ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Κυριακή της Σαμαρείτιδος
(Ιωάν. 4,5-42)
2 Ιουνίου 2024
Ο διάλογος με τους αλλοδόξους
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά κεφάλαια της Ευαγγελικής ιστορίας διηγείται, πολύ ζωντανά, σήμερα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αγαπητοί μου αδελφοί, τον διάλογο του Ιησού με την Σαμαρείτιδα γυναίκα, πάνω από το πηγάδι του Ιακώβ, στην πόλη Συχάρ της Σαμάρειας. Μετά από αυτόν τον διάλογο ζωής, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Κύριος αποκάλυψε τον εαυτό Του και την Μεσσιανική Του αποστολή, η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα, εξελίχθηκε σε διαπρύσιο κήρυκα της Ευαγγελικής αλήθειας και έμεινε στην ιστορία ως η Αγία και Ισαπόστολος Φωτεινή.
Ένα από τα στοιχεία της περικοπής που προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση είναι πως ο Κύριος καταδέχεται και τολμά να διαλεχθεί με μια γυναίκα, η καταγωγή της οποίας ήταν απόλυτα απαγορευτική για οποιαδήποτε προσέγγιση και συναναστροφή. Και αυτό συνέβαινε γιατί μεταξύ των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών επικρατούσε παλαιά έχθρα, με θρησκευτικό υπόβαθρο, γι’ αυτό και οι Σαμαρείτες θεωρούνταν αιρετικοί για τα θρησκευτικά δεδομένα της εποχής. Ένα, μάλιστα, από τα θέματα των θρησκευτικών διαφορών των δύο κοινοτήτων ήταν ο τόπος λατρείας του Θεού, περί του οποίου σχετικό ερώτημα έθεσε η γυναίκα στον Κύριο, όταν αντιλήφθηκε ότι ο άνδρας που είχε μπροστά της δεν ήταν τυχαίος, αλλά μεγάλος προφήτης. Ο Χριστός, τότε, τής αποκάλυψε την ουσιαστική αλήθεια περί της λατρείας του Θεού, η οποία δε μπορεί να υποβάλλεται σε χωροχρονικούς περιορισμούς: Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν1. Ο Θεός είναι πνεύμα και εκείνοι που Τον προσκυνούν πρέπει να Τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά.
Θα μπορούσαμε, στη συνέχεια, να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε πλείστα σημεία της Ευαγγελικής αυτής ιστορίας, από τα οποία ασφαλώς εξάγονται πολλά και ευεργετικά οφέλη. Θα επιμείνουμε, όμως, στο γεγονός αυτό καθαυτό του διαλόγου του Χριστού με μία αλλόδοξη ή και αιρετική γυναίκα, διά του οποίου, τόσο η ίδια όσο και οι συμπολίτες της βρήκαν την αλήθεια στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Το παράδειγμα του Ιησού ακολουθεί και οφείλει να ακολουθεί διαχρονικά η Εκκλησία. Οφείλει να προβαίνει σε διάλογο αληθείας, με εκείνους των οποίων η πίστη βρίσκεται σε πλάνη, κινούμενη από βαθειά και ειλικρινή αγάπη, με σκοπό την επιστροφή των πεπλανημένων στους κόλπους Της. Η προσπάθεια, όμως, αυτή τής Εκκλησίας, που συνιστά κατοχυρωμένη Ευαγγελική επιταγή, συχνά αντιμετωπίζει άκριτη και αβασάνιστη κριτική ή και πολεμική από διάφορους κύκλους εντός Της ή και εκτός Αυτής, οι οποίοι δε μπορούν να υπερβούν επικίνδυνα στεγανά του παρελθόντος και να συνταυτιστούν με τις πρωτοβουλίες και τις αποφάσεις των επισήμων Εκκλησιαστικών οργάνων και δημιουργούν θόρυβο και αναταραχή, προερχόμενη από έναν ανεξήγητο και απαράδεκτο θρησκευτικό φανατισμό.
Προς την ενίσχυση του διαλόγου της αγάπης με τους αλλοδόξους αδελφούς καταλυτική είναι η τοποθέτηση του Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως του Θαυματουργού, ο οποίος σημειώνει: «Οι δογματικές διαφορές αναφέρονται στο κεφάλαιο της πίστεως. Δεν επιτρέπεται να περιορίζουν την αγάπη. Γιατί το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπη. Δηλ. η διαφορά δόγματος δεν αίρει, δεν καταργεί, το χρέος της αγάπης. Αντίθετα: η αγάπη είναι τόσο πλατειά, ώστε συγκαταβαίνει και χαρίζεται στο μη ορθό δόγμα. Πάντα στέγει. Πάντα υπομένει. Δεν επιτρέπεται το δόγμα ούτε να καθιστά την αγάπη ανενεργό, ούτε να την αλλοιώνει, ούτε πολύ, ούτε στο ελάχιστο. Η χωλαίνουσα πίστη των αιρετικών δεν επιτρέπεται ούτε καν να αλλοιώσει και να υποβαθμίσει το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα, το χρέος της αγάπης. Η αγάπη ουδέποτε, χάριν δογματικής διαφοράς, πρέπει να θυσιάζεται...»2.
Συμπληρώνοντας τον Άγιο Νεκτάριο, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, επισημαίνει: «Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε παρόντες στον παγχριστιανικό διάλογο, να μην αποσυρόμαστε στη γωνιά μας, αυτοχαρακτηριζόμενοι ως απεσταγμένο ύδωρ. Εδώ κάποιοι μάς κατηγορούν ότι, ανοίγοντας διάλογο οικουμενικό, προδίδουμε τις Ορθόδοξες αρχές. Τούς απαντώ ότι η Ορθοδοξία είναι ένα διαμάντι και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα αν καθίσει δίπλα στους άλλους. Θα λάμψει περισσότερο»3.
Η Εκκλησία, στους διαλόγους αυτούς, προσέρχεται, με πνεύμα αγάπης και επιεικείας, έχοντας απόλυτα εδραιωμένη μέσα Της την αυτοσυνειδησία της αλήθειας, την οποία κατέχει, χωρίς την παραμικρή διάθεση εκπτώσεων και υποχωρήσεων σε θέματα δόγματος και πίστεως. Γι’ αυτό οφείλουμε όλοι οι πιστοί, προσευχόμενοι, να στηρίζουμε τις προσπάθειες των Εκκλησιαστικών μας ηγετών, οι οποίοι, με φόβο Θεού, συνεχίζουν το έργο το οποίο άγιοι προκάτοχοί τους ξεκίνησαν, αγωνιζόμενοι «υπέρ της των πάντων ενώσεως». ΑΜΗΝ!
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Κυριακή του Τυφλού
(Ιωάν. 9,1-38)
9 Ιουνίου 2024
Ο θρησκευτικός φανατισμός
Το απροκάλυπτο προσωπείο του θρησκευτικού φανατισμού αποκαλύπτεται περίτρανα στην περίπτωση των Φαρισαίων της σημερινής Ευαγγελικής διήγησης, αγαπητοί μου. Οι εκπρόσωποι της πνευματικής ηγεσίας του Ιουδαϊκού λαού βρίσκονται μπροστά σε μία ακόμα υπέρλογη επέμβαση του Χριστού σ’ ένα δυστυχισμένο ανθρώπινο πλάσμα, το οποίο θεραπεύει από την εκ γενετής τύφλωσή του. Μη μπορώντας να αποδεχθούν την ευεργεσία και να δοξάσουν τον Θεό, στο πρόσωπο του Ιησού, επιδίδονται σ’ έναν απελπισμένο αγώνα, προκειμένου ν’ απαξιώσουν το γεγονός και να το αποδώσουν σε δαιμονική ενέργεια και όχι στην Θεία δύναμη και αγάπη. Ανακρίνουν, με προσβλητικό τρόπο, τον θεραπευμένο άνθρωπο. Επικαλούνται τον Μωσαϊκό νόμο περί της αργίας του Σαββάτου, για να καταστήσουν τον Κύριο θρησκευτικώς υπόλογο. Χαρακτηρίζουν τον Χριστό αμαρτωλό, τυφλωμένοι από την αμαρτωλή υποκρισία τους. Ασκούν ψυχολογική βία στους γονείς του για να υποβαθμίσουν το θαύμα. Αποπέμπουν τον πρώην τυφλό, επαιρόμενοι για την δήθεν πνευματική τους επάρκεια και αυτάρκεια. Με λίγα λόγια, επιδεικνύουν όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν το φαινόμενο του θρησκευτικού φανατισμού.
Είναι αλήθεια πως, στη διάρκεια της ιστορίας, εμφανίστηκαν πλείστα κρούσματα θρησκευτικού φανατισμού, κάποια απ’ τα οποία διατηρούνται έως και σήμερα. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι η θρησκευτική μορφή του φανατισμού είναι η χειρότερη δυνατή απειλή για τις κοινωνίες, δεδομένου ότι στοχεύει στην υπερδιέγερση του θρησκευτικού συναισθήματος για να προκαλέσει την έκρηξη. Σχετικά παραδείγματα θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και φονταμενταλισμού παρατηρούνται, στις μέρες μας, σε πολλά σημεία του Ισλαμικού κόσμου, κυρίως εκεί όπου το Κοράνι ερμηνεύεται με ακραίο και ολοκληρωτικό τρόπο και γίνεται νόμος των κρατών, καταργώντας στοιχειώδεις δημοκρατικές διαδικασίες και δικαιώματα αυτονόητα στις Δυτικές κοινωνίες.
Στον Χριστιανικό κόσμο το φαινόμενο του θρησκευτικού φανατισμού έκανε την δυναμική και αποκρουστική εμφάνισή του στον Δυτικό Μεσαίωνα, όταν έστελνε στην πυρά κάθε αντίληψη και σκέψη που προσέκρουε στην Παπική αυθαιρεσία και έθετε σε κίνδυνο τα σαθρά θεμέλια του Ρωμαιοκαθολικού οικοδομήματος. Αλλά και στην εποχή των σταυροφοριών, όταν τα παπικά στρατεύματα, στο όνομα του Χριστού! έπνιγαν στο αίμα την Ορθόδοξη Ανατολή, η οποία είχε αρνηθεί να υποταχθεί στην Παπική λαίλαπα της εποχής εκείνης.
«Η Ορθοδοξία δεν μπορεί από τη φύση της να συγκαλύψει οποιαδήποτε αδικία και απανθρωπία, από όπου κι αν προέρχεται. Δεν συντάσσεται με τους ισχυρούς, αλλά με τους αδικουμένους. Είναι ξένη προς κάθε μορφή τρομοκρατίας, που την θεωρεί έγκλημα φρικτό και απάνθρωπο. Όταν δεν συμβαίνει αυτό, ας μη μιλούμε για Ορθοδοξία, αλλά για μια ακόμα παραχάραξή της. Διακηρύσσει, όμως και την εμπειρία της η Ορθοδοξία, ότι η τρομοκρατία, ο φανατισμός και η βία δεν πολεμούνται με μανιφέστα, διακηρύξεις ή με αντι-βία, αλλά μέσα μας. Όχι με εξωτερικές συμφωνίες, αλλά με την ένταξη στον τρόπο ζωής και το ήθος των Αγίων μας, που νικά όλες τις εκτροπές της πτώσης και πτωτικότητάς μας. Διαφορετικά, αλλοτριώνεται η Ορθοδοξία σε μία κοσμική δύναμη και εξουσία. Και υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία, όχι των Αγίων, αλλά τη δική μας…»4.
Ο θρησκευτικός φανατισμός, αδελφοί μου, εμφανίζεται σήμερα στους κόλπους της Εκκλησίας με την μορφή του θρησκευτικού ευσεβισμού. «Είναι ο επικίνδυνος ζήλος της θρησκείας που σταυρώνει τον Χριστό και λιθοβολεί τους ανθρώπους»5. Στηλιτεύει κάθε άνοιγμα της Εκκλησίας στα δεδομένα του σήμερα. Μένει περιχαρακωμένος σε έναν στείρο αρνητισμό. Επιλέγει, με ελεγχόμενα κριτήρια, τα δήθεν «χαρισματικά» πρόσωπα της Ορθόδοξης αλήθειας. Επικολλά εύκολα τις ετικέτες του αιρετικού, του νεωτεριστή, του οικουμενιστή, του προδότη της πίστεως, σε υπεύθυνες Εκκλησιαστικές μορφές, που έχουν τα μάτια ανοικτά στις προκλήσεις της εποχής και θέλουν την Εκκλησία ζωντανή στο σήμερα και όχι ένα αποστεωμένο απολίθωμα του χθες, ανίκανο ν’ αντιληφθεί τις ανάγκες των ανθρώπων. Η έκφραση αυτή του Θρησκευτικού φανατισμού, αποκαλύπτει μια παραποιημένη Ορθοδοξία, από την οποία οφείλουμε, πάση θυσία, να απέχουμε. ΑΜΗΝ!
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Κυριακή Αγίων Πατέρων Α΄Οικουμενικής Συνόδου
(Ιωάν. 17,1 -13)
16 Ιουνίου 2024
Κορυφαία πνευματικά κεφάλαια
Δικαίως το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αδελφοί μου αγαπητοί, θεωρείται και είναι από τα κορυφαία Αγιογραφικά κείμενα, τα πλέον περιεκτικά και αποκαλυπτικά της αγάπης του Θεού για τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, λίγο πριν την προδοσία του Ιούδα και την σύλληψή Του, ο Ιησούς αποκαλύπτει στους Μαθητές του όλα όσα πρόκειται να Τού συμβούν, υπόσχεται ότι δε θα εγκαταλείψει τους ίδιους και τον κόσμο, αλλά το έργο Του θα συνεχίσει το Πανάγιο Πνεύμα. Προετοιμάζει τους Αποστόλους για τις διώξεις που θα δοκιμάσουν για τη δική Του αγάπη και παραδίδει τις τελευταίες εξαίσιες παρακαταθήκες Του σχετικά με το έργο της προσευχής, την αιώνια ζωή και την ενότητα της Εκκλησίας. Αυτά είναι τα τρία μέγιστα πνευματικά κεφάλαια για τα οποία ομιλεί στη συγκεκριμένη περικοπή και θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στη συνέχεια.
Ο Κύριος, ακόμα μία φορά, διδάσκει ότι όλη μας τη ζωή, τους πόθους, τις ελπίδες και τους οραματισμούς μας, πρέπει να τα καταθέτουμε, με εμπιστοσύνη, στα χέρια του Θεού, διά της προσευχής. «Αυτή η αναφορά της ζωής, όλων των πραγμάτων και των γεγονότων στο Θεό, η άνοδος του ανθρώπου προς συνάντηση του κατερχόμενου Θεού, είναι η προσευχή… Είναι η οδός της Θεανθρώπινης φιλίας, κοινωνίας και ενώσεως»6. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι δε νοείται πνευματική ζωή και Εκκλησιαστικός βίος δίχως την προσευχή. Και αν η πνευματική ζωή είναι ένα στάδιο διαρκούς πάλης με τον εαυτό μας στην προοπτική της συνάντησής μας με τον Θεό, τότε η προσευχή είναι ένα από τα βασικότερα και πρωτεύοντα αγωνίσματα, στο οποίο οφείλουμε να ασκούμαστε «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός». Η δύναμή της είναι τεράστια. «Η προσευχή αποτελεί, μέσα στην ολότητα του ανθρώπινου πολιτισμού, δύναμη τόσο πραγματική, όσον αποτελεί και η βαρύτητα, δύναμη η οποία φέρει σ’ επαφή με την ανεξάντλητη κινητήρια δύναμη του σύμπαντος και δημιουργεί εξακριβωμένες και πιστοποιημένες θαυμάσιες μεταβολές, ανακαινίσεις, εξυγιάνσεις και θεραπείες, όχι μόνο στη ζωή εκείνου, ο οποίος προσεύχεται, αλλά και στη ζωή των άλλων, υπέρ των οποίων προσευχόμεθα»7. Η προσευχή, λοιπόν, είναι το πρώτο πνευματικό κεφάλαιο της σημερινής Ευαγγελικής διήγησης.
Το δεύτερο είναι η αιώνια ζωή. Ο Κύριος αποκαλύπτει ποιά ακριβώς είναι και πώς κατακτάται: «Αυτή είναι η αιώνιος ζωή, να αναγνωρίσουν οι άνθρωποι εσένα, ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς και εκείνον που απέστειλες, τον Ιησού Χριστό»8. Η αιώνιος ζωή είναι η γνώση του μόνου αληθινού Θεού. Και αυτή επιτυγχάνεται όχι μέσα από ιδεολογικές αναζητήσεις, ούτε μέσα από φιλοσοφικές, κοσμικές διεργασίες του νου. Δεν επιτυγχάνεται με τις ανθρώπινες δυνάμεις και δεξιότητες, την πεπερασμένη επιστημοσύνη, ούτε στα πειραματικά εργαστήρια, αλλά, όπως σοφά επεσήμανε ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, «μόνον εν Αγίω Πνεύματι. Και όποιος, εξ αιτίας της υπερηφανείας του, επιχειρεί να γνωρίσει τον ποιητή των όλων με το νου του, αυτός είναι τυφλός και ασύνετος»9. Αλλά και ο Άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας σημειώνει αναλόγως: «Ο Θεός αποκαλύπτεται σε όσους μπορούν να Τον γνωρίσουν και να Τον δουν, εάν έχουν τα μάτια της ψυχής τους ανοικτά»10.
Το τρίτο πνευματικό κεφάλαιο για το οποίο ομιλεί ο Κύριος είναι η ενότητα των Μαθητών του, δηλ. η ενότητα της Εκκλησίας στην πορεία του χρόνου. «Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη, με τη δύναμη του Ονόματός Σου, που μού χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι, όπως εμείς»11. Αυτή η ενότητα γνώρισε πολλές περιπέτειες στη διάρκεια των αιώνων και διασπάστηκε από αιρέσεις και σχίσματα, προϊόντα της ανθρώπινης αλαζονείας και έπαρσης, που προκάλεσαν ιστορικές και δραματικές διαιρέσεις στο Σώμα του Χριστού. Οι Άγιοι Πατέρες, των οποίων την σύναξη σήμερα εορτάζουμε, αγωνίστηκαν με πάθος για την επανάκτηση και εδραίωσή της στη ζωή της Εκκλησίας, καθιστώντας εαυτούς θεματοφύλακες αυτού του υψίστου πνευματικού αγαθού. Στην εποχή μας και πάλι η ενότητα δοκιμάζεται στον Ορθόδοξο χώρο και κινδυνεύει από εφήμερες διεκδικήσεις, δευτερεύουσες, διοικητικής φύσεως, αντιδικίες και σκοπιμότητες, που τραυματίζουν και σκανδαλίζουν τη συνείδηση του λαού. Κινδυνεύει, όμως, και από τον στείρο και επικίνδυνο θρησκευτικό φανατισμό, που κυριεύει, ενίοτε, μικρές ομάδες ευσεβιστών, που παλεύουν για την υπεράσπιση των τύπων αγνοώντας την ουσία και ζουν στην πλάνη.
Είθε, αγαπητοί μου, διά της βιωματικής και ενσυνείδητης εμπειρίας της προσευχής και της διατήρησης της μεταξύ μας ενότητος, ως Σώμα Χριστού, να κατακτήσουμε, με τον φωτισμό και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, την αιώνια ζωή, για την οποία άπαντες είμαστε προορισμένοι. ΑΜΗΝ!
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Κυριακή της Πεντηκοστής
(Ιωάν. 7,37-52 & 8,12)
23 Ιουνίου 2024
Η άσβεστη δίψα των ανθρώπων
Είναι κορυφαία η σημερινή ημέρα στη ζωή της Εκκλησίας, αγαπητοί μου. Θεωρείται η γενέθλιος ημέρα Της, η αφετηρία του σωτηριώδους έργου Της μέσα στη ιστορία, που σηματοδοτείται από την έκχυση του Αγίου Πνεύματος επί των Αγίων Μαθητών και Αποστόλων. Και στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Πεντηκοστής ακούσαμε τον Κύριό μας να αναφέρεται στο ζωντανό νερό, που θα τρέξει ποταμηδόν στις καρδιές εκείνων που διψούν και προσφεύγουν με πίστη στον Χριστό για να ξεδιψάσουν. Και το νερό αυτό δεν είναι άλλο από το Πανάγιο Πνεύμα, που αυτοπροσφέρεται συνεχώς και χορηγεί τα χαρίσματά Του, ως ύδωρ ζωής αιωνίου, για να καλύψει την ασταμάτητη δίψα των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι σήμερα διψούν για Αγάπη. Ζούμε στην εποχή που αυτή η Θεοειδής αρετή είναι είδος εν ανεπαρκεία, γιατί ενσυνείδητα η ανθρωπότητα συσκότισε και αμαύρωσε την εικόνα του Θεού στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος απογυμνώθηκε από την ιερότητά του, αποσυνδέθηκε από τον Θεό του, νομίζοντας ότι μπορεί να ζήσει χωρίς Αυτόν. Η επιλογή αυτή απέβη καταστροφική, γιατί άνθρωπος χωρίς Θεό είναι άνθρωπος χωρίς αγάπη και άνθρωπος χωρίς αγάπη δεν είναι άνθρωπος, δημιούργημα της αγάπης του Θεού. Ο άνθρωπος χωρίς Θεό, χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα του, δεν υπολογίζει την ανθρώπινη ζωή, μπορεί εύκολα να την εμπορεύεται, να την εκμεταλλεύεται, να την κακοποιεί, να την αφαιρεί. Το έλλειμμα της αγάπης είναι η βάση της τραγωδίας του σύγχρονου ανθρώπου.
Οι άνθρωποι σήμερα διψούν για Δικαιοσύνη. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα η Δικαιοσύνη ταυτίζεται με τις επιταγές και τις ιδεοληψίες της εξουσίας, η οποία υπηρετεί τον εαυτό της και όχι την αντικειμενικότητα. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα, όπου η Δικαιοσύνη θεωρείται Θεσμός ιερός και λειτουργία ανεξάρτητη και σεβαστή, επικρατεί το «δίκαιο» του ισχυρού, ο οποίος, συνήθως, ελέγχει και κυριαρχεί στους διαύλους της εξουσίας. Η Δικαιοσύνη εννοείται ότι υπάρχει για όλους, αλλά σπάνια την συναντά κανείς.
Οι άνθρωποι σήμερα διψούν για Ελευθερία. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο αγαθό, αλλά δεν είναι. Η ελευθερία, τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αι., είναι το μεγάλο ζητούμενο για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας κοινότητας. Οι άνθρωποι υποφέρουν από εμφύλιους
σπαραγμούς, πίσω από τους οποίους κρύβονται οι μεγάλοι εκμεταλλευτές των λαών της γης. Οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται και υποφέρουν από διαστροφικά καθεστώτα, από ανθρωπόμορφα τέρατα που, στο όνομα του Θεού, καταστρέφουν πολιτισμούς, εξευτελίζουν ανθρώπους, δολοφονούν λαούς, τρομοκρατούν φιλήσυχες κοινωνίες, γυρίζοντας το ρολόι της ιστορίας αιώνες πίσω.
Οι άνθρωποι σήμερα διψούν για Αλήθεια. Κι όμως, πολλές «αλήθειες» κυκλοφορούν στον κόσμο. «Αλήθειες» πολιτικές, που χωρίζουν τους ανθρώπους σε κομμάτια, υπηρετώντας εφήμερα και καιροσκοπικά συμφέροντα. «Αλήθειες» οικονομικές, που βλέπουν τους ανθρώπους ως αναλώσιμα αντικείμενα, ως χειραγωγούμενους πελάτες κι όχι ως ελεύθερα πρόσωπα. «Αλήθειες» θρησκευτικές, που βυθίζονται μέσα σε ξεπερασμένες ιδεοληψίες και μετατρέπουν τις θρησκείες από χώρους ελπίδας και παρηγοριάς σε τρόπους μίσους και απροκάλυπτου φανατισμού. «Αλήθειες» επιστημονικές, που αντί να αναγνωρίζουν την ανυπέρβλητη Θεία μεγαλοσύνη, επιτείνουν την ανθρώπινη έπαρση και οίηση, στήνοντας ανθρώπινα είδωλα στη θέση του Θεού.
Η δίψα των ανθρώπων είναι ασταμάτητη και διαχρονική και μπορεί να σβήσει και να ικανοποιηθεί μόνο αν η ανθρωπότητα ανατρέξει στην αστείρευτη πηγή της Αγάπης, της Δικαιοσύνης, της Ελευθερίας και της Αλήθειας, που είναι ο Χριστός. Μόνο αν αφήσει να τρέξουν επάνω της τα ιαματικά ύδατα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο υπάρχει για να ζωογονεί και να ξεδιψά τον άνθρωπο που θα Το αναζητήσει και θα Το ποθήσει. Εμείς, αγαπητοί μου, που είμαστε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, μπορούμε να μετέχουμε των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και αφού τα κάνουμε κτήμα μας, να τα μεταγγίσουμε σε καρδιές διψασμένες, ανήσυχες, απογοητευμένες, που αναζητούν το ύδωρ της ζωής για να ξεδιψάσουν και να ζήσουν. ΑΜΗΝ!
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Σύναξις Αγίων 12 Αποστόλων
30 Ιουνίου 2024
Οι Άγιοι Απόστολοι ευεργέτες της ανθρωπότητας
Την Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων προβάλλει και τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, αδελφοί μου. Ήταν οι πτωχοί και ασήμαντοι, για τα μάτια του κόσμου της εποχής τους, που επελέγησαν από τον Χριστό για να επιτελέσουν το κορυφαίο έργο του ευαγγελισμού της οικουμένης, της προσφοράς του Χριστού στον κόσμο, της αποκάλυψης της αλήθειας στην διψασμένη για αλήθεια ανθρωπότητα. Με το ιεραποστολικό τους έργο και την σταθερή ομολογία της πίστεώς τους, οι Άγιοι Απόστολοι στερέωσαν τον οικοδόμημα της Εκκλησίας, σε ένα ιστορικό περιβάλλον εχθρικό και θρησκευτικώς παρηκμασμένο, ενώ διαμόρφωσαν τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε η Χριστιανική οικουμένη. Το συνολικό έργο τους, το οποίο σφραγίστηκε από τον μαρτυρικό θάνατό τους, για την αγάπη του Χριστού, δικαίως τους αναδεικνύει ως τους μεγαλύτερους ευεργέτες της ανθρωπότητας όλων των εποχών, ακόμα και για τους λαούς εκείνους που δεν πίστεψαν στον Χριστό και δεν εντάχθηκαν στην Εκκλησία Του.
Ο περιορισμένος χρόνος και χώρος αυτής της ομιλίας μάς αναγκάζει να σταθούμε στα πρόσωπα τριών από την χορεία των Αποστόλων, για να διαπιστώσουμε ότι τα έργα και οι λόγοι τους ανέτρεψαν τα δεδομένα της εποχής τους, προκάλεσαν ειρηνική επανάσταση και έκτοτε χαρακτηρίζουν την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.
Ο Απόστολος των εθνών Παύλος διακήρυξε ότι ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ή ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ× πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού12. Ο λόγος αυτός ήταν επαναστατικός και ανατρεπτικός, καθώς, τόσο στην Ιουδαϊκή, όσο και στην Ρωμαϊκή κοινωνία της εποχής, κυριαρχούσαν οι κοινωνικές διαφορές και ανισότητες, η δουλεία ήταν καθεστώς, η ισότητα ανδρών και γυναικών ήταν αδιανόητη, αφού οι γυναίκες θεωρούνταν αντικείμενα χωρίς δικαιώματα, στην απόλυτη εξουσία των ανδρών. Ο Παύλος διακήρυξε ότι μέσα στην Εκκλησία όλοι είμαστε ίσοι, δεν υπάρχουν διαχωρισμοί, δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι, ο Χριστός μας αντιμετωπίζει ισοτίμως και αναγνωρίζει την αξία του προσώπου με την οποία Εκείνος μας προίκισε. Επρόκειτο για διδασκαλία – επανάσταση, που άλλαξε τον ρου της ιστορίας και συνέβαλε στην οικοδόμηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, που επαγγέλλεται και προσωποποιεί η Εκκλησία του Χριστού.
Ο Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Πέτρος ήταν ο πρώτος που είχε την παρρησία και την πίστη ν’ αναγνωρίσει και να διακηρύξει την Θεότητα του Χριστού: συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος13. Τη στιγμή που η πνευματική ηγεσία του Ισραήλ κατηγορούσε τον Κύριο για προκλητικότητα έναντι του Θεού και βλασφημία του ονόματός του, τη στιγμή που ο λαός διαμόρφωνε στρεβλή εικόνα για το πρόσωπό Του, ο Πέτρος ομολόγησε, χωρίς δισταγμό και αμφιβολία, ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, η ελπίδα του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η ομολογία του αυτή, όπως βεβαίωσε ο Ίδιος ο Κύριος, έγινε η πέτρα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η Εκκλησία, με τέτοιο ακλόνητο και σταθερό τρόπο, ώστε, παρά τους διωγμούς, τις πολεμικές και την αγριότητα των εχθρών Της, να παραμένει όρθια και ζωντανή στους αιώνες, οδηγώντας τους πιστούς στη σωτηρία14.
Ο Ευαγγελιστής της Αγάπης Ιωάννης ο Θεολόγος, αποκάλυψε, με την διδασκαλία του, κυρίως, όμως, με τον τρόπο της ζωής του, την ουσία του Θεού: ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστί15. Λίγες λέξεις ήταν αρκετές από τον Απόστολο που βίωσε πληθωρικά την αγάπη του Χριστού και Τον αγάπησε όσο κανείς, για να εκφράσουν την ουσία του Θεού και τον τρόπο για να ενωθεί ο άνθρωπος μαζί Του. Ο Θεός δεν είναι τιμωρός, δεν είναι εκδικητής, δεν είναι σκληρός, δεν είναι αυταρχικός, είναι όλος αγάπη και έλεος για τον κάθε άνθρωπο, όσο χαμηλά κι αν πέσει, όσο κι αν απομακρυνθεί από Αυτόν. Την ίδια στιγμή, όμως, δε μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Θεό και να ζήσει μαζί Του, αν δε μάθει ν’ αγαπά την εικόνα Του στον κόσμο, που είναι ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας, θρησκευτικής και πολιτιστικής προέλευσης και καταγωγής. Η αγάπη προς όλους είναι προϋπόθεση της αγάπης προς τον Θεό, ενώ η επαγγελία της αγάπης, την στιγμή που το ανθρώπινο πρόσωπο πληγώνεται, διασύρεται και πέφτει θύμα απάνθρωπων διακρίσεων, συνιστά υποκρισία, ψεύδος ολκής, εικόνα έκπτωσης και παρακμής.
Να γιατί, αγαπητοί μου, οι Άγιοι Απόστολοι είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητας. Στη διδασκαλία που εκείνοι διακήρυξαν στηρίζονται όλες οι μετέπειτα αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εξακολουθούν να πληγώνονται, δυστυχώς, στην εποχή μας, όπου οι άνθρωποι αρνούνται την ευεργετική παρουσία του Ιησού Χριστού. Στη διδασκαλία που εκείνοι πρόβαλαν στηρίζεται η αποκάλυψη του Θεού της αγάπης και της ειρήνης, της ελπίδας και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, δικαίως η Εκκλησία τους τιμά και τους αποδίδει την αιώνια ευγνωμοσύνη Της. ΑΜΗΝ!
Ε.Ο