Τρουλλαῖος σταυροειδής ἐγγεγραμμένος ναός, στόν κεντρικό ἐμπορικό δρόμο τῆς Παροικίας, τήν Ἀγορά. Ἀργότερα προσκολλήθηκε στή νότια πλευρά του καμαροσκεπές κλῖτος, πιθανώτατα γιά τήν ταυτόχρονη, ἀλλά χωριστή λατρεία τοῦ ὀρθόδοξου μέ τόν καθολικό κλῆρο, τόν καιρό τῆς Ἑνετοκρατίας. Τό κλῖτος αὐτό ἐπικοινωνεῖ μέ τόν ἀρχικό ναό, μέ ευρύχωρο ἄνοιγμα στό μεταξύ τους μεσότοιχο καί σήμερα εἶναι ἀφιερωμένο στήν Ἁγ. Παρασκευή. Στή δυτική πλευρά τοῦ νότιου κλίτους ὑπάρχει μονότοξο κτιστό καμπαναριό. Ὑπάρχουν δύο εἴσοδοι καί οἱ δύο στή δυτική ὄψη· τοῦ κύριου ναοῦ ἡ πρώτη καί τοῦ νότιου κλίτους ἡ δεύτερη. Στό μαρμάρινο ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου στόν κύριο ναό (διαστ. 1,30Χ0,26μ.) ὑπάρχει χαραγμένη ἐπιγραφή. Ὁ τροῦλλος εἶναι ὀκτάπλευρος. Στηρίζεται, στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ, σέ τέσσερις μαρμάρινες κυλινδρικές κολῶνες (τετρακιόνιος ναός). Τά τέσσερα γωνιαῖα διαμερίσματα πού σχηματίζει ὁ ἐγγεγραμμένος σταυρός, καλύπτονται μέ σταυροθόλια. Οἱ χῶροι πού δημιουργοῦνται κάτω ἀπό τά δύο σταυροθόλια, βόρεια καί νότια τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, χωρίζονται ἀπό τόν κύριο ναό μέ τέμπλα, πού τό καθένα ἀπ' αὐτά ἔχει δύο εἰκόνες, δέν ἔχει ὅμως θύρα. Ἔτσι, οἱ χῶροι αὐτοί χρησιμοποιοῦνται ὡς πρόθεση καί διακονικό (4). Στούς τοίχους τοῦ ναοῦ παρατηροῦμε, σχεδόν κατεστραμμένες, παλαιές τοιχογραφίες. Ἡ ἀψίδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τοῦ κύριου ναοῦ, εἶναι μικρή καί διαμορφώνεται στό πάχος τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου. Στό ξύλινο, ἐλαφρά σκαλισμένο τέμπλο του, ὑπάρχουν οἱ εἰκόνες: α) Ὁ Χριστός ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς (0,54Χ0,90), σέ προτομή, εὐλογεῖ. Στό ἀριστερό χέρι κρατεῖ Εὐαγγέλιο, ἐπάνω στό ὁποῖο εἶναι γραμμένη ἡ ἐπιγραφή: Ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(2). Τό παλαιό χρυσό βάθος τῆς εἰκόνας ἔχει ἀντικατασταθεῖ μέ βαθύ πράσινο ἐλαιόχρωμα. β) Παναγία (0,54Χ0,80). Τύπος Ὁδηγήτριας, ἀριστεροκρατού¬σας τόν Χριστό. Στό ἐπάνω μέρος της διαβάζουμε τήν ἐπιγραφή: Μ(ήτη)ρ Θ(εο)ῦ Ἡ Παντάνασσα. Κάτω ἀριστερά παρατηροῦμε τό οἰκόσημο τοῦ ἀφιερωτῆ (3). γ) Ἀρχάγγελος Μιχαήλ (0,55Χ0,76). Κρατεῖ στό δεξί του χέρι ρομφαία. δ) Ἡ Θεία Λειτουργία (0,68Χ1,03), στό ξύλινο πέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης. Εἰκονίζεται ὁ Χριστός νά ἱερουργεῖ ἀνάμεσα σέ ἕξι ἱεράρχες. Ἔχει τήν ἐπιγραφή: Μνήστιτι Κύριε τοῦ δούλου τοῦ Θ(εο)ῦ Σαμουήλ ἡερομονάχου. Στά βημόθυρα τῆς Ὡραίας Πύλης εἰκονίζεται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ στή θύρα τῆς Προθέσεως, ὁλόσωμος, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Στά θωράκια (ποδιές) τοῦ τέμπλου εἰκονίζονται ὁλόσωμοι ἱεράρχες: Κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὁ Ἅγ. Ἀθανάσιος, ἐνῶ στό ἑνιαῖο θωράκιο, κάτω ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἀρχαγγέλου, εἰκονίζονται μαζί οἱ ἅγ. Νικόλαος, Ἀλέξανδρος καί Σπυρίδων. Στό χαμηλότερο τέμπλο τοῦ βόρειου διαμερίσματος τοῦ Διακονικοῦ, βρίσκονται δύο μεγάλων διαστάσεων σύγχρονες εἰκόνες, τῶν τοπικῶν ἁγίων τῆς Πάρου: α) τῆς Ὁσ. Θεοκτίστης καί β) τοῦ Ἁγ. Ἀρσενίου. Στό ἀντίστοιχο τέμπλο, τοῦ νότιου διαμερίσματος τοῦ Διακονικοῦ, οἱ εἰκόνες: α) Τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί β) Τῶν Σαράντα Μαρτύρων, τῶν ἐν τῇ Σεβαστείᾳ τῇ λίμνῃ μαρτυρησάντων. Ὅλες οἱ εἰκόνες πού ἀναφέρονται παραπάνω, ἐκτός ἀπό τίς δύο σύγχρονες τῶν τοπικῶν ἁγίων, εἶναι ἔργα καλῆς τέχνης καί χρονολογοῦνται, πιθανώτατα, στόν 18ο αἰ. Ἀπό τίς εἰκόνες πού βρίσκονται στό κλῖτος τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, ἐνδιαφέρουσες εἶναι: α) Χριστός Φωτοδότης (0,50Χ0,85). Εἰκόνα καλῆς τέχνης τοῦ 17ου αἰ. καί β) Ἁγ. Παρασκευή (0,58Χ1,02) νεώτερη, ἀρκετά καλῆς τέχνης. Ἀνήκει, πιθανόν, στόν 18ο αἰ. (5) Ὁ Ταξιάρχης ἔγινε ἐνοριακός ναός τό ἔτος 1991, ὅταν ἡ Ἑκατονταπυλιανή ἀνακηρύχθηκε σέ Προσκύνημα. Ἱστορικό διατηρη¬τέο μνημεῖο (6). (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) 1. Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Θ΄, τ. 2, 1961, σελ. 201. 2. Ἰωάν. 18,36 3. Μέσα σέ ἔλλειψη στολισμένη μέ φύλλα, εἰκονίζεται ὄρθιο λιοντάρι πού κρατᾶ ὄρθιο ραβδί. Γύρω ἀπ' αὐτήν διακρίνονται τά γράμματα: Ἐπάνω Μ καί Ν καί κάτω δεξιά C. Τό συμμετρικό του γράμμα πρός τά ἀριστερά δέν ξεχωρίζει πιά. Πιθανώτατα εἶναι τό οἰκόσημο τοῦ Μ(α)Ν(ουήλ) - [Ἀλι]C(άφη). (Ἀναστ. Ὀρλάνδου, ΑΒΜΕ, τομ. Ι΄, τ. 1, 1964, σελ. 88, 89). 4. Στούς μεγάλους παλαιοχριστιανικούς ναούς, τό διακονικό ἦταν ἰδιαίτερη αἴθουσα, στήν ὁποία ἐφύλαγαν τότε τά ἱερά σκεύη, τά ἄμφια, τά ἱερά βιβλία καί ἄλλα κειμήλια, γιά τήν φύλαξη τῶν ὁποίων ὑπεύθυνοι ἦταν οἱ διάκονοι. Γι' αὐτό, τό διακονικό λεγόταν καί σκευοφυλάκιο. Στούς μικρότερους ναούς, τοποθετήθηκε μέσα στό Ἱερό Βῆμα, δεξιά τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Σήμερα, διακονικό λέγεται, συνήθως, ἡ ἀντίστοιχη μέ τήν ἱερή πρόθεση κόγχη, στά δεξιά τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ὅπου φυλάγονται, σέ ἑρμάρια, τά ἱερά σκεύη κ.λπ. 5. Ἀναλυτική περιγραφή τῶν παραπάνω εἰκόνων πραγματοποιεῖ ὁ καθηγητής Ἀναστ. Ὀρλάνδος, στό ἔργο του ΑΒΜΕ, τόμ. Ιʹ, τ. 1, 1964, σελ. 88 -90. 6. ΦΕΚ 116Β/20-3-1963.