ἀξίωμα μέ τά ἴδια ἀκριβῶς λόγια: «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω, λέγει Κύριος, πολλούς ἁλιεῖς πρός αὐτούς, οἱ ὁποῖοι καί θά τούς ἁλιεύσουν» (βλ. Ἱερεμ. ΙΣΤ 16).

Τό βέβαιον εἶναι πάντως, ὅτι στούς μετέπειτα χρόνους οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀσφαλῶς πολλές φορές θά αἰσθάνθηκαν τήν ἐννοιολογική βαρύτητα τῆς φράσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἔμελλε σ’Αὐτούς καί τούς ἀνά τούς αἰῶνας διαδόχους τους νά συνεχίσουν τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καί μέ τό δίχτυ τοῦ κηρύγματός τους, νά τούς εἰσαγάγουν στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας Του, πού εἶναι θεμελιωμένη μέ τό κήρυγμα καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπευθύνει σέ κάθε ἄνθρωπο, κάθε ἐποχῆς πρόσκληση σωτηρίας καί παράλληλα τοῦ ἀναθέτει καί μία ἀποστολή, ὅπως ἀκριβῶς καί τότε στούς Μαθητές. Μία ἱεραποστολή, πού ἀκολουθεῖ τά βήματα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί μιμεῖται τό ἔργο τους.

Ἀκούγοντας τήν λέξη ἱεραποστολή, ἴσως τό μυαλό μας πηγαίνει μόνο στήν  ἱεραποστολική δραστηριότητα, πού διενεργεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στίς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς ἤ τῆς Ἀσίας μέ σκοπό νά γνωρίσουν τόν Χριστό. Ὅμως ἡ ἱεραποστολή εἶναι προσωπική ὑπόθεση γιά κάθε εὐσυνείδητο Ὀρθόδοξο Χριστιανό.

Στόν στίχο 8 τοῦ 142ου ψαλμοῦ πού τόν διαβάζουμε στήν ἀρχή κάθε παρακλητικοῦ κανόνα γράφει: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου·»Δηλαδή: Κάνε μου γνωστό Κύριε τόν δρόμο, στόν ὁποῖο θά πορευθῶ, ὥστε νά ρυθμίσω τήν πορεία τῆς ζωῆς μου διότι σ’ Ἐσένα τήν ἐμπιστεύθηκα.

Πάντοτε, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας ὀφείλουμε νά ἔχουμε ἐνώπιόν μας τοῦτο τό ἱερό καθῆκον. Νά ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὡς ἱεραποστολή καί νά ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο, πού κάθε φορά μᾶς ἀνοίγει γιά νά πορευθοῦμε. Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς ὁποίους εἴδαμε σήμερα νά ἐγκαταλείπουν τά πάντα καί μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη νά Τόν ἀκολουθοῦν.

Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ὅτι αὐτή ἡ ἱεραποστολή διενεργεῖται ἀπό τό καθένα μας χωριστά ἤ ἀπό κοινοῦ ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφορμᾶται ἀπό τήν προσωπική μας ἐργασία γιά τήν σωτηρία μας καί φθάνει στήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, κυρίως μέσα ἀπό τή ζωή καί τό ἔργο μας, πού ἔρχονται νά ἐπαληθεύσουν τά ὅσα λέμε καί πιστεύουμε, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριο ὁ Θεολόγος, λέγοντας «πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας·»(PG 35.1080.19)

Ὅμως ποιά μορφή μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα τοῦ καθενός μας, ἀπό  τήν στιγμή μάλιστα πού τήν ἀναθέτει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός;

Πέρα ἀπό τήν καθημερινή μας προσευχή, τήν τήρηση τῆς νηστείας κατά τίς Τετάρτες, τίς Παρασκευές καί τίς ἄλλες διατεταγμένες ὅπως λ.χ. τῶν ἡμερῶν τοῦ Δεκαπενταυγούστου, τόν ἐκκλησιασμό καί τή συμμετοχή μας στή θεία κοινωνία, κατά τίς Κυριακές καί τίς Ἑορτές, ὑπάρχουν καί κάποια ἄλλα σημεῖα, στά ὁποῖα πρέπει νά δώσουμε ἰδιαίτερη βαρύτητα, διότι αὐτά μαρτυροῦν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή μας.

Ἄλλωστε ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή, ἀλλά κι ὁ ἐκκλησιασμός ἐν μέρει, ἀπηχοῦν στήν μυστική πλευρά τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ὅπως μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του.

Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ ζωή μας ὅμως φανερώνεται μυστικά μέσα ἀπό τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο κινούμαστε ἀνάμεσα στούς συνανθρώπους μας. Ἡ παρουσία μας μέσα στήν οἰκογένεια, στό ἐργασιακό περιβάλλον, στό νησί, τήν πόλη ἤ τό χωριό μας μαρτυρεῖ ἄν καί κατά πόσον γνωρίζουμε καί τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τότε ἡ ζωή μας μας γίνεται ἡ πιό εὔγλωττη μαρτυρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί κάθε δραστηριότητά μας ἀποκτᾶ ἱεραποστολική ἀπόληξη.

Ὅταν γιά παράδειγμα ἀρνούμαστε νά κατακρίνουμε τόν ἀδελφό μας, νά μεταφέρουμε λόγια καί σχόλια εἰς βάρος του, ὅταν σκεπάσουμε τήν ἀδυναμία του ἤ τό ἀτόπημά του, ὅταν τόν προφυλάξουμε μέ τόν λόγο καί τήν προσευχή μας, ὅταν τόν στηρίξουμε προτείνοντάς του τήν θεραπεία του μέσα ἀπό τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν Χριστό, διδάσκουμε μέ τό παράδειγμά μας. Τότε γινόμαστε γιά τόν συνάνθρωπο ἡ ἄκρη τοῦ χεριοῦ τοῦ Χριστοῦ, πού τόν προσδέχεται  καί τόν εὐεργετεῖ.

Ὅταν ἀνοίγουμε τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σπιτιοῦ μας, γιά νά διακονήσουμε τήν ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου μας, φιλοξενώντας τήν ἐμπερίστατη βιοτή του, τότε στό πρόσωπό του ὑποδεχόμαστε τόν ἴδιο τόν Χριστό καί ταυτόχρονα μέσα ἀπό ἐμᾶς κι ἐκεῖνος βλέπει τόν Χριστό νά τόν ἀγκαλιάζει.

Ὅταν ἀνεχόμαστε τόν ἄλλον μέ ἀγάπη, ὅταν ἐκχωροῦμε τό δίκιο σου ἤ τά δικαιώματά μας καί βάζουμε στό περιθώριο το συμφέρον μας γιά χάρη τῆς εἰρήνης καί τῆς φιλαδελφίας, ἰδιαίτερα ἀνάμεσα στίς οἰκογένειες, πού χαλᾶνε εὔκολα καί γρήγορα τίς καρδιές τους γιά τά περιουσιακά στοιχεῖα, τότε μέσα ἀπό τήν καταλλαγή καί τή συμφιλίωση φανερώνουμε τή δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας καί παράλληλα δείχνουμε τόν δρόμο πρός τήν Ἐκκλησία.

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Στήν καθημερινή μας ζωή δίνουμε ἐξετάσεις, πού ἀφοροῦν στή σχέση μας μέ τόν Χριστό. Ἐξετάσεις, πού διαμορφώνουν τήν ἱεραποστολική μας δραστηριότητα καί παράλληλα μορφώνουν τό ἦθος, πού προάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Τό μόνο ἦθος πού ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο, ὡς τήν κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργία. Γι’ αὐτό, ἄν στήν καθημερινή μας ζωή πολιτευόμαστε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνδέχεται νά γίνουμε γιά κάποιους ἀνθρώπους ἡ Ἁγία Γραφή, πού ἴσως ποτέ δέν διάβασαν, ἤ ἡ Ἐκκλησία, πού ποτέ ἴσως δέν πῆγαν, ἤ ἀκόμη καί ἡ προσευχή, πού ἀκόμη κι ἄν ἔκαναν κάποια φορά, ἦταν ἀγχωμένη καί ἰδιοτελής. Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ στή σωτηρία μέσα ἀπό τήν ἀνάθεση μιᾶς ἱεραποστολῆς. Εὐχή καί προσευχή μας νά μποροῦμε συνεχῶς νά ἀναγνωρίζουμε τόν δρόμο μας καί νά ἐπιτελοῦμε τήν ἀποστολή μας. Ἀμήν!

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 10 Ἰουλίου 2016

Γ΄ Ματθαίου (Ματθαίου ς΄ 22-33)

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Τήν προηγούμενη Κυριακή ὁμιλήσαμε γιά τήν σπουδαιότητα τῆς προσωπικῆς μας ἱεραποστολῆς, ὅπως μας τήν ἀναθέτει ὁ Χριστός. Συναφής μέ αὐτήν εἶναι ἡ διάθεση νά ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τμῆμα τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας, ἐπέχει θέση τοῦ καταστατικοῦ χάρτη γιά τή ζωή μας. Ἐκτείνεται στά κεφάλαια 5, 6, καί 7 τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου καί περιέχει τίς πάνσοφες συμβουλές τοῦ Κυρίου μας γιά μιά ζωή σύμφωνη μέ τό θεῖο Του θέλημα, πού ἐγγυᾶται ἀσφαλῶς τήν σωτηρία μας. Γι’ αὐτό καλό θά ἦταν, ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, νά ἐντρυφοῦμε μελετώντας συχνά τά τρία αὐτά κεφάλαια, γιά νά ἀντιλαμβανόμαστε εὐκολώτερα κάθε φορά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.

Ἡ παράθεση τῆς ζωῆς μας μέ ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει ἐπ’ οὐδενί τήν ἀδιαφορία γιά τήν ζωή, οὔτε τήν ὀκνηρία. Ἐμπιστεύομαι τήν ζωή μου στήν θεία πρόνοια σημαίνει, πώς εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὁ Θεός φροντίζει γιά τήν ζωή μου. Συνεπῶς θέλω ὁ Θεός νά προπορεύεται στή ζωή μου και μοῦ ἀρκεῖ νά Τόν ἀκολουθῶ, κάνοντας κι ἐγώ τόν δικό μου ἀγῶνα.

Οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι ἀδυνατοῦν νά συλλάβουν τήν ἔννοια αὐτῆς τῆς διατύπωσης στήν καθημερινή ζωή. Ὄχι γιατί δέν τήν καταλαβαίνουν, ἀλλά γιατί δέν τήν ζύγισαν ποτέ μέ διάθεση νά τήν ἀξιοποιήσουν στή ζωή τους. Δέν τήν ἀξιολόγησαν καί δέν τήν συνήθισαν, γιατί δυσπιστοῦν στούς λόγους τοῦ Χριστοῦ.

 Ὁ διάβολος, ὅπως συνέβη καί μέ τούς πρωτοπλάστους Ἀδάμ καί Εὔα, ξανά καί ξανά, συνεχίζει νά διαβάλλει τόν Θεό στόν ἄνθρωπο καί νά τόν πείθει νά ἀκολουθήσει τήν δική του πρόταση ζωῆς και ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἐπιδίδεται μέ ὅλη του τήν δύναμη σέ ἕνα ἀγῶνα ἐπιβίωσης, ἀλλά ὄχι ζωῆς. Ἕνα ἀγῶνα ἐπιβίωσης χωρίς τέλος, ἀλλά κυρίως χωρίς ἐλπίδα. Σάν τό ἀγῶνα τῆς γυναίκας τοῦ πολυάθλου Ἰώβ, πού μέσα στή θλίψη της ἀπό τίς δοκιμασίες τους, ἔλεγε: «Περιπλανῶμαι πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο καί ἀπό σπίτι σέ σπίτι καί περιμένω πότε να δύσῃ ο ἥλιος, γιά νά ἀναπαυθῶ από τους σωματικούς κόπους και τίς ψυχικές ὀδύνες, πού μέ πιέζουν καί μέ περισφίγγουν» (Ἰώβ 2,9δ).

Γι’ αὐτό καί ἰδιαιτέρως στίς ἡμέρες μας πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι, πού πασχίζουν ὁλοένα καί περισσότερο, μόνο καί μόνο γιά τήν τροφή, τήν ἔνδυση, τήν κατοικία καί τήν ἐν γένει ἐνδιαίτισή τους. Ἀλγεῖ ἡ καρδιά μας, ὅταν ἀκόμη καί κάποιοι ἀπ’ ὅσους ἀγωνίζονται στό σκάμμα τῆς Ἐκκλησίας, λιποψυχοῦν ἐξαιτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καί ἐνδιαφέρονται κι αὐτοί, μονοδάστατα γιά τά ὑλικά ἀγαθά. Καί τό κακό αὐτό ἔχει δύο ὄψεις. Ἀπό τή μιά πληγώνουμε τήν ψυχή μας, γιατί τήν ἐμποδίζουμε νά ἀναπαυθεῖ στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ἀπό τήν ἄλλη παύουμε νά διαφέρουμε καί ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως ξεκάθαρα μᾶς τονίζει ὁ Χριστός. Ἔτσι ὅμως ἀναστέλλουμε τήν δυναμική τῆς προσευχῆς μας, τῆς νηστείας μας, τῆς ἀγρυπνίας μας καί ὅλων τῶν πνευματικῶν θυσιῶν, πού ἔχουμε στή διάθεσή μας. Τό χειρότερο ὅμως ὅλων εἶναι, ὅτι μεταβάλλουμε τόν ἱερό πόθο τῆς ζωῆς μας, σέ ἐπιθυμία πρόσκαιρης ἐπιβίωσης.

Μέσα ἀπό τήν δισχιλιετῆ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα ἀπό τήν ζωή τῶν Ἁγίων καί τῶν μαρτύρων, πού πληθωρικά κατ’ αὐτόν τόν μῆνα προβάλλονται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, διδασκόμαστε τό τρόπο γιά νά ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στή θεία πρόνοια.

Καλό εἶναι τά προγράμματα καί τά ὄνειρα τῆς ζωῆς μας, νά τά ἐναποθέτουμε διά τῆς προσευχῆς μας στόν Χριστό καί νά τοῦ ζητοῦμε Ἐκεῖνος νά εὐλογήσει τήν πραγμάτωσή τους, ἄν εἶναι γιά τό καλό μας, γιά τή σωτηρία μας.

Καλό εἶναι ὅταν ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι μᾶς ἐπέτρεψε μιά δυσκολία ὁ Θεός καί πώς ἐναπέθεσε ἕνα σταυρό στούς ὥμους μας, πού μᾶς δυσκολεύει κάπως, νά μήν διαμαρτυρόμαστε, ἀλλά νά τοῦ ζητοῦμε δύναμη νά φέρουμε σέ αἴσιο πέρας τήν δοκιμασία, πού ἡ πρόνοιά Του μᾶς ἐμπιστεύθηκε. Ἄς ἔχουμε κατά νοῦ δέ, ὅτι ὅλοι μας, ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς, σηκώνουμε ἕνα σταυρό, μικρότερο ἤ μεγαλύτερο, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας. Ὁ σταυρός ὅμως ἀπό μόνος του δέν σώζει, ὅπως δέν ἔσωσε καί τόν ἐξ εὐωνύμων ληστή. Γλυκαίνει ὁ πόνος καί σώζει ὁ σταυρός, ὅταν τόν ἀποδεχόμαστε ὡς μέσον σωτηρίας καί ὄχι τιμωρίας.

Καλό εἶναι ὅταν δέν ἐπιτευχθεῖ κάποιος στόχος μας ἤ δέν πραγματωθεῖ ἡ ἐπιθυμία μας, ἤ ἀκόμη κι ἄν μᾶς συμβεῖ κάποια ἀτυχία, νά μήν τά βάλουμε μέ τόν Θεό. Πολλοί δυστυχῶς ἀμνηστεύουν τόν ἑαυτό τους καί μέμφονται τόν Θεό γιά ὅ,τι στραβό τούς τύχει. Ἀδυνατοῦν νά διακρίνουν, ὅτι στά πλαίσια τῆς ἀγάπης Του καί τῆς θείας Πρόνοιάς Του γιά ἐμᾶς, ἐπιτρέπει ἤ ἄλλες φορές παραχωρεῖ νά μᾶς συμβεῖ κάτι, πού μπορεῖ νά εἶναι ἀνεπιθύμητο γιά τήν κοσμική νοοτροπία, ἀλλά ἀποδεικνύεται ἐν καιρῷ τόσο ὠφέλιμο γιά τήν παιδαγωγία μας!

Ἴσως φαίνεται δύσκολο, ἀλλά δέν εἶναι ἀκατόρθωτο.

Ἡ ψυχή, πού ἐμπιστεύεται τόν Θεό καί πορεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημά Του μαθαίνει, πώς δέν ζεῖ μόνη της, ἀλλά μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅτι κατορθώνει εἶναι ἔργο ἑνός ἀγῶνα, πού γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Μιά ζωή, πού δέν εἶναι ἁπλή ἐπιβίωση, γιατί κρύβει ἐπιμελῶς τήν εὐτυχία, πίσω ἀπό τήν καθημερινή ὑπέρβαση δυσκολιῶν, πού ἐπιτυγχάνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός γνωρίζει τήν ζωή μας. Τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον μας. Δέν μᾶς τά γνωστοποιεῖ, γιατί σέβεται τήν ἐλευθερία μέ τήν ὁποία μᾶς κόσμησε. Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀκόμη καί νά Τόν ἀρνηθοῦμε, ἀναλαμβάνοντας βεβαίως καί τίς συνέπειες. Εἴμαστε ὅμως ἐλεύθεροι καί νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μας στήν θεϊκή Του πρόνοια. Μᾶς διαβεβαίωσε, πώς ἀξίζουμε περισσότερο ἀπό τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ καί πώς διαφέρουμε ἀσύγκριτα ἀπό τά ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, γιά τά ὁποῖα παρέχει ἔλεος καί χάρη.

Καί ἐπαλήθευσε τούς θεϊκούς Του λόγους μέ τήν σταυρική Του θυσία. «Μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπό αὐτήν ἄλλη δέν ὑπάρχει, ὥστε νά θυσιάζει κάποιος τή ζωή του γιά τούς φίλους του» μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μέσα ἀπό τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου.(ιε 13)

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἄς ἔχουμε τήν βεβαιότητα, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Καλός Ποιμένας τῆς ψυχῆς μας καί κάνει πάντα το καλύτερο γιά ἐμᾶς. Καί τότε μαζί μέ τό πολύαθλο Ἰώβ θά ἀναγνωρίσουμε τό πόσο σπουδαῖο εἶναι νά ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀναφωνώντας «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον, ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος», ὅπως στό τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ φιλόστοργη Μητέρα μας, ἡ Ἐκκλησία. Ἀμήν.

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»

Κυριακή 17 Ἰουλίου 2016

Δ΄ Ματθαίου (Ματθαίου ε΄ 14-19)

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Καί πάλι σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπευθυνόμενος ὁ Χριστός στούς Μαθητές καί τούς ἀνά τούς αἰῶνας Χριστιανούς, τούς ὀνομάζει φῶς τοῦ κόσμου.

Πρόκειται γιά μία ἔκφραση ἐντυπωσιακή, τήν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ Σωτῆρας Χριστός γιά νά περιγράψει τό Θεανδρικό Του Πρόσωπο, ὅπως μᾶς διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω. η 12). Γι’ αὐτό καί τήνδιαβάζουμε συχνά στό ἀνοιχτό εὐαγγέλιο, πού κρατεῖ ὁ Χριστός, ὅταν ἀπεικονίζεται ὡς ὁ Παντοκράτωρ Κύριος. Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου, λέει ὁ Χριστός, καί ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά περπατήσει στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς τῆς ζωῆς.

Ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στό κόσμο, σημειώνει μέ ἔμφαση στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος, κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ, γεύθηκε τήν ἐμπειρία τῆς ἄκτιστης φωτοχυσίας Του. Ἀλλά και μετά τήν θεία Μεταμόρφωση, οἱ Μαθητές ἔλαβαν τό ἀνέσπερο φῶς, πού ἀνέτειλε ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο, ἀπό τήν ὁλόλαμπρη δόξα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου κι ὅπως γλαφυρᾶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μαρτυρεῖ «ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (βλ. Β΄Πέτρ. Α 16) Ἀκόμη κι τόν Παῦλο τόν περιέλαμψε ἡ ἄκτιστη δόξα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τον μετέβαλε ἀπό διώκτη σέ διαπρύσιο κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου.(βλ. Πραξ. κς 13) 

Ἄρα λοιπόν οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ὅσοι Τόν ἀκολουθοῦν ἀνά τούς αἰῶνας λαμβάνουν φῶς ἀπό Ἐκεῖνον. Φῶς ἄκτιστο, ἄδυτο καί πνευματικό, πού φωτίζει τό σκοτάδι τῆς ζωῆς καί τοῦ δρόμου τους καί τούς καθιστᾶ κι ἐκείνους φῶς γιά τόν κόσμο. Καί ὅπως τό φῶς τό ὑλικό, φωτίζει, θερμαίνει καί καθαρίζει, ἔτσι καί οἱ Χριστιανοί μποροῦν καί πρέπει νά εἶναι στήν πράξη τῆς ζωῆς τους, τό φῶς πού θά φωτίζει τήν ψυχή, θά θερμαίνει τήν καρδιά καί θά διώχνει ἀπό τόν ἄνθρωπο τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.

Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριός μας ἐπισημαίνει, ὅτι μοιάζουμε μέ λυχνάρια, πού ὅταν τά ἀνάβουν δέ τά τοποθετοῦν κάτω ἀπό τό τραπέζι, ἀλλά ψηλά, ὥστε νά φωτίζουν ὅλο τό σπίτι. Κι ὅπως μία πόλη, πού βρίσκεται πάνω στό ὄρος φαίνεται ἀπό παντοῦ, ἔτσι κι ὁ κόσμος παρατηρεῖ τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό ἔχουμε εὐθύνη γιά τό φῶς πού λάβαμε ἀπό τόν Χριστό, ὥστε νά λάμπει καί νά φωτίζει τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θά βλέπουν τά καλά μας ἔργα καί θά δοξάζουν τόν Πατέρα μας στούς Οὐρανούς.

Τόσο μεγάλη καί σπουδαία εἶναι ἡ εὐθύνη μας ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὄχι μόνο πρέπει ἐμεῖς νά ζοῦμε φωτεινή ζωή, ἀλλά και τούς ἄλλους νά φωτίζουμε καί νά ἀποτελοῦμε τό πρότυπο καί τό παράδειγμά τους. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας φροντίζει, ὥστε ἀκόμη κι ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐπιχειρεῖ νά ἀποκρύψει τόν φωτισμό  τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή ζωή μας, νά ἔχουμε τήν δυνατότητα μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν θεία κοινωνία νά ἀνανεώνουμε τόν θεῖο φωτισμό στήν ψυχή μας.

Αὐτή ἡ εὐθύνη, νά εἶναι δηλαδή οἱ Χριστιανοί τό φῶς τοῦ κόσμου, ξεσήκωσε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στά μέσα τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, πού ἀποδεχόταν δηλαδή μόνο μία φύση στόν Χριστό, ἄρχισε νά σκιάζει τό φῶς τῆς ἀληθινῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ἔτσι λοιπόν τό 451 μ.Χ. συγκεντρώθηκαν στήν Χαλκηδόνα τῆς Κωνσταντινουπόλεως 630 θεοφόροι Πατέρες ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς τότε Ὀρθόδοξης Οἰκουμένης καί συγκρότησαν τήν Τετάρτη κατά σειρά Οἰκουμενική Σύνοδο, τούς ὁποίους καί τιμᾶμε σήμερα.

Ἡ Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδος, πού εἶχε προηγηθεῖ στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. ἀποφάνθηκε, ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης στήν μία ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού συνέβη στήν πάναγνη γαστέρα τῆς Παναγίας μας, ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος, δηλαδή γέννησε Θεό καί Ἀειπάρθενος, δηλαδή Παρθένος πρίν τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Παρθένος κατά τήν γέννησή Του καί Παρθένος καί μετά ἀπό αὐτήν.   

Εἴκοσι (20) χρόνια μετά, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀφοῦ ἐπικύρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού προῆλθε ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325μ.Χ.) καί τήν Β΄Οἰκουμενική Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη 381 μ.Χ.) προχώρησε στήν ὁριστική διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Καταδίκασε τόν Μονοφυσιτισμό καί παράλληλα διασαφήνισε, πώς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.

Ὡς Θεός, κατά τήν θεϊκή του φύση δηλαδή, γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί ὑπάρχει μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πρό πάντων τῶν αἰώνων καί μετά ἀπό αὐτούς.

Ὡς ἄνθρωπος, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση δηλαδή,  γεννᾶται ἐν χρόνῳ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἔκτοτε ὡς Θεάνθρωπος σώζει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἔγινε στήν μία ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μιά γιά πάντα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», ὅπως ἐπισημαίνεται στόν Ὅρο τῆς Συνόδου.

Ὅταν βέβαια συντάχθηκε ὁ Τόμος μέ τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ὅπως πάντοτε πίστευε καί κήρυττε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ αἱρετικοί Μονοφυσῖτες, παρά τήν καταδίκη τους, συνέταξαν κι ἐκεῖνοι ἕνα Τόμο, πού περιεῖχε τίς αἱρετικές τους δοξασίες. Ἐνώπιον λοιπόν αὐτοῦ τοῦ ἀδιεξόδου, ὁ Χριστός, τό ἀληθινό φῶς ἐφώτισε τούς Πατέρες νά ἀνοίξουν τήν λάρνακα, μέσα στήν ὁποία εὑρισκόταν τό ἱερό λείψανο τῆς Ἁγίας ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καί τοποθετήσουν τούς δύο τόμους, τόν ὀρθόδοξο καί τόν αἱρετικό, ἐπί τοῦ στήθους τῆς Ἁγίας, ἀναμένοντας τήν ἀπάντηση ἐκ Θεοῦ. Καί ὤ! τοῦ θαύματος, ὅταν μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἄνοιξαν τήν λάρνακα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μέ συγκίνηση εἶδαν, πώς ἡ Ἁγία κρατοῦσε στά χέρια της τόν Τόμο τῶν Ὀρθοδόξων καί μέ τά πόδια της καταπατοῦσε τό αἱρετικό κείμενο τῶν Μονοφυσιτῶν.

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν εἶναι μιά ἀκόμη θρησκεία, ἀνάμεσα στίς πολλές. Οὔτε σύγκριση δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τίς θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι «ὁ στῦλος καί τό ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α΄Τιμ. γ 15). Τήν ἀλήθεια αὐτή τήν ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς διαβεβαίωσε λέγοντας: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ 6). Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: Ἐγώ εἶμαι ὁ δρόμος, ἐγώ εἶμαι ὁ τρόπος νά περπατάτε στόν δρόμο, ἐγώ εἶμαι ἡ ἐμπειρία, πού λαμβάνετε περπατώντας στό δρόμο μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς Μου. Ἄς ἀξιοποιήσουμε τήν εὐκαιρία κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νά βιώνουμε τήν θεοειδῆ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καί ζωῆς. Νά λαμβάνουμε καί νά διατηροῦμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά ζοῦμε στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό τό φῶς νά μεταλαμπαδεύουμε μέ τή ζωή καί τό ἔργο μας καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀμήν.

                                                                                                                                 π. Σ. Κ.

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας Back To Top